Πολιτικη & Οικονομια

Τι σημαίνει να είσαι «εδώ, τώρα»;

Όταν σε κάθε αμήχανη ή άβολη στιγμή πιάνεις το κινητό, ως συνήθεια ή εύκολη λύση, ουσιαστικά κάτι αποφεύγεις

Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 832
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία, βγαίνουμε από το «εδώ, τώρα» για να αποθηκεύσουμε τη στιγμή και να την υποθηκεύσουμε ως μνήμη

Είναι Κυριακή απόγευμα, έξω επικρατεί ησυχία, και το μόνο που ακούγεται είναι ο αέρας που ταλανίζει το Λονδίνο, ανανεώνοντας συνεχώς τα σύννεφα που καλύπτουν τον ουρανό σχεδόν αδιάκοπα τους τελευταίους μήνες. Κάθομαι σαν τα γατιά στο παράθυρο και κοιτάζω έξω, χωρίς να ξέρω τι να κάνω (αν και τα γατιά ξέρουν πάντα τι πρέπει να κάνουν).

Σήμερα είναι η δεύτερη μέρα που αποφάσισα να επιβάλω στον εαυτό μου ένα ρεπό από τη δουλειά –από τις «δουλειές» γενικώς, είτε επαγγελματικές, είτε του σπιτιού, είτε τις γραφειοκρατικές– μετά από ενάμιση μήνα καθημερινής πίεσης. Η χτεσινή μέρα –κάτι τα πλυντήρια, κάτι η γυμναστική, κάτι η επίσκεψη μιας φίλης– πέρασε γρήγορα. Άλλωστε, ακόμη κι όταν σταματάς, το μυαλό σου συνεχίζει να τρέχει από κεκτημένη ταχύτητα. Όταν πας διακοπές χρειάζεσαι μερικές μέρες αποσυμπίεσης για να χαλαρώσεις. Όταν έχεις ένα ελεύθερο σαββατοκύριακο, περνάς το Σάββατο αποβάλλοντας το άγχος της προηγούμενης εβδομάδας και την Κυριακή αποκτώντας το άγχος της επόμενης. Η χτεσινή μέρα ήταν σχετικά εύκολη γιατί το μυαλό δεν είχε σταματήσει ακόμα. Η σημερινή όμως αποδεικνύεται πιο απαιτητική, γιατί όταν πραγματικά σταματήσεις, όταν αρχίσεις να βρίσκεσαι «εδώ, τώρα» και για τον οποιονδήποτε λόγο δεν βρίσκεσαι σε ένα ευχάριστο περιβάλλον, σε ένα περιβάλλον το οποίο από μόνο του σε κάνει να νιώθεις καλά, τότε αρχίζεις να αντιμετωπίζεις Το Κενό.

Αυτή τη στιγμή δεν έχω όρεξη να δω μια ταινία ή να διαβάσω ένα βιβλίο∙ και αν το έκανα, θα το έκανα «για να περάσει η ώρα»∙ μια έννοια που πάει κόντρα σε κάθε ίνα της ύπαρξής μου. Όχι, δεν θέλω να κάνω κάτι, απλώς για να το κάνω. Η ζωή είναι πολύ μικρή και πολύτιμη, και οι άλλοι μας χρειάζονται. Το να χαλαρώνεις, να ξεκουράζεσαι, να αφήνεσαι και να ξεχνιέσαι, το να διαλογίζεσαι και να αναλογίζεσαι, είναι όλα ζωτικά. Ακόμη και το να βαριέσαι μια στις τόσες είναι υγιές. Το να αφήνεις όμως τον χρόνο, τη ζωή, να περνάει χωρίς να τη ζεις, χωρίς να την εκμεταλλεύεσαι στο έπακρο, χωρίς να κάνεις κάτι –χωρίς να επικοινωνήσεις με άλλους, χωρίς να δημιουργήσεις κάτι, όταν τόσοι άλλοι δεν έχουν αυτη την ευκαιρία, όταν κι εσύ δεν θα έχεις κάποτε αυτή την ευκαιρία– είναι ύβρις και κρίμα∙ και εκτός αυτού, πάντα θα υπάρχει κάτι χρήσιμο που μπορείς να κάνεις, είτε για τους άλλους, είτε για τον εαυτό σου.

                                                     * * *

Πριν από 12 χρόνια, στα τέλη του 2010, συμμετέχοντας σε μια διεθνή μελέτη, ζήτησα από τους φοιτητές μου να κόψουν για 24 ώρες κάθε επαφή με την τεχνολογία της επικοινωνίας – είτε αυτό ήταν τα κινητά τηλέφωνα και οι υπολογιστές, είτε η τηλεόραση και το ραδιόφωνο∙ και να καταγράψουν μετά τις σκέψεις τους. Ένα 40% δεν κατάφερε καν να κλείσει ολόκληρο 24ωρο, κι αυτό συνέβη όταν το YouTube και το Facebook είχαν αρχίσει μόλις να κυριαρχούν, ενώ το Instagram, το Snapchat, το Tik Tok και το Whats App δεν υπήρχαν καν.

Μία απ’ τις φοιτήτριες που συμμετείχαν στο πείραμα έγραψε αυτό: «Μερικές φορές έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάει αφηρημένη το άπειρο, βυθισμένη σε σκέψεις. Η ησυχία με έκανε να σκεφτώ το σκυλί μου, που πέθανε πριν λίγους μήνες. Ήταν ένα χάσκι και συνεχώς κλαψούριζε. Ένιωσα ότι μου έλειπε και αισθάνθηκα πολύ πιο στεναχωρημένη απ’ ό,τι έχω νιώσει εδώ και καιρό. Αυτό με έκανε να συνειδητοποιήσω το πόσο πολύ χρησιμοποιώ τα μέσα επικοινωνίας για να αποσπάσω τον εαυτό μου από ορισμένα συναισθήματα και συγκινήσεις. Το να ανοίξεις την τηλεόραση ή το να μπεις στο ίντερνετ είναι ένας μάλλον εύκολος τρόπος για να αποφύγεις δυσάρεστα συναισθήματα αντί να τα αντιμετωπίσεις. Φαντάζομαι ότι αυτό είναι κάτι αρκετά συνηθισμένο. Υπάρχει πολύ στρες στην καθημερινότητα και ίσως ένας από τους λόγους που όλα τα μίντια χρησιμοποιούνται τόσο πολύ είναι για να μπορεί ο κόσμος να ξεφεύγει απ’ τις καθημερινές έγνοιες του και να επικεντρώνεται σε κάτι άλλο. Ίσως θα ήταν πιο υγιές να αντιμετωπίζαμε τα συναισθήματά μας αντί να τα αποφεύγουμε».

Σε αυτή τη μία, απλή διαπίστωση μιας 20χρονης αγγλίδας φοιτήτριας του 2010 κρύβεται ένα ολόκληρο επιχειρηματικό μοντέλο δισεκατομμυρίων και ένα κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό φαινόμενο που διαβρώνει την ψυχική υγεία και τις σχέσεις ολόκληρων γενιών.

Όταν σε κάθε αμήχανη ή άβολη στιγμή, είτε με άλλους –στο ασανσέρ, στο μετρό, στο οικογενειακό τραπέζι– είτε με τον εαυτό σου –το βράδυ που κάθεσαι στον καναπέ και νιώθεις άσχημα χωρίς να ξέρεις γιατί– πιάνεις το κινητό, όχι για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, αλλά ως συνήθεια και εύκολη λύση, τότε ουσιαστικά αποφεύγεις κάτι, και συνήθως αυτό είναι η επίπονη διαδικασία της επικοινωνίας, είτε με έναν ξένο, είτε με τον εαυτό σου. Πόσο ειρωνικό και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό είναι το ότι για να αποφύγουμε την επίπονη επικοινωνία –αυτή που περιλαμβάνει το ενδεχόμενο ο άλλος να σε απορρίψει ή εσύ να πεις το λάθος πράγμα ή το να παραδεχτείς δύσκολες αλήθειες– καταφεύγουμε σε ένα μέσο επικοινωνίας στο οποίο θεωρούμε ότι έχουμε τον έλεγχο;

                                                         * * *

Η εμπειρία του να είσαι «εδώ, τώρα» γίνεται ολοένα και δυσκολότερη, ολοένα και πολυτιμότερη. Στις συναυλίες και στα θεάματα τραβάμε βίντεο με κινητό. Στα αξιοθέατα βγάζουμε σέλφι. Οι πρακτικές αυτές δεν είναι κατακριτέες (τουλάχιστον όταν δεν ενοχλούμε τους άλλους)∙ δεν είναι ηθικό το θέμα. Το πρόβλημα είναι ότι, εκείνη τη στιγμή, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία, βγαίνουμε από το «εδώ, τώρα» για να αποθηκεύσουμε τη στιγμή και να την υποθηκεύσουμε ως μνήμη (άρα δεν αφηνόμαστε στο «τώρα», γιατί μας απασχολεί το μέλλον) ή για να προβάλλουμε μια εικόνα σε άλλους που δεν είναι εκεί (άρα δεν είμαστε «εδώ»). Η εικόνα είναι συνυφασμένη με την εικονικότητα, γιατί δημιουργεί ένα φίλτρο ή μια απόσταση –συμβολική ή φυσική– που σε απομακρύνει από την πραγματικότητα.

Ακόμη και σε επικοινωνιακές μαύρες τρύπες που έχουν δημιουργηθεί ακριβώς για την αποκοπή από τον πολιτισμό και τη βύθιση στο «εδώ, τώρα» όπως είναι το Burning Man –μια προσωρινή πόλη 80.000 κατοίκων στη μέση της ερήμου στη Νεβάδα–, ο πολιτισμός της εικόνας και της εικονικότητας αρχίζει να παρεισφρέει: το web cast μεταδίδει ψηφιακά την εικόνα του φεστιβάλ στο διαδίκτυο∙ η εικονική πραγματικότητα του ψηφιακού multiverse εμφανίζεται ως πιθανή εναλλακτική της πραγματικής εμπειρίας∙ οι influencers χρησιμοποιούν την εκδήλωση για να πουλήσουν την εικόνα τους∙ η κεραία κινητής τηλεφωνίας που δίνει σήμα σε κάποιες σκηνές «μπουκώνει» από την τέταρτη ή πέμπτη μέρα του δεκαήμερου∙ ακόμη και η μία φωτογραφία «απαθανατίζει» τη στιγμή αλλά η πράξη της φωτογράφισης δημιουργεί απόσταση ανάμεσα σε εσένα ως φωτογράφο/παρατηρητή και το αντικείμενό σου. Είναι αλήθεια το ότι δεν μπορείς να ζεις και να περιγράφεις ταυτόχρονα.

Είναι μάλλον βέβαιο ότι η εμπειρία του «εδώ, τώρα» σύντομα θα καταστεί ακριβοθώρητο προϊόν. Και ότι γύρω της θα δημιουργηθεί μία μεγάλη βιομηχανία που θα είναι προσιτή ή θελκτική κυρίως σε αυτούς που έχουν τη χρηματική άνεση και την εκπαίδευση για να συνειδητοποιήσουν τη σημασία της για την ανθρώπινη ευτυχία και τις ανθρώπινες σχέσεις. Το «εδώ, τώρα» θα γίνει ταξικό αγαθό. Σε ένα βαθμό αυτό γίνεται ήδη: από τη γιόγκα και τον διαλογισμό μέχρι τις εφαρμογές που σε βοηθάνε να κοιμηθείς, και από το βιωματικό θέατρο μέχρι τα retreats της Σίλικον Βάλεϊ, η αποκοπή από τον θόρυβο της ψηφιακής επικοινωνίας, η σίγαση του μυαλού, και η βύθιση στο «εδώ, τώρα» είναι βασικές αρχές λειτουργίας των πρακτικών αυτών.

Το πρόβλημα με το «εδώ, τώρα» είναι ότι απαιτεί προσπάθεια, συνειδητοποίηση, συγκρούσεις, αλλαγές. Οπότε κι εγώ αποφάσισα να φύγω απ’ το παράθυρο και να κάνω κάτι πολύ πιο εύκολο, κάτι που θα με βγάλει από το «εδώ, τώρα»: να κάτσω να γράψω αυτό εδώ το κείμενο.