Πολιτικη & Οικονομια

Χαμένοι στη μετάφραση

Το σύνολο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων αναμασούν θέσεις και πρακτικές του περασμένου αιώνα αδυνατώντας να διακρίνουν τα σημεία των καιρών

Ανδρέας Βασιλιάς
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι λόγοι για τους οποίους η αριστέρα και η κεντροαριστερά αδυνατούν να εκφράσουν το σύνολο των πολιτών στη σύγχρονη κοινωνία

Εάν αποδεχτούμε την υπόθεση ότι το φαντασιακό με την έννοια του ψευδαισθητικού αποτελεί μια μείζονα νοητική λειτουργία στις ανθρώπινες σχέσεις, παρατηρώντας την πολιτική επικαιρότητα των τελευταίων μηνών, κυρίως μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές, καταλήγουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι πράγματι το ψευδαισθητικό καλύπτει το σύνολο του αντιπολιτευτικού λόγου. Παράδειγμα, ένα από τα κεντρικά ζητήματα πολιτικής αντιπαράθεσης των κομμάτων της αριστεράς και κεντροαριστεράς με την κυβέρνηση γίνεται στο πεδίο της ιδεολογίας, ανεξαρτήτως των πραγματικών γεγονότων. Ή για να είμαι περισσότερο ακριβής, «ντύνοντας» τα γεγονότα με συγκεκριμένο ιδεολογικό περιεχόμενο. Έτσι για παράδειγμα, πίσω από κάθε τραγικό γεγονός κρύβεται η «επάρατη δεξιά» και πίσω από κάθε μεταρρυθμιστική πρόταση η «νεοφιλελεύθερη» δεξιά. Κάποιοι μάλιστα πολιτικοί και διανοούμενοι της αριστεράς αναφέρονται πλέον σ’ ένα «εγκαταστημένο κράτος της δεξιάς», το οποίο δεν διαφέρει σε τίποτα απ’ εκείνο το πραγματικά αδιανόητο της εποχής του 1960.

Ωστόσο για να μην παρασυρθούμε εντελώς σ’ αυτόν τον φαντασιακό στρόβιλο, όπου οι συγκεκριμένες ιδεολογικές αναφορές παραπέμπουν περισσότερο σε παραληρήματα παρά σε μια κατανόηση της πραγματικότητας, όπως και του ίδιου του υποκειμενικού παράγοντα, «επιβάλλεται» να υπενθυμίσουμε πρώτα και κυρίως ότι η χώρα ακόμα δεν έχει καλά-καλά βγει από την πτώχευση. Ζήτημα το οποίο η αντιπολίτευση συνολικά εξακολουθεί να απαρνείται συστηματικά, αφού ακόμα υποστηρίζει την άποψη ότι δεν πτωχεύσαμε εξ αιτίας των ασύδοτων οικονομικών πολιτικών αλλά εξ αιτίας των δανειακών συμβάσεων (μνημόνια). Πάνω σ΄ αυτή τη βάση επιμένουν πεισματικά να αγνοούν το γεγονός ότι βρισκόμαστε τραγικά πίσω τόσο στον οικονομικό τομέα (παραγωγικές επενδύσεις), όσο και στον μεταρρυθμιστικό αδιαφορώντας παντελώς για τις αλλαγές που έγιναν στην καθημερινότητα του πολίτη, όπως για παράδειγμα τη λύση του γόρδιου δεσμού στην απονομή των συντάξεων.

Έχει συνεπώς νόημα να κατανοήσουμε γιατί η σύγχρονη αριστερά αδυνατεί να προτάξει έναν επίκαιρο πολιτικό λόγο ουσιαστικά προοδευτικό και φιλελεύθερο και να μην καταφεύγει στο λαϊκισμό και στα αναμασήματα.

Εάν διευρύνουμε την εικόνα και δούμε το ζήτημα πανευρωπαϊκά, θα παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για μια γενικευμένη πολιτική αφασία της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς γενικότερα. Βασικά δεν υπάρχει η δυνατότητα, δεν έχει εκφραστεί κάτι το οποίο να προτάσσει ταυτόχρονα την κοινωνική δικαιοσύνη και την οικονομική ανάπτυξη. Το σύνολο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων αναμασούν θέσεις και πρακτικές του περασμένου αιώνα αδυνατώντας να διακρίνουν τα σημεία των καιρών, λες και μια μετακίνηση προς την κατανόηση της πραγματικότητας θα σημάνει αυτόματα «δεξιά πολιτική». Όμως σήμερα για παράδειγμα ένα κόμμα της δημοκρατικής αριστεράς δεν μπορεί να εξακολουθεί να θεωρεί ότι η σύνδεση των πανεπιστημιακών σχολών με την παραγωγή είναι μια αντιδραστική θέση. Ούτε φυσικά ότι οι εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να αξιολογούνται. Ούτε βέβαια να κλείνει τα μάτια στην πρωτοβάθμια πρόληψη στην υγεία. Καλώς η κακώς αυτά τα ζητήματα τα προσεγγίζει η κυβέρνηση με τον τρόπο που εκείνη θεωρεί σωστό, ενώ η αντιπολίτευση αναμασά το πρόβλημα της ακρίβειας και ταυτόχρονα διεκδικώντας διπλάσιους μισθούς. Αυτό είναι ή δεν είναι πολιτική σύγχυση και ανικανότητα τόσο της κατανόησης της πραγματικότητας, όσο και των ικανοτήτων των ηγεσιών;