Πολιτικη & Οικονομια

Κωνσταντίνος Μπογδάνος: Μια αναπόφευκτη αποπομπή

Η στρατηγική στόχευση ήταν σαφής

Λουκάς Βελιδάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για τη διαγραφή του Κωνσταντίνου Μπογδάνου από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας

Τι χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα; Αυτό το ερώτημα, υπαρξιακό αν μη τι άλλο, απαντάται μόνον αφού λάβουμε υπόψη όλα τα δεδομένα: Ποια η θέση της χώρας στον κόσμο, τι προκλήσεις αντιμετωπίζει, ποιες οι δυνατότητές της.

Με άλλα λόγια, ενώ εξελίσσεται η 4η βιομηχανική επανάσταση μέσα σε απρόβλεπτες συνθήκες πανδημίας, και, ενώ έχει έναν δύσκολο γείτονα που δεν σταματά να προκαλεί, ποια είναι η βέλτιστη στρατηγική; Να κοιτάει μπροστά κι όλες οι πολιτικές της να κατατείνουν προς τα εκεί. Σίγουρα όχι να ανακυκλώνει διαρκώς το χθες και δη το σκοτεινό. Η ζωή προχωράει ασχέτως αν δεν αρέσει σε όσους πολιτεύονται με όρους παρελθόντος. Όπως ο αποπεμφθείς από τη Νέα Δημοκρατία Κωνσταντίνος Μπογδάνος.

Γιατί διεγράφη; Οι λόγοι πολλοί – στην περίπτωση του ειδικά είναι αυτό που λέμε «είχε δώσει δικαιώματα». Και είχε δώσει πολλά…

Όταν το πολιτικό σου modus operandi είναι η αξιοποίηση των σκοτεινών αναμνήσεων, προκαλείς σκοπίμως μια διαρκή σκιαμαχία με τους «εχθρούς».

Στην περίπτωση Μπογδάνου η στρατηγική στόχευση ήταν σαφής: Συντηρούσε με κάθε μέσο και όσο πιο προκλητικά γινόταν (φωνάζοντας, δείτε με!) μια αντι-σύριζα ρητορική βγαλμένη από τις σελίδες της 10ετους κρίσης, δίνοντας της ακόμα μεγαλύτερο ιστορικό βάθος, φτάνοντας μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο. Αναβίωνε για λόγους πολιτικής ιδιοτέλειας μια σκουριασμένη διαμάχη Δεξιάς - Αριστεράς με ορολογία (πολύ) περασμένων δεκαετιών.

Ο Μπογδάνος επιδίωξε εξ αρχής να γίνει βασικός εκφραστής μιας εγχώριας τάσης της εναλλακτικής δεξιάς και να ανέβει έτσι στο τρένο του ιδεολογικού σήμερα. Το έπραξε με περιεχόμενο από το παρελθόν. Έδινε διαρκώς τροφή σε νοσταλγούς σκοτεινών περιόδων της χώρας, καταφέρνοντας το εξής καταπληκτικό: χωρίς, ως βουλευτής, να έχει παραγάγει ουσιώδες και άξιο αναφοράς κοινοβουλευτικό έργο, βρισκόταν κάθε τρεις και λίγο στο προσκήνιο διότι είχε πει ή είχε κάνει κάτι προκλητικό – προς όλους.

Η στόχευση ήταν να παίζει παντού το όνομά του. Και το είχε καταφέρει. Εκνεύριζε τους πάντες, αποκτώντας παράλληλα οπαδούς. Ένα hardcore κοινό της σκληρής Δεξιάς που αντιλαμβάνεται την πολιτική μόνο στο πλαίσιο της εχθρότητας με τον αντίπαλο. Άρα έπρεπε, σώνει και ντε, να συντηρείται ένας εχθρός. Κι ο Μπογδάνος τους έκανε το χατίρι, πιάνοντας τον καβγά με όσες πολιτικές δυνάμεις (όπως φερ’ ειπείν το ΚΚΕ) ζουν επίσης στο χθες.

Ο πάλαι ποτέ τηλεοπτικός αστέρας και νεόκοπος βουλευτής έπαιζε στο γήπεδο της μνήμης, προνομιακό πεδίο της Αριστεράς, αξιοποιώντας όλα τα σύγχρονα εργαλεία της επικοινωνίας, τα οποία είχε μάθει καλά από τα τηλεοπτικά πλατό. Προκλήσεις στα ΜΜΕ και στα social media, με σκληρή ιδεολογία και άκρατο συναίσθημα. Ταυτόχρονα, τσιμπολογούσε κι από το πανέρι των identity politics – είπαμε, πρόκληση για την πρόκληση. Τα πάντα για τα νούμερα – «πουλάω» άρα υπάρχω.

Η απορία σε ένα ευρύ κοινό, ειδικά σε ψηφοφόρους της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, ήταν το γιατί εξ αρχής δόθηκε η δυνατότητα στον Μπογδάνο να κατέλθει στις εθνικές εκλογές, ενώ στις ευρωεκλογές είχε θεωρηθεί αρκούντως ακραίος. Κάποιοι μίλησαν για λάθος επιλογή, άλλοι για επιλογή ανάγκης για να καλυφθούν τα δεξιά νώτα. Λόγω αναγνωσιμότητας από την τηλε-διαδρομή του κατάφερε να εκλεγεί, αντλώντας δύναμη από μια δύσκολη περιοχή του αθηναϊκού κέντρου, εκεί όπου τα προηγούμενα χρόνια είχαν προλειάνει το έδαφος ακραίες δυνάμεις.

Κι έκτοτε απλώς ήταν ο εαυτός του, κάνοντας μικροπολιτικό παιχνίδι, προκαλώντας συνάμα μικρές ρωγμές στο μεταρρυθμιστικό προφίλ της κυβέρνησης.

Ο Μπογδάνος είχε εκνευρίσει το Μαξίμου πολλάκις. Η λίστα με τα ονόματα των μαθητών νηπιαγωγείου που αναπαρήγαγε προ τριών εβδομάδων ήταν η στιγμή που το ποτήρι είχε γεμίσει ασφυκτικά και έλειπε η σταγόνα που θα το ξεχειλίσει. Είχε προειδοποιηθεί, αλλά θεωρούσε ότι είναι άτρωτος ως εκφραστής της σκληρής Δεξιάς (που κάνει θόρυβο στα social media). Αποπέμφθηκε διότι αυτό πλέον έμοιαζε αναπόφευκτο.