Πολιτικη & Οικονομια

AUKUS: Ο θρίαμβος του γεωπολιτικού ρεαλισμού

Το πρόβλημα της κινεζικής επιρροής, ο επαναπροσδιορισμός της αμερικανικής παρουσίας στον Ειρηνικό, και η Ευρώπη που μένει πίσω.

agis_avatar_2.jpg
Άγης Παπαγεωργίου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
24693342.jpg
Οι τρεις ηγέτες της AUKUS | © Mick Tsikas/EPA

Η AUKUS φιλοδοξεί να περιορίσει τον κινεζικό επεκτατισμό, αποδεικνύοντας παράλληλα στην ΕΕ γιατί κανείς δεν την παίρνει στα σοβαρά.

Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστα πράγματα θα μπορούσαν να ταράξουν τα απέραντα νερά του Ειρηνικού περισσότερο από τη συμφωνία AUKUS. Αυστραλία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ προχώρησαν σε μια πρωτοφανή αμυντική συνεργασία, η οποία προβλέπει την παροχή υψηλής τεχνογνωσίας και πρώτων υλών, όπως πχ. εμπλουτισμένου ουρανίου, στην Αυστραλία ώστε να μπορέσει να παραγάγει δικά της πυρηνοκίνητα υποβρύχια. Κάτω από τη μύτη της Κίνας, της Ευρώπης και —κυρίως— της γαλλικής κυβέρνησης, η AUKUS παρουσιάζεται τις τελευταίες μέρες ως ένα «νέο NATO» που αποσκοπεί στον περιορισμό του κινεζικού επεκτατισμού, ακόμα και αν αυτή η φράση δεν ειπώθηκε από κανέναν από τους τρεις ηγέτες που υπέγραψαν τη συμφωνία.

Με τη σκόνη να έχει κάτσει —τουλάχιστον σε έναν βαθμό— μετά τις ανακοινώσεις της προηγούμενης εβδομάδας, αλλά και την έντονη αντίδραση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, μπορούμε να εκτιμήσουμε πιο ψύχραιμα τις παραμέτρους της συμφωνίας, αλλά και την ευρύτερη γεωπολιτική της σημασία. Μπορεί η AUKUS να μην είναι ακριβώς ένα καινούργιο ΝΑΤΟ, όμως σίγουρα είναι αποτέλεσμα ενός καινούργιου πολιτικού χρόνου — που η ΕΕ ακόμα παρακολουθεί από απόσταση.

Μια συμφωνία που τους εξυπηρετεί όλους

Για τους περισσότερους είναι —εύλογα— δύσκολο να συνειδητοποιήσουν την πολυπλοκότητα και τις τρέχουσες εντάσεις στις διμερείς σχέσεις Αυστραλίας και Κίνας. Μπορεί η Κίνα να αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Αυστραλίας, επενδύοντας μεταξύ άλλων δισεκατομμύρια δολάρια στα αυστραλιανά ορυχεία, όμως κατά την προηγούμενη δεκαετία η ισχύς του κινεζικού λόμπι στη χώρα έχει προβληματίσει έντονα την Καμπέρα. Συγκεκριμένα, η αυστραλιανή κυβέρνηση έχει κάνει συστηματικές προσπάθειες ώστε να κατανοήσει το βάθος της κινεζικής επιρροής σε τομείς που ξεφεύγουν από στενά εμπορικά πλαίσια, όπως τα ΜΜΕ και η εκπαίδευση· το γεγονός πως στην Αυστραλία διαμένουν πλέον πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες κινεζικής καταγωγής μεγεθύνει το πρόβλημα. Τέλος, ο γεωπολιτικός κινεζικός επεκτατισμός των τελευταίων ετών —και ειδικά οι κινεζικές διεκδικήσεις στη Νότια Σινική Θάλασσα— έχει προβληματίσει τη σημερινή αυστραλιανή κυβέρνηση, η οποία έχει ταχθεί ανοιχτά εναντίον της κινεζικής δραστηριότητας σε πολλά επίπεδα, στηρίζοντας, για παράδειγμα, τις αντιδράσεις των πολιτών του Χονγκ Κονγκ απέναντι στις πρωτοβουλίες του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ, παρότι τα δικά της συμφέρονται στην περιοχή δεν βρίσκονται υπό άμεση απειλή.

Με αυτά τα δεδομένα, ένα τόσο φιλόδοξο εγχείρημα όπως η AUKUS δεν μοιάζει να δικαιολογείται απόλυτα. Στην πραγματικότητα όμως, η AUKUS δεν αποσκοπεί μόνο στον περιορισμό της Κίνας, αλλά εξυπηρετεί περισσότερες και ευρύτερες προτεραιότητες των τριών κρατών που την υπέγραψαν. Από τη μία, η Αυστραλία θα μπορέσει πλέον να κατασκευάζει δικά της πυρηνικά υποβρύχια χωρίς να εξαρτάται από τρίτες χώρες —κάτι που δεν προέβλεπε η συμφωνία της με τη γαλλική κυβέρνηση— συσφίγγοντας παράλληλα τη σχέση της με τις ΗΠΑ, σε μια στρατηγική επιλογή που αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση του Σκοτ Μόρισον. Άλλωστε, Αυστραλία και ΗΠΑ έχουν πολύ στενή εμπορική και αμυντική σχέση, η οποία ανέκαθεν αποτελούσε διακομματική προτεραιότητα και για την Ουάσιγκτον. Με άλλα λόγια, η AUKUS επιτρέπει στην Αυστραλία να συσφίξει ακόμα περισσότερο τη σχέση της με τις ΗΠΑ, αποκτώντας πολύ πιο προηγμένα υποβρύχια, δείχνοντας παράλληλα στην Κίνα πως θα έχει πλέον πίσω της τις  πυρηνικές πλάτες μακρινών μεν, αλλά πανίσχυρων γεωπολιτικών παικτών· η διάβρωση στις αυστραλό-γαλλικές σχέσεις προφανώς αποτελεί αποδεκτή παράπλευρη απώλεια για τον Μόρισον μπροστά σε όλα όσα κερδίζει μέσω της AUKUS.

Από την άλλη, η συμφωνία εξυπηρετεί πλήρως τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Με το Αμερικάνο πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να ηγείται της AUKUS, οι ΗΠΑ ουσιαστικά ανανεώνουν την αμερικανική γεωπολιτική παρουσία στον Ινδό-Ειρηνικό ωκεανό, στριμώχνοντας την Κίνα πριν πάρει περισσότερο θάρρος. Μετά το κάζο στο Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ έχουν απόλυτη ανάγκη την προβολή ισχύος και αυτοπεποίθησης απέναντι στον μεγαλύτερο εμπορικό και πιθανώς γεωπολιτικό τους αντίπαλο, ενώ ο πυρηνικός —αλλά και πολυμερής— χαρακτήρας της συμφωνίας προσθέτει ειδικό βάρος στο εγχείρημα. Τέλος, ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον είναι μάλλον ο παίκτης που κερδίζει τα περισσότερα, καθώς η συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου μέσω της παροχής τεχνογνωσίας ενισχύει σε τεράστιο βαθμό το αφήγημα της βρετανικής κυβέρνησης πως στη μετα-Brexit εποχή, η χώρα είναι πλέον σε θέση να κινηθεί ελεύθερα μέσα στη διεθνή αναρχία, μεγιστοποιώντας το αποτύπωμα της. Μπορεί να μην έχει υπάρξει μεγαλύτερος οπορτουνιστής Βρετανός πρωθυπουργός στη μακρά ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου, όμως πρέπει να παραδεχτεί κανείς πως με την AUKUS, του βγήκε απόλυτα. Προφανώς, τέλος, τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο αποδείχτηκαν εξίσου πρόθυμες να διαταράξουν τη σχέση τους με τη Γαλλία, μπροστά στα άμεσα και έμμεσα οφέλη της συμφωνίας, παρά τις επιθέσεις φιλίας απέναντι στη γαλλική κυβέρνηση.

Ένα «νέο ΝΑΤΟ» – περίπου 

Η φράση «ένα νέο ΝΑΤΟ δημιουργείται στον Ειρηνικό» παίχτηκε πάρα πολύ τις τελευταίες μέρες, όμως δεν αντιστοιχεί πλήρως στην πραγματικότητα. Το ΝΑΤΟ του ειρηνικού υπάρχει από το 1951, ονομάζεται ANZUS (Australia, New Zealand, United States Security Treaty) και εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι και σήμερα. Ο σκοπός του ANZUS ήταν και αυτός να αντιμετωπιστεί η μεταπολεμική διεθνής εξάπλωση του κομμουνισμού, και οι ΗΠΑ φρόντισαν έτσι ώστε η συμμαχία τους κατά τον Β΄ Παγκόσμιο με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία να συνεχιστεί στο διηνεκές, τόσο σε γεωστρατηγικά όσο και σε ιδεολογικά πλαίσια. Αξίζει να σημειωθεί πως η Νέα Ζηλανδία διέρρηξε σε έναν βαθμό τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της ANZUS, καθώς από το 1984 απαγόρεψε τη διέλευση πυρηνοκίνητων πλοίων και την παρουσία πυρηνικών όπλων στο έδαφος και τα χωρικά της ύδατα, κάτι που βρίσκει τους Νεοζηλανδούς σχεδόν καθολικά σύμφωνους. Αντίθετα, παρότι και οι Αυστραλοί δεν είναι ένθερμοι ως προς την παρουσία πυρηνικού εξοπλισμού στην Αυστραλιανή επικράτεια, η Καμπέρα έχει κρατήσει πολύ πιο ανεκτική στάση στην αμερικανική ναυτική παρουσία στην περιοχή.

Ενδεικτικά, η Νέα Ζηλανδία δεν ενημερώθηκε καν για τις προθέσεις των τριών κρατών για την AUKUS. Στον απόηχο της σύναψης της συμφωνίας, η Νεοζηλανδή πρωθυπουργός Τζασίντα Άρντερν δήλωσε πως η απαγόρευση διέλευσης πυρηνοκίνητων πλοίων θα εξακολουθήσει να ισχύει και πως η κυβέρνησή της δεν προσεγγίστηκε ούτε μία στιγμή στα πλαίσια της συμφωνίας. Η έλλειψη συνεννόησης όμως ανάμεσα σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία για ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά αποφάσεων της κυβέρνησης Μόρισον, οι οποίες έχουν επαναπροσδιορίσει σε έναν βαθμό τις παραδοσιακά άριστες σχέσεις ανάμεσα στα δύο κράτη· το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η ενεργοποίηση ενός μηχανισμού απελάσεων Νεοζηλανδών πολιτών που έχουν διαπράξει αδικήματα, η οποία όμως έρχεται σε σύγκρουση με το πνεύμα της συμφωνίας ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών των δύο χωρών.

Έτσι, η ενεργοποίηση της AUKUS δεν ιδρύει από την αρχή μια αμυντική συμφωνία για έναν καινούργιο ψυχρό πόλεμο, αλλά βελτιστοποιεί ένα αμυντικό πλαίσιο που ήδη υπάρχει μεταξύ ΗΠΑ και Αυστραλίας, με το Ηνωμένο Βασίλειο να αντικαθιστά άτυπα τη Νέα Ζηλανδία,  συμμετέχοντας εμμέσως στο γεωπολιτικό παζλ του Ινδό-Ειρηνικού. Θα έχει ενδιαφέρον η εξέλιξη της συνεργασίας, με δεδομένη την υποστήριξη της από παραδοσιακούς αντιπάλους της Κίνας, όπως της Ιαπωνίας και της Ταϊβάν, αλλά και την εναντίωση κρατών όπως της Βόρειας Κορέας και της Ινδονησία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν μπορούμε να μιλάμε για έναν ευρύτερο ιδεολογικό σχηματισμό, με δεδομένο πως η Γαλλία —η οποία έχει τεράστια παράκτια εδάφη και αμέτρητα τετραγωνικά μίλια ΑΟΖ στον Ειρηνικό λόγω της Νέας Καληδονίας και της Γαλλικής Πολυνησίας— είδε τα άμεσα της συμφέροντα να θίγονται με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο από παραδοσιακούς της συμμάχους.

Κανείς «δεν παίζει» την ΕΕ – και δικαίως

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ο Μακρόν έχει όλο το δίκιο με το μέρος του στην έντονη αντίδρασή του, κυρίως σε ό,τι αφορά το timing και τη μεθόδευση της AUKUS. Παράλληλα, ο Γάλλος πρόεδρος προφανώς αισθάνθηκε προδομένος σε προσωπικό επίπεδο, ειδικά από τον Τζο Μπάιντεν, καθώς έχει αποδείξει από την πρώτη μέρα πως ως ηγέτης έχει ένα σαφές ιδεολογικό υπόβαθρο, παραμένοντας πιστεμένος ευρωπαϊστής και ατλαντιστής. Ας μην ξεχνάμε πως ο Μακρόν ήταν ο μόνος Ευρωπαίος ηγέτης που έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να συνεννοηθεί κάπως με τον Ντόναλντ Τραμπ ώστε η Ατλαντική συμμαχία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ να μείνει ζωντανή, μπαίνοντας συχνά στον κόπο να του εξηγήσει πώς ακριβώς δουλεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι σαφές πως ειδικά ο Μπάιντεν θα έπρεπε να μετρήσει καλύτερα την κατάσταση, με δεδομένη την υπόσχεση του για την επιστροφή της ατλαντικής συμμαχίας στο προ-Τραμπ status quo.

Στο τέλος της ημέρας, όμως, αν η ΕΕ θέλει να σέβονται τόσο εκείνη, όσο και τα κράτη-μέλη της, τότε θα πρέπει να κάνει βήματα που διστάζει από καιρό. Στον απόηχο της AUKUS, ο Μακρόν έκανε λόγο για τη σύσταση ενός ευρωστρατού — με την Κομισιόν όμως να σπεύδει να κατευνάσει τις προσδοκίες, τη στιγμή που η ