Πολιτικη & Οικονομια

«Αυγή», η υπονομευμένη πορεία μιας εφημερίδας

Το παράδοξο: η εφημερίδα είχε μεγαλύτερη κυκλοφορία όταν το κόμμα του οποίου αποτελούσε όργανο είχε μικρότερο εκλογικό ποσοστό

telis-samantas.jpg
Τέλης Σαμαντάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Άνθρωπος που διαβάζει την εφημερίδα Αυγή
© EUROKINISSI/ ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Σχόλιο για το κλείσιμο του καθημερινού φύλλου της εφημερίδας Αυγή και την ιστορία του εντύπου.

Η ιστορία της Αυγής δεν είναι παρά η ιστορία ενός κατήφορου, αντίστοιχου με τον κατήφορο των «ανανεωτικών ιδεών» στον τόπο μας. Η πορεία αυτή ωστόσο μόνο μονοσήμαντη και μονοδιάστατη δεν είναι.

Πολλές φορές αναφερόμαστε στην πρώτη, μεταδικτατορική περίοδο της Αυγής ως υπόδειγμα έντιμης δημοσιογραφίας, χαμηλών τόνων στην πολιτική αντιπαράθεση, ψυχραιμίας και ηθικής ακεραιότητας. Πολλοί άλλωστε την ταυτίζουν με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά ηγετών του ΚΚΕ Εσωτερικού, εκφράζοντας «το πνεύμα, την κουλτούρα και το ύφος και ήθος τους» – κατά την τρέχουσα έκφραση της εποχής. Και σε μεγάλο βαθμό ίσχυε αυτό.

Δυστυχώς όμως δεν ίσχυε μόνον αυτό. Η Αυγή, ακόμη και στις καλύτερες στιγμές της, ποτέ δεν είχε καταφέρει να απεξαρτηθεί απολύτως από το κόμμα και τον κομματικό μηχανισμό, του οποίου, άλλωστε, αποτελούσε «όργανο», με αποτέλεσμα να μην ήταν σε θέση να επιτελέσει τον ουσιαστικό ρόλο της ως εκφραστής φρέσκων, ακόμη και πρωτοποριακών, ιδεών. Ιδεών που στην πραγματικότητα βρίσκονταν πολύ πιο μπροστά από τις ιδέες του συνολικού κομματικού «υποκειμένου». Κι αυτό παρόλο που από τις σελίδες της πέρασαν κατά καιρούς ορισμένα από τα σπουδαιότερα ονόματα της δημοσιογραφίας και της πνευματικής ζωής του τόπου.

Για την ακρίβεια, για ένα μεγάλο διάστημα –τις δεκαετίες 1980, 1990, 2000– η Αυγή βρισκόταν σε μία κατάσταση διαρκούς «δημοσιογραφικού ιλίγγου», κάτι σαν «ρώσικα βουνά», όπου τα πάμπολλα καίρια κείμενα της βρίσκονταν δίπλα δίπλα με κείμενα που αποφασίζονταν από το Ε.Γ. του κόμματος, απηχώντας κάθε φορά τη γραμμή της πλειοψηφίας του, και που φυσικά κατέληγαν στην ουσία να αναιρέσουν τα πρώτα.

Αυτή η «διπολική διαταραχή» που στην ουσία απαγόρευε τη συνεκτική, δημοσιογραφική ανάταση της εφημερίδας, παρά τις περιοδικές εκλάμψεις και την παρουσία εξαιρετικών «ενθέτων», στάθηκε το ουσιαστικό εμπόδιο για την κυκλοφοριακή αντιστοίχιση της εφημερίδας με τη γνώμη των αναγνωστών, οι οποίοι «τη συμπαθούσαν μεν αλλά δεν την αγόραζαν δε». 

Ο κατήφορος αυτός επιταχύνθηκε σε μέγιστο βαθμό όταν για διάφορους λόγους, βιοποριστικούς, πολιτικούς ή άλλους, αποχώρησαν, υποχρεώθηκαν σε παραίτηση ή και αποπέμφθηκαν, μέσα στα χρόνια, σημαντικά στελέχη και συντάκτες της εφημερίδας. Παραλλήλως, και ενώ παγκοσμίως κατέρρεαν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα συμπαρασύροντας και τις ιδέες πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν, εδώ, όλο και συχνότερα εμφανίζονταν ιδεολογικές εστίες όπου υπό την καθοδήγηση ακόμη και στελεχών της λεγόμενου «ανανεωτικού» χώρου ζητούσαν «περισσότερο κομμουνισμό» – και ενώ στην άκρη του δρόμου περίμενε ο λαϊκισμός. Στο πέρασμα του χρόνου και τα δύο αυτά στοιχεία οδήγησαν το διευθυντικό στελεχικό δυναμικό που απέμεινε να καταλήγει να ανταγωνίζεται τον ύστερο Συνασπισμό και σε συνέχεια τον ΣΥΡΙΖΑ σε πρωτοφανείς για την εφημερίδα αρθρογραφία θεωρώντας πως «εξυπηρετούσε» το κόμμα, βρίζοντας τους αντιπάλους του, κατά την παλιά δοκιμασμένη κομμουνιστική μέθοδο – που στη χώρα μας συμπληρώθηκε μ’ αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «αυριανισμό». Με την υπονόμευση της Αυγής στα μάτια του αναγνωστικού κοινού να έχει πια ολοκληρωθεί.

(Το παράδοξο: η εφημερίδα είχε μεγαλύτερη κυκλοφορία όταν το κόμμα του οποίου αποτελούσε όργανο είχε μικρότερο εκλογικό ποσοστό και μικρότερη κυκλοφορία όταν το κόμμα πολλαπλασίασε το ποσοστό του. Απόδειξη του ότι η εμπιστοσύνη των αναγνωστών στο έντυπο και στο τι γράφει επικρατεί του τι θέλει και δηλώνει πως εκπροσωπεί στον κομματικό στίβο).

Οι νησίδες

Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη πλευρά στην ιστορία και την πορεία μέσα στον χρόνο της Αυγής. Μια πλευρά που έχει οδηγήσει πάμπολλους από αυτούς που δούλεψαν στα γραφεία της, ή που συνεργάστηκαν από απόσταση, που συμμετείχαν στις προσπάθειες για μια έντιμη, δυναμική και πολλές φορές πρωτότυπη δημοσιογραφία ή που υποστήριξαν πρωτοποριακές για την εποχή τους απόψεις στο στίβο των ιδεών, να νοσταλγούν την περίοδο της συμμετοχής τους εκείνης – και όχι μόνο γιατί ήταν νέοι και είχαν δημιουργικές εκρήξεις.

Μια νοσταλγία ειλικρινής –και αυτό μπορεί να μοιάζει αντιφατικό με όσα περιέγραψα πιο πάνω– αλλά που στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά είναι. Ακριβώς γιατί τα φαινόμενα -και στον Τύπο- δεν έχουν μία και μοναδική όψη, ένα και μοναδικό μοτίβο λειτουργίας. Αυτή, λοιπόν, η «άλλη πλευρά» της λειτουργίας της Αυγής είναι αυτή που επέτρεπε στο εσωτερικό της να δημιουργούνται «νησίδες», σε πάρα πολλά από τα τμήματα της εφημερίδας, που αυτονομούνταν, ακριβώς γιατί αντανακλούσαν ή αναζητούσαν και έβρισκαν «ρωγμές», στις αντιφάσεις που υπήρχαν στο εσωτερικό του κόμματος και που πολλές φορές υπερέβαιναν τις «κομματικές» ντιρεκτίβες», ερχόμενες μάλιστα συχνά-πυκνά και σε σύγκρουση με τα στενά εννοούμενα «συμφέροντα» του κόμματος, ιδίως στο πεδίο του συνδικαλισμού.

Γιατί τελικά –και δυστυχώς αυτό είναι που λησμονούν πολλοί όταν αναφέρονται σε γενικές έννοιες όπως η «Αριστερά»– δεν έχουμε να κάνουμε με μονοσήμαντα φαινόμενα, που, αναλλοίωτα, ακολουθούν κάποια «νομοτελειακή», προδιαγεγραμμένη πορεία μέσα στο χρόνο.

Αντιθέτως: πρόκειται για φαινόμενα που, μέσα στις αντιφάσεις τους, που κάθε φορά εμφανίζονται, συγκρούονται και νικούν ή ηττώνται, για να καταλήξουν να επικυριαρχούνται, τελικά, είτε από απόψεις ανοιχτές σε νέους προβληματισμούς και στο μέλλον είτε από απόψεις  κλειστές στον εαυτό τους και στο παρελθόν.  

Προσωπικά, πέρασα μερικά από τα πιο όμορφα και γόνιμα χρόνια της δημοσιογραφικής μου πορείας (από το 1976, 1977 ως το 1990, 1991), σε μια τέτοια «νησίδα», ανοιχτή σε προβληματισμούς και με αρκετές δημοσιογραφικές –και όχι μόνο– επιτυχίες: στο τμήμα Πολιτισμού της Αυγής, ως αρχισυντάκτης, με μια πλειάδα από τους καλύτερους δημοσιογράφους του πολιτιστικού τομέα που διέθετε –και διαθέτει άλλωστε ακόμη σε άλλα έντυπα τώρα πια– ο ελληνικός τύπος. Ενώ, ταυτοχρόνως ήμουν για ορισμένα χρόνια και γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης του ΚΚΕ Εσωτερικού της εφημερίδας, γεγονός που μου επέτρεπε να έχω γνώση των σχέσεων κόμματος και εφημερίδας.

Λογικό είναι λοιπόν να αισθάνομαι ιδιαίτερη θλίψη, εδώ και χρόνια, για την κατάντια της εφημερίδας που κάποτε αποτελούσε τιμή για όποιους δούλευαν σ’ αυτή. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά με εμποδίζει να συμπαρίσταμαι ολόψυχα στους δημοσιογράφους και στο προσωπικό που αυτή τη στιγμή κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους –και με ορισμένους από τους οποίους συμπορευτήκαμε για πολλά χρόνια. Αλλά και να εξοργίζομαι ακόμη περισσότερο μ’ αυτούς που χρόνια τώρα υπονόμευσαν, με τις ιδέες και τις πρακτικές τους, την πορεία της εφημερίδας.

Γιατί την Αυγή, όπως και την Αριστερά στη χώρα μας, δεν της αξίζει να την εκπροσωπούν οι άνθρωποι που έχουν βρεθεί να την ορίζουν, ναρκοθετώντας και καταστρέφοντας ακόμη και ό,τι έχει απομείνει από τις –έστω και ηττημένες ιδέες της– οδηγώντας την στην πλήρη απαξίωση.

EDIT. Τελικά σε σημερινή συνεδρίαση του το Π.Σ. του Σύριζα αποφάσισε τη συνέχιση της καθημερινής έκδοσης της Αυγής, προφανώς εκτιμώντας πως το κλείσιμο της θα κόστιζε περισσότερο στο κόμμα. Σε μία "προσπάθεια εξυγίανσης", που οι όροι της πάντως δεν έχουν γίνει γνωστοί.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