Πολιτικη & Οικονομια

Μια επισύνδεση δοκιμάζει το μέλλον μας; 

Η χώρα ξεκόλλησε από τη μνημονιακή και τη συριζανελίτικη εποχή και τρέχει μπροστά. Είναι κρίμα να φρενάρει από μια επισύνδεση, όσο βλαβερή κι αν είναι

Λεωνίδας Καστανάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη και η αλλαγή του εγχώριου πολιτικού σκηνικού.

Για την επισύνδεση ο λόγος. Ήταν λάθος ή προβοκάτσια; Ήταν εν γνώσει ή εν αγνοία του πρωθυπουργού; Υπάρχουν και άλλοι πολιτικοί ή κόμματα που έπεσαν θύματα κατασκοπείας; Δεν είμαι αισιόδοξος ότι θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια. Για το νόμιμο ή παράνομο της επισύνδεσης διαφωνούν επιφανείς νομικοί και συνταγματολόγοι οπότε εγώ δεν δικαιούμαι να διατυπώνω άποψη. Αλλά ακόμα και αν δεχτώ ότι ήταν νόμιμη δεν παύει να είναι πολιτικά και ηθικά επιβλαβής για τα δημόσια πράγματα. Ακόμα, δύσκολα θα απαντηθεί πειστικά και το βασικότερο ερώτημα. Για ποιο λόγο, έστω τυπικό, παρακολουθούσε η ΕΥΠ το κινητό του Ν. Ανδρουλάκη, την εποχή που ήταν υποψήφιος για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ; Αλλά ακόμα και αν δοθεί απάντηση δύσκολα αυτή θα πείσει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας καθώς αυτό θα ανεβαίνει στα κάγκελα του νέου «αντιδεξιού αγώνα».

Το γεγονός που έσκασε ως χιονοστιβάδα εν μέσω πολιτικού και κλιματικού θέρους γίνεται η αφορμή και όχι η αιτία για αλλαγή του εγχώριου πολιτικού σκηνικού. Μια κυβέρνηση που αντιμετώπισε με επιτυχία υβριδικές επιθέσεις στα ανατολικά σύνορα, πανδημία, μεταρρυθμίσεις στην κρατική μηχανή, πόλεμο στην Ουκρανία, πληθωρισμό μέχρι και τις αναμενόμενες καλοκαιρινές φωτιές - εμπρησμούς των δασών μας βρίσκεται ξαφνικά στα δύσκολα εξ αιτίας μιας μυστικής παρακολούθησης. Μιας παράλογης, γελοίας, εξωφρενικής παρακολούθησης. Της οποίας τα όποια οφέλη είναι ασήμαντα για όποιον την επιχειρεί μπροστά στο βαρύ πολιτικό και ηθικό κόστος που θα πληρώσει για την αποκάλυψή της. Όποιοι την επιχείρησαν μένουν στάσιμοι στο μάθημα της πολιτικής αν δεν είναι προβοκάτορες. Διότι παρήλθαν οι εποχές της αθωότητας που τα σημαντικά λέγονται από το τηλέφωνο. Όπως και οι εποχές που η πολιτική μιας κυβέρνησης καθορίζεται από τις συζητήσεις που γίνονται τηλεφωνικά μεταξύ των στελεχών του 3ου κόμματος.

Η αποκάλυψη τραυματίζει σοβαρά την εικόνα ενός ικανότατου και άκρως επιτυχημένου πρωθυπουργού του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά και το περίφημο «επιτελικό κράτος». Και αυτό είναι κρίσιμο. Ήξερε, δεν ήξερε, αυτός είναι πολιτικά αλλά και διοικητικά υπεύθυνος για την ΕΥΠ και φυσικά αυτός γίνεται στόχος από εχθρούς και φίλους. Δική του επιλογή ήταν ο διοικητής της. Πώς δικαιολογείται το γεγονός ότι αυτός αυτονομήθηκε σε ένα τόσο σημαντικό πολιτικό, πέρα από ηθικό, θέμα; Πώς και δεν σήκωσε το τηλέφωνο να τον ενημερώσει ένας από αυτούς που, θεσμικά ή όχι, έμαθε για την κρίσιμη επισύνδεση; Σήμερα, ακόμα και πολιτικοί παράγοντες που ο ίδιος τίμησε δημόσια, στρέφονται ενστικτωδώς εναντίον του. Φυσικά για δικούς τους λόγους, αλλά στρέφονται. Και αυτό θαμπώνει την εικόνα του μετά από μια σειρά διεθνών επιτυχιών σε ΗΠΑ και ΕΕ. Και στο φινάλε όσοι τον εκτιμούν και τον υποστηρίζουν πολιτικά σήμερα βρίσκονται σε άμυνα. Αναγκαστικά.

