Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί δεν προτιμούμε πλέον να συνυπάρχουμε με άλλους;

Εάν κάτι δεν με αφορά άμεσα (και ακόμη καλύτερα να με θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος), γιατί να ασχοληθώ;

Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 828
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το νόημα της συνύπαρξης. Η δυσκολία της συνεύρεσης των ανθρώπων σε έναν κοινό χώρο. Τι δείχνει ο τρόπος με τον οποίον καταναλώνουμε ή συμμετέχουμε

Στην, κλασική πλέον, ταινία του Τζέιμς 'Αιβορι «Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ» (1992), βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ε.Μ. Φόρστερ, υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνή. Είμαστε στο 1910, στο κεντρικό Λονδίνο. Βρισκόμαστε σε μία κατάμεστη αίθουσα συναυλιών. Η κάμερα γλιστράει ανάμεσα στους καθηλωμένους θεατές –θεατές όλων των κοινωνικών τάξεων, όπως θα αποδειχθεί αργότερα– οι οποίοι έχουν καρφωμένα τα μάτια τους στο ζευγάρι που ερμηνεύει στο πιάνο αποσπάσματα της 5ης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Ο πιανίστας (Σάιμον Κάλοου) στρέφεται στο κοινό και, με βροντερή φωνή Σκωτσέζου πάστορα, αρχίζει να αγορεύει, αναλύοντας το νόημα του κομματιού (ο τίτλος της διάλεξης είναι «Μουσική και Νόημα»). Η κάμερα εντέλει φεύγει απ’ την αίθουσα, ακολουθώντας την πρωταγωνίστρια, τη Χέλεν, η οποία, χωρίς να το καταλάβει, έχει πάρει κατα λάθος την ομπρέλα του διπλανού της, του Λέοναρντ Μπαστ. Ο Λέοναρντ θα τρέξει από πίσω της για να ανακτήσει την πολύτιμη ομπρέλα του.

Aυτή η στιγμιαία αβλεψία, το κλικ του πεπρωμένου, η αρπαγή της ομπρέλας, στην οποία ζουμάρει για λίγα δευτερόλεπτα η κάμερα, γίνεται ο καταλύτης που θα ανατρέψει και θα καθορίσει τις ζωές τριών οικογενειών και ενός σπιτιού. 
 
Όταν πρωτοείδαμε την ταινία το 1992, η σκηνή αυτή πέρασε μάλλον απαρατήρητη – ίσως απλώς να προκάλεσε τη στιγμιαία αμηχανία που προκαλεί κάθε αντίστοιχη σκηνή στην οποία ένα (πραγματικό) κοινό βλέπει τον «εαυτό» του (δηλαδή ένα άλλο φανταστικό κοινό που παρακολουθεί ένα θέαμα), μέσα απ’ τον καθρέφτη της κινηματογραφικής οθόνης. 
Τριάντα χρόνια μετά, η σκηνή αυτή παρουσιάζει ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Παρατηρώντας τους ανθρώπους αυτούς, μας φαίνεται σαν να παρατηρούμε με τον φακό ενός επιστήμονα έναν εξωτικό πολιτισμό από το παρελθόν. Οι άνθρωποι ενδεχομένως δαπάνησαν χρόνο για να ντυθούν, να σενιαριστούν και να πάνε με τη συγκοινωνία στην αίθουσα συναυλιών. Πλήρωσαν το τίμημα του εισιτηρίου για να καθίσουν σε μια άβολη καρέκλα, στριμωγμένοι δίπλα σε πολλούς άλλους ανθρώπους, ακίνητοι, αμίλητοι, επί δύο και τρεις ώρες, για να ακούσουν έναν τύπο που έπαιζε πιάνο με τη μάνα του, να δίνει διάλεξη για το νόημα της μουσικής του Μπετόβεν. 
 
Και αυτό το έκαναν οι άνθρωποι για πολλές δεκαετίες –για αιώνες– στην όπερα και στο θέατρο, στον κινηματογράφο και σε συναυλίες, σε ομιλίες και πολιτικές εμφανίσεις, σε διαλέξεις, συνέδρια, σεμινάρια, συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης, βιβλιοπαρουσιάσεις, αναγνώσεις, ημερίδες και εκδηλώσεις. Ένα πλήθος ανθρώπων των οποίων τα μάτια εστιάζουν σε ένα κοινό σημείο: ένα σημείο το οποίο μεταδίδει το φως. Ακόμη και στην Άγρια Δύση –στα χωριά και τις πόλεις που δημιουργήθηκαν από τους χρυσοθήρες εν μια νυκτί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα– χιλιάδες θίασοι έκαναν περιοδείες, συνδυάζοντας τον Σαίξπηρ (που τότε ήταν πολύ δημοφιλής στις λαϊκές τάξεις), το βαριετέ, τα ακροβατικά και το τραγούδι. 

Η συνεύρεση των ανθρώπων σε έναν κοινό χώρο με σκοπό την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία, την προσευχή ή τον πολιτικό διάλογο, είτε αυτός ο χώρος είναι μια φωτιά, είτε ένα αρχαίο θέατρο, είτε μια εκκλησία, είτε ένα σύγχρονο αμφιθέατρο, είναι κάτι συνυφασμένο με την ιστορία της ανθρωπότητας.

Στους χώρους αυτούς κοινωνικοποιούμαστε: συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι πέραν του εαυτού∙ ότι υπάρχει ένας ευρύτερος κόσμος εκεί έξω∙ μαθαίνουμε κώδικες συμπεριφοράς και επικοινωνίας∙ εντοπίζουμε και δοκιμάζουμε τα όρια του κοινωνικώς επιτρεπτού. Στους χώρους αυτούς μαθαίνουμε να ακούμε: αυτόν που έχει τον λόγο, αυτόν που ερμηνεύει ή διδάσκει ή εξιστορεί. Αποκτούμε δηλαδή την πειθαρχία της σιωπής και της υπομονής, ενώ αποδεχόμαστε τη διττή φύση του ανθρώπου: ασήμαντη κουκκίδα στο πλήθος και ταυτόχρονα πολύτιμη μονάδα που μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Στους χώρους αυτούς πέφτουμε πάνω σε ανθρώπους που προσπαθούμε να αποφύγουμε και σε άλλους που δεν ξέραμε ότι υπάρχουν αλλά μπαίνουν ξαφνικά στις ζωές μας και τις αλλάζουν. 
 
Όλα αυτά τα κάναμε ενστικτωδώς, ασυνείδητα, λειτουργικά, εθιμικά, χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε∙ επειδή έτσι έκαναν και όλοι οι άλλοι∙ επειδή αυτά εξυπηρετούσαν τις ανάγκες μας∙ επειδή σε αυτά βρίσκαμε νόημα. Όχι πιαΌλα αυτά πλέον τα κάνουμε ολοένα και λιγότερο στον φυσικό χώρο, «στην πραγματική ζωή» (IRL – in real life), όπως λέγαμε κάποτε για να διαχωρίσουμε το offline απ’ το online∙ και θα τα κάνουμε ολοένα και λιγότερο εκεί. Σταδιακά «ξυπνάμε», κοιτάμε στον καθρέφτη, και αναρωτιόμαστε: γιατί;
 

                                                      * * * 

Προσπαθώντας να κανονίσω κάποιες εκδηλώσεις για το επόμενο φθινόπωρο, μόνο την τελευταία εβδομάδα έχω μιλήσει με δύο υπεύθυνους εκδηλώσεων σημαντικών ιδρυμάτων του Λονδίνου, οι οποίοι μου είπαν ότι η φυσική συμμετοχή σε συζητήσεις και ημερίδες έχει πλέον καταρρεύσει∙ οι οργανισμοί αυτοί καταργούν οσονούπω τις διά ζώσης εκδηλώσεις, και από εδώ και πέρα τα πάντα θα γίνονται ψηφιακά – από το σπίτι και προσεχώς στο μετασύμπαν (metaverse). Αυτή είναι απλώς η τελευταία ένδειξη του τι συμβαίνει στη Δύση, ενώ χειμερινοί κινηματογράφοι (και στην Αθήνα) κλείνουν ο ένας μετά τον άλλον (όπως τέτοιες μέρες πέρυσι προειδοποιούσαμε ότι θα γίνει), καθηγητές διδάσκουν σε άδειες αίθουσες (στις ΗΠΑ διπλασιάστηκε το ποσοστό χρόνιας απουσίας μαθητών, στη Βρετανία η κοινή εμπειρία πολλών συναδέλφων είναι η εξαιρετικά μειωμένη προσέλευση), και καλλιτέχνες, συγγραφείς, πολιτικοί και μουσικοί, μεταξύ πολλών άλλων, προσπαθούν μάταια να γεμίσουν αίθουσες.
 
Είναι κρίσιμο να εντοπίσουμε ακριβώς τι συμβαίνει: τι οδηγεί την παρακμή των κινηματογράφων και των διά ζώσης διαλέξεων. Τι φταίει για την κρίση των δημόσιων εκδηλώσεων;

Είναι σίγουρο ότι η πανδημία επιτάχυνε τη μετάβαση από τον αναλογικό στον ψηφιακό κόσμο, αλλά η μετάβαση αυτή δεν οφείλεται μόνο στα κινητά τηλέφωνα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στο Netflix ή στο Fortnight. 
 
Ταυτόχρονα, όμως, μια σειρά από άλλες εκδηλώσεις –κυρίως αυτές που λαμβάνουν χώρα σε ανοιχτό χώρο και που συνδυάζουν μουσικές σκηνές, φαγητό και διάδραση των συμμετεχόντων (όπως κάποια εναλλακτικά φεστιβάλ)– ανθίζουν.

Μετά από δύο χρόνια πανδημίας, πολλοί άνθρωποι νιώθουν λαχτάρα για να βγουν έξω από το σπίτι και να διασκεδάσουν. Απλώς δεν προτίθενται να κάτσουν ακίνητοι και αμίλητοι σε μια καρέκλα, σε μια κλειστή αίθουσα, και να ακούσουν κάποιον άλλον να μιλάει.

Εκεί έγκειται το πρόβλημα, και η κρίση.

Βιώνουμε μια κοσμοϊστορική αλλαγή και αυτή δεν είναι (απλώς) η μεταφορά της διασκέδασης ή της εκπαίδευσης ή της πνευματικότητας ή του πολιτικού λόγου από τον φυσικό χώρο στον εικονικό, αλλά η δομική μεταμόρφωση της σχέσης αυθεντίας/ομιλητή και κοινού/ακροατή∙ η κατάργηση ιεραρχιών γνώσης και ισχύος∙ η διάσπαση της προσοχής του μέσου ανθρώπου σε βαθμό που να του είναι αδιανόητο το να παρακολουθήσει οτιδήποτε – έστω και μια ταινία στο Netflix (πόσο μάλλον μια δίωρη ζωντανή διάλεξη για το νόημα στη μουσική του Μπετόβεν) χωρίς να την εγκαταλείψει ή χωρίς έστω να πιάσει το κινητό ή να κάνει κάτι άλλο παράλληλα∙ δηλαδή η ριζική αλλαγή της αντίληψης που έχουμε για την αξία και χρησιμότητα της παράδοσης του μυαλού και του σώματος σε μία, μόνο, ενασχόληση (και μάλιστα αμφισβητούμενης αξίας) εν μέσω κυκεώνα ερεθισμάτων, ευκαιριών και υποχρεώσεων∙ ο αργός θάνατος της κοινωνικής πειθαρχίας που απαιτείται για την ειρηνική συνύπαρξη, αλλά και –μιλώντας λίγο βαθύτερα– η αλλαγή της σχέσης εαυτού και κοινωνικού συνόλου.

Το άτομο θέτει πλέον πολύ σκληρούς όρους για να δώσει την προσοχή του σε οτιδήποτε και για να συνυπάρξει στον φυσικό χώρο με άλλους εφόσον μπορεί να το αποφύγει, και εφόσον μπορεί να καταναλώσει το ίδιο υλικό στην άνεση του σπιτιού του ή εφόσον μπορεί να επιλέξει μορφές εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας που τον βάζουν στο επίκεντρο της δράσης.

