Πολιτικη & Οικονομια

Πολιτικοί κίνδυνοι για τρεις

(It takes three to tango…)

Προκόπης Δούκας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για το ρευστό πολιτικό σκηνικό και τους κινδύνους για τα τρία μεγαλύτερα κόμματα (Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ)

Αν κάτι άλλαξε στο πολιτικό σκηνικό, μετά τις εσωκομματικές εκλογές στο ΚΙΝΑΛ, αυτό είναι η ρευστότητα που απέκτησε, έστω προσωρινά. Πρώτη φορά, μετά τις εκλογές του 2019, αμφισβητείται ο δικομματισμός της παγιωμένης διψήφιας διαφοράς.

Ωστόσο, τίποτε δεν καθιστά βέβαιο ότι θα υπάρξουν τελικά σημαντικές αλλαγές. Το νέο τοπίο καθορίζεται περισσότερο από τους κινδύνους που ελλοχεύουν για κάθε κόμμα.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, που διαφαίνεται, αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν δείχνει ικανό, σχεδόν δυόμιση χρόνια μετά την απώλεια της εξουσίας, να αποκτήσει κάποιους είδους προβάδισμα σε σχέση με τον βασικό του αντίπαλο.

Δεν είναι μόνο ότι είναι ακόμα νωπή η κυβερνητική του αποτυχία, είναι κι ότι δεν καταφέρνει να αντιστρέψει την δημοσκοπική κυριαρχία της ΝΔ, καθώς αποτυγχάνει να πείσει και ως αξιωματική αντιπολίτευση. Η επαμφοτερίζουσα στάση του, ως προς τα εμβόλια και τα μέτρα (εμβόλια που δεν υπάρχουν, ξεστοκάρισμα, πορείες, Πολλάκης κα), δεν καταφέρνει να του αποφέρει σχεδόν κανένα όφελος. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι δεν καρπώνεται παρά στο ελάχιστο τη φθορά της κυβέρνησης.

Η φόρτιση και το ενδιαφέρον που προκάλεσαν ο θάνατος της Φώτης Γεννηματά και η υποψηφιότητα Παπανδρέου αντιστοίχως, είχαν ως αποτέλεσμα μια χιονοστιβάδα εξελίξεων και πρόσθεσαν έναν ακόμα πονοκέφαλο στον Αλέξη Τσίπρα: Δεν είναι τόσο η συμμετοχή των 270 χιλιάδων στις εσωκομματικές εκλογές, όσο η προσδοκία ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ξαναπαίξει ρόλο.

Τα διψήφια ποσοστά των δημοσκοπήσεων υπονοούν οτι είναι ώρα να αποκατασταθεί το παράλογο στο πολιτικό φάσμα: Τον χώρο της κεντροαριστεράς καταλαμβάνει ένα κόμμα που δεν έχει καμία σχέση με το κέντρο, ούτε καν με την φιλοευρωπαϊκή αριστερά. Αχνοφαίνεται η σοφία μιας δεκαετίας γεμάτης ανεπίτρεπτες αντιμνημονιακές περιπέτειες.

Αν λοιπόν αυτή η προσδοκία πραγματωθεί στις επόμενες εκλογές, έστω και με ποσοστά χαμηλότερα μεν, αλλά πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ, τότε η κατάσταση θα θυμίζει “Tea for Two”. Και από εκεί και πέρα όλα μπορούν να συμβούν, ακόμα και η κατάρρευση του μέχρι τώρα πρωταγωνιστή. Αν το ΠΑΣΟΚ κερδίζει συνεχώς έδαφος, ο χρόνος δουλεύει εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο πιο μακριά οι εκλογές, τόσο το χειρότερο γι αυτόν.

Ο χρόνος ωστόσο μπορεί να δουλεύει αρνητικά και για την κυβέρνηση. Δεχόμενος πίεση από την (ανύπαρκτη προς το παρόν κομματικά, πλην Βελόπουλου) ακροδεξιά του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί να ισορροπήσει σε τεντωμένο σκοινί, για να κρατήσει τους κεντρώους και κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που του έδωσαν τη νίκη, το 2019. Χρειάζεται περίπου 38% για την αυτοδυναμία και χωρίς αυτούς είναι πολύ δύσκολο να την επιτύχει. Αν κάποιοι τον συμβουλεύουν να στρίψει δεξιότερα, τον συμβουλεύουν να αυτοκτονήσει πολιτικά.

Πολλοί από αυτούς τους ψηφοφόρους γενικώς αποδέχονται την αποτελεσματικότητα του στην αντιμετώπιση κρίσεων, όπως τα ελληνοτουρκικά και η οργάνωση του εμβολιασμού, ασκούν ωστόσο μια σοβαρή κριτική για διστακτικότητα και παλινωδίες στην αντιμετώπιση της πανδημίας και ιδίως κοινωνικών ομάδων, που αποτελούν πολιτική πελατεία της ΝΔ. Οι αστυνομικοί που ελέγχουν ανεμβολίαστοι ή χωρίς μάσκα, οι ένστολοι που έχουν υποτίθεται ορκιστεί να δίνουν τη ζωή τους στην πατρίδα αλλά δεν εμβολιάζονται και οι ιερείς που αρνούνται να ελέγξουν ή να κοινωνήσουν με ασφάλεια τους πιστούς, είναι τα αγκάθια. Η ενόχληση εντείνεται από τον αυξανόμενα πρωταγωνιστικό ρόλο υπουργών που προέρχονται από την ακροδεξιά.

Το επεισόδιο με τη σατιρική ανάρτηση Μόσιαλου και η ανακοίνωση της υπουργού Παιδείας, που την χαρακτήρισε, ως μη όφειλε, λυπηρή, κατέδειξε τα όρια μιας παράταξης, που δεν μπορεί να απαλλαγεί από τα βαρίδια της. Αν υπουργός με ένα από τα πιο μεταρρυθμιστικά προφίλ απαντάει οπισθοδρομικά, τότε πού είναι οι μεταρρυθμίσεις; Αλλά και οι αντιδράσεις μέρους της βάσης της ΝΔ, έδειξαν την απόσταση από τις αρχές και τις αξίες της ΕΕ και του δυτικού πολιτισμού.

Τα ψηφιακά θαύματα Πιερρακάκη, παρότι εκτιμώνται πολύ, δεν αρκούν για να ανατρέψουν αυτή την εντύπωση, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι ο πιθανός ψηφοφόρος του ΚΙΝΑΛ αναγνωρίζει, στο λεγόμενο επιτελικό κράτος, τις πιο σημαντικές καρέκλες να καταλαμβάνονται από στελέχη που προέρχονται περισσότερο από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ (και λιγότερο από το Ποτάμι), όπως άλλωστε και όλοι σχεδόν οι υπουργοί Οικονομικών που διέσωσαν τη χώρα την τελευταία εικοσαετία. Γιατί λοιπόν να μην στραφεί στην πηγή αυτών των στελεχών;

Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά το φούσκωμα των οικιακών λογαριασμών, το ενδεχόμενο να ξεφύγει η πανδημία, αλλά και κάθε άλλη κρίση ή απρόοπτο της πολιτικής ζωής, η πορεία δεν αναμένεται στρωμένη με ρόδα για την κυβερνητική πλειοψηφία.

Όλα αυτά ανοίγουν την όρεξη στο ανανεωμένο ΚΙΝΑΛ να πρωταγωνιστήσει και πάλι, ιδιαίτερα σε συνθήκες απλής αναλογικής. Εδώ ο κίνδυνος είναι να διαψευστούν παταγωδώς οι προσδοκίες. Ένας νέος αρχηγός με μειωμένη εξωστρέφεια και επικοινωνιακή ικανότητα, ευρωβουλευτής που μεγάλωσε χωρίς στερήσεις, αλλά δεν έμαθε ούτε τόσα χρόνια στις Βρυξέλλες αγγλικά - και χωρίς να έχει εκπεφρασμένες θέσεις ή εμπειρίες που να ξεχωρίζουν σε κανένα μεγάλο θέμα της δημόσιας ζωής - μπορεί να αποδειχθεί μια φούσκα.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει θεωρητικά την δυνατότητα να επαναπατρίσει ψηφοφόρους, τόσο από τα δεξιά, όσο και από τα αριστερά του. Η μεγάλη δεξαμενή είναι από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ξέρει, γι αυτό ίσως τον ευνοεί να φαίνεται ως αντι-Τσίπρας. Ωστόσο, η πραγματική αποσταθεροποίηση του υπάρχοντος πολιτικού σκηνικού θα συμβεί, μόνο αν καταφύγει σε αυτόν (γιατί για να τους γοητεύσει δύσκολο) το 6-7% που δάνεισε ο χώρος του στη ΝΔ, στις προηγούμενες εκλογές.

Όλα λοιπόν θα εξαρτηθούν από τις επόμενες κινήσεις του και τους χειρισμούς του. Λαμπερά πρόσωπα δεν έχει δίπλα του, όπως δεν είναι και ο ίδιος. Αν παίξει με επιτυχία το χαρτί της ψυχραιμίας και της σύνεσης, μπορεί να πείσει ότι αποτελεί πόλο συνεργασίας και σταθερότητας του πολιτικού συστήματος. Αν όχι, η πόλωση θα τον συνθλίψει και θα παραμείνει στις φτωχές, μέχρι τώρα, φιλοδοξίες του κόμματος του.

Συνοψίζοντας τους κινδύνους, ο ΣΥΡΙΖΑ, πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια, κινδυνεύει να χάσει την πρωτοκαθεδρία του στην κεντροαριστερά, τις ιδέες της οποίας ποτέ δεν αγάπησε, ούτε ενστερνίστηκε. H ΝΔ, προσπαθώντας να διασφαλίσει την (άκρο)δεξιά της, κινδυνεύει να χάσει το κέντρο, αλλά και το παιχνίδι με την πραγματικότητα. Και το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει να μην κερδίσει τίποτα ουσιαστικό, καταδεικνύοντας ότι η επιλογή ενός αντι-Τσίπρα, αντί ενός αντί-Μητσοτάκη στα προσόντα, δεν επαρκεί για να το εκτοξεύσει ξανά στην αρένα της εξουσίας. It takes three to tango, πια…

Το ποιος θα κινδυνεύσει περισσότερο θα φανεί ίσως από τους πρώτους μήνες της νέας χρονιάς. Κι επειδή είναι δύσκολο να γίνουν εκλογές εν μέσω νέας έξαρσης της πανδημίας και πριν ορθοποδήσει η οικονομία, την οριστική απάντηση μπορεί να μην την μάθουμε ούτε το 2022. Καλή χρονιά!