Η τηλεφωνική επισύνδεση δίνει την ευκαιρία να γίνει μια καθαρά πολιτική σύνδεση. Αυτή του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ ως ενιαίο αντιπολιτευτικό μπλοκ πλέον. Οι σπόντες περί προοδευτικής ή σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης που ακούστηκαν κατά την προεκλογική περίοδο των εσωκομματικών εκλογών του ΠΑΣΟΚ, έχουν τώρα έδαφος να πατήσουν και να αναδειχτούν σε πολιτική επιλογή. Ο Αλέξης Τσίπρας, που όλο το προηγούμενο διάστημα και σε ήσσονος σημασίας θέματα δεν έχανε την ευκαιρία να προβάλλει ως ηγέτης του νέου αντιδεξιού αγώνα, βρίσκει τώρα στο πρόσωπο του Νίκου Ανδρουλάκη έναν σύμμαχο αλλά και έναν εν δυνάμει ανταγωνιστή. Ωστόσο, δεν νομίζω να κινδυνεύει, προς το παρόν. Θα πορευτεί μαζί του σε μια προσπάθεια επαναφοράς κλίματος 2014 πιέζοντας την κυβέρνηση σε παραίτηση και ευελπιστώντας ότι το χάος που θα προκύψει από τις 3 συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις θα τον ωφελήσει. Το ίδιο πιστεύουν και στο ΠΑΣΟΚ αφού δείχνουν να μη φοβούνται την απορρόφηση από τον ηγέτη του καταγγελτισμού και της στείρας αντιπολίτευσης, τον ΣΥΡΙΖΑ.

Από εδώ και μετά θα βλέπουμε καθημερινά πολιτικούς και πολίτες από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης ανεβασμένους στα κάγκελα να καταγγέλλουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά και να ζητούν εκλογές «εδώ και τώρα». Διότι αυτός είναι ο κύριος στόχος. Οι μεταρρυθμίσεις θα καταγγέλλονται από όλους ως «νεοφιλελευθερισμός», κάθε θέμα που άπτεται ηθικής, δικαστηρίων κ.λπ. θα εκτοξεύεται, οι αλλαγές στην παιδεία θα γίνονται αιτία για στήσιμο καταλήψεων και διαδηλώσεων και γενικώς θα γίνει απόπειρα για ένα νέο κύμα «αγανακτισμένων» σε μπαχαλοειδές πολιτικό κλίμα με τη ΝΔ σε απομόνωση. Θα γίνει απόπειρα να επαναληφθεί η ιστορία, μιας και τότε ανέδειξε την αριστερά στην εξουσία. Το αν θα επαναληφθεί ως φάρσα είναι κάτι που μένει να το δούμε. Το «αντισύριζα μέτωπο», που ανέδειξε τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην ηγεσία της χώρας, δηλαδή το δημοκρατικό - μεταρρυθμιστικό μέτωπο, δείχνει σήμερα τραυματισμένο. Χάνει στελέχη από τον κεντροαριστερό χώρο, αλλά είναι άγνωστο αν θα διαλυθεί. Αυτό θα εξαρτηθεί από μια σειρά παράγοντες που θα έχουν έναν χειμώνα για να καθορίσουν τις εξελίξεις μέχρι τις εκλογές.

Είναι δύσκολο να φτιάξεις νέους «αγανακτισμένους» χωρίς ισχυρό οικονομικό κίνητρο. Αν η διεθνής οικονομία βελτιωθεί, ο πληθωρισμός αποκλιμακωθεί, το χρήμα που εισέρρευσε στη χώρα από μια πολύ καλή τουριστική περίοδο αξιοποιηθεί και προχωρήσουν οι μεγάλες ξένες, άμεσες επενδύσεις, το θέμα της επισύνδεσης θα ξεχαστεί. Αν οι μεταρρυθμίσεις προχωρήσουν και ολοκληρωθούν και ο πολίτης δει άμεσα και στην καθημερινότητά του σημαντική βελτίωση δεν θα αλλάξει τη θετική του γνώμη για τον Μητσοτάκη και θα συγχωρέσει το λάθος ή το «λάθος» του. Δεν αλλάζουν εύκολα πορεία οι χώρες για θέματα τέτοιου είδους, όταν μάλιστα οι επόμενοι έχουν δοκιμαστεί και έχουν αποτύχει ως προηγούμενοι. Και ειδικότερα όταν δεν έχουν κανένα βιώσιμο αφήγημα για τη χώρα. Και ονειρεύονται «εγχειρήσεις» προς κομματικοποίηση των θεσμών και εγκατάσταση καθεστώτος.

Στην κυβέρνηση απομένει να αποδείξει στην κοινωνία τον φιλελευθερισμό και τον μεταρρυθμισμό της με πράξεις και όχι λόγια. Δηλαδή τη γνωστή συνταγή που φάνηκε να έχασε στον δρόμο. Ανεξάρτητες αρχές, σπάσιμο στεγανών, διαφάνεια, λειτουργία της δημοκρατίας μέσω συνεχούς λογοδοσίας. Μόνο έτσι θα συγκρατήσει ή θα επαναπατρίσει τους κεντρώους ψηφοφόρους της. Η Ελλάδα είναι μια αριστερόστροφη χώρα με παλιό εμφυλιοπολεμικό σημάδι που «όταν αλλάζει ο καιρός, πονάει». Δεν εμπιστεύεται εύκολα τη Δεξιά. Η πολιτική περσόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη την έπεισε και, ως φάνηκε, ευτυχώς. Η χώρα ξεκόλλησε από τη μνημονιακή και τη συριζανελίτικη εποχή και τρέχει μπροστά. Είναι κρίμα να φρενάρει από μια επισύνδεση, όσο βλαβερή κι αν είναι. Γιατί αυτή έγινε και τέλειωσε και ελπίζουμε να μην ξαναγίνει. Ενώ η ζωή μας συνεχίζεται. Ελπίζω πάντα στο πνεύμα του ορθολογισμού. Έστω και αν είναι μερικές φορές σπάνιο.