Εάν κάτι δεν με αφορά άμεσα (και ακόμη καλύτερα να με θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος), γιατί να ασχοληθώ;
 
Αυτές οι μεταμορφώσεις είναι ακόμη πιο σημαντικές από την κρίση των διά ζώσης εκδηλώσεων και της γραμμικής διαδικασίας μετάδοσης γνώσης, φαινόμενα που μάλλον θα καταλήξουν να είναι προνόμια των ελίτ∙ αυτών, δηλαδή, που πάντα είχαν τα μέσα για να αντιληφθούν την αξία δραστηριοτήτων και μορφών κοινωνικής δράσης που οι μάζες εγκαταλείπουν. 

Ο τρόπος με τον οποίον καταναλώνουμε ή συμμετέχουμε στην κουλτούρα λέει πάρα πολλά για την κοινωνική και πολιτική μας οργάνωση. Οι σχέσεις σεβασμού ή ασέβειας που αναπτύσσουμε με άλλους (στα ΜΚΔ και αλλού) είναι ενδεικτικές της αντίληψης που έχουμε για τη θέση μας στον κόσμο. Η αντίληψη που έχουν πολλά μέλη μιας κοινότητας για τον ατομικό τους εαυτό εν τέλει καθορίζει την πολιτική οργάνωση της κοινότητας, ειδικά όταν τα άτομα αυτά είναι εκπαιδευμένα να αναζητούν τα δικαιώματα και όχι τις υποχρεώσεις.


                                                 * * *

Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά που πηγαίνω σε μια μέτρια συναυλία, παράσταση ή ομιλία –και δυστυχώς υπάρχουν πολλές από αυτές– αναρωτιέμαι κι εγώ ποια είναι η αξία και το νόημα του να πληρώνεις δεκάδες ευρώ για να στριμωχτείς σε μια καρέκλα ενώ μπορείς να ακούσεις οποιαδήποτε ερμηνεία οποιουδήποτε κομματιού από οποιονδήποτε καλλιτέχνη με εξαιρετική ποιότητα ήχου στο σπίτι σου.

Την απάντηση έλαβα (ξανά) προ ημερών, στη Φιλαρμονική του Βερολίνου, όταν βρέθηκα σε έναν χώρο ιδιαίτερο, τεράστιο, όμορφο, που μου υπενθύμισε ότι (ευτυχώς για όλους μας και κυρίως για εμένα) υπάρχει εκεί έξω ένας κόσμος πολύ μεγαλύτερος και πιο σημαντικός, πέρα από το βαρετό εγώ μου. Όταν δε κάθισε δίπλα μου ένα άτομο ενδιαφέρον, με το οποίο αν και δεν ανταλλάξαμε μιλιά πέραν ενός νεύματος, ήταν σαν να αναπτύξαμε μια σχεδόν ερωτική χημεία κατά τη διάρκεια των δύο ωρών, θυμήθηκα την ομορφιά και τη σημασία της τυχαιότητας στη ζωή (αλίμονο σε όσους αρχίσουν να ζουν μόνο ή κυρίως μια ψηφιακή καθημερινότητα χωρίς αυτή την τυχαιότητα και τη σωματική συνύπαρξη). Όταν η ορχήστρα άρχισε να παίζει την Συμφωνία Δωματίου Νο 2 του Σένμπεργκ (ενός συνθέτη που κανονικά δεν θα αναζητούσα έργο του), χάθηκα μέσα σε ένα μουσικό τοπίο που θύμιζε ταινία νουάρ της δεκαετίας του 1940, θυμίζοντάς μου την αξία του να προκαλείς τον εαυτό σου να ακούει και να βλέπει πράγματα που δεν θα τα επέλεγες κανονικά. 

Πέραν του νοήματος της μουσικής που ακούσαμε, για το οποίο μπορεί κάποτε να αγόρευε ένας ομιλητής σαν κι αυτόν στην ταινία, πιο πολύτιμο ακόμα ήταν το νόημα της σιωπής και της προσοχής –άσκηση διαλογισμού πλέον–αλλά και το νόημα της συνύπαρξης.