Πολιτικη & Οικονομια

Ο κίνδυνος της ελαφρότητας, η αδυναμία της προσαρμογής

Η πρωθυπουργία του Κ. Μητσοτάκη δεν θα αξιολογηθεί στη βάση των προσδοκιών τις οποίες δημιούργησε. Η ανθεκτικότητά του αναμφίβολα θα δοκιμαστεί σκληρά στην πράξη

Γιώργος Πανταγιάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιώργος Πανταγιάς σχολιάζει την πολιτική σκηνή: Η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη, οι αντοχές της ΝΔ και η αντιπολίτευση από ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ.

Μάλλον θα πρέπει να επανεξετάσουν τις εκτιμήσεις και τις απόψεις τους εκείνοι που βιάστηκαν να προβλέψουν μεταβολές και ανατροπές στην πολιτική σκηνή. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει, τόσο από τις δημοσκοπήσεις όσο και από τη γενικότερη αίσθηση που επικρατεί στην κοινή γνώμη. Μια ψυχρή και νηφάλια αποτίμηση εύκολα μας δείχνει πως οι συσχετισμοί που είχαν διαμορφωθεί τα τελευταία δύο χρόνια δεν άλλαξαν. Και το σημαντικότερο, δεν υποχώρησαν οι προσμονές κι οι αναμονές που είχαν καλλιεργηθεί. Ούτε αναθεωρήθηκε η υπαρκτή και έντονη τάση του αποκαλούμενου αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος.

Ουσιαστικά, στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα έχουν εμπεδωθεί τα χαρακτηριστικά της τωρινής εποχής, τα οποία δεν είναι άλλα από τον πολιτικό πραγματισμό και την ανάγκη αλλαγής και μεταρρυθμίσεων σε καίριους τομείς. Τα καίρια αυτά γνωρίσματα δεν εμφανίστηκαν τυχαία. Απεναντίας συνιστούν την εύλογη απάντηση στις ανεδαφικές υποσχέσεις, στις ιδεοληπτικές εμμονές και στις αναχρονιστικές προσεγγίσεις.

Η χρεοκοπία της χώρας άνοιξε τον δρόμο στον ανορθολογισμό και στον λαϊκισμό. Τροφοδότησε ακρότητες και φορτίσεις. Κυρίως έστρεψε έναν κόσμο στην υπεράσπιση του αποτυχημένου πελατειακού συντεχνιακού και παρασιτικού συστήματος. Ο φόβος και η αβεβαιότητα αφύπνισαν αμυντικά αντανακλαστικά. Ταυτόχρονα, όμως, η περιπέτεια αυτή ενείχε και τη διαδικασία της πολιτικοϊδεολογικής ωρίμανσης μεγάλου τμήματος πολιτών, οι οποίοι έστω και ενστικτωδώς αντιλαμβάνονταν τα αδιέξοδα εξωπραγματικών και ανερμάτιστων επιδιώξεων. Έτσι υπερίσχυσε ο ρεαλισμός και η στροφή σε εφικτές και επίκαιρες πολιτικές.

Το άτυπο μέτωπο που διαμορφώθηκε δεν είχε κομματικές αντιστοιχίες. Ούτε τις σημάνσεις του παρελθόντος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το εξέφρασε με τον δικό του τρόπο, ενίοτε άτεχνο και αβαθή. Βέβαια σ’ αυτό συνηγόρησε και το προσωπικό του προφίλ. Η απόσταση από τη βαθιά Δεξιά ήταν διακριτή. Ο μεταρρυθμιστικός του λόγος προσέλκυσε το ενδιαφέρον ανθρώπων εκτός κομματικών τειχών. Το συγκεκριμένο πλεονέκτημα αποτέλεσε το δυνατό του όπλο.

Η πρωθυπουργία του, ωστόσο, δεν θα αξιολογηθεί στη βάση των προσδοκιών τις οποίες δημιούργησε. Η ανθεκτικότητά του αναμφίβολα θα δοκιμαστεί σκληρά στην πράξη. Το πολιτικό του κεφάλαιο παραμένει ισχυρό. Το αποδεικνύει και το πολύ μικρό κόστος που είχε ο ίδιος λόγω των πυρκαγιών και της διαχείρισης της πανδημίας.

Εντούτοις, το καίριο πρόβλημά του είναι η ελαφρότητα την οποία επιδεικνύουν αρκετά κυβερνητικά στελέχη του, ακόμη και στελέχη του επονομαζόμενου επιτελικού κράτους. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι εμφανές παντού και έχει ως συνέπεια την ατελέσφορη διαχείριση σημαντικών υποθέσεων. Οι δε απαίδευτες επιλογές τους οφείλονται στην έλλειψη πολιτικότητας, αλλά και στην επιβλαβή επιρροή που ασκεί πάνω τους η αυταρέσκεια. 

Πάντως, η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και οι αντοχές της κυβέρνησής του συντηρούνται σε κάποιο βαθμό και από την ανεπίκαιρη και ξεπερασμένη αντιπολίτευση την οποία δέχονται. ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ πολιτεύονται εκτός κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν εισπράττουν το παραμικρό από την κυβερνητική φθορά. Η καταγγελτική ρητορική τους δεν πείθει. Τους κρατά καθηλωμένους στον στενό κομματικό τους πυρήνα.

Η κρίση εμπιστοσύνης που αντιμετώπισαν στις εκλογές δεν υποχωρεί. Η αδυναμία τους να απευθυνθούν στις δυναμικές κοινωνικές ομάδες πιστοποιείται διαρκώς, επιτρέποντας στον πρωθυπουργό να διατηρεί προβάδισμα. Το βασικό μειονέκτημά τους είναι ότι πρεσβεύουν πολιτικές οι οποίες αντιτίθενται στον πραγματισμό. Ουσιαστικά, αντιστρατεύονται τις επιβεβλημένες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, δείχνοντας πως υπηρετούν  ένα αντιπαραγωγικό και αντιαναπτυξιακό μοντέλο.

Πέρα από τις αυταρέσκειες και τις μονομέρειές τους, συμπολίτευση και αντιπολίτευση δοκιμάζονται πρωτίστως στο πεδίο της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητας. Η πρώτη θα κριθεί από την κυβερνητική αποτελεσματικότητα και τις ανόθευτες πολιτικές της. Η δεύτερη από τη δυνατότητά της να προσαρμοστεί στο εντελώς νέο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, υπερβαίνοντας τον ανεπίκαιρο λόγο και τις απαρχαιωμένες θέσεις της.

Άλλωστε, η πραγματικότητα δεν καθορίζεται από τις επιθυμίες και τις προσδοκίες τους. Πόσω μάλλον από τους υποκειμενισμούς τους. Η σύγκρουση μαζί της αφήνει μετέωρους όσους την αγνοούν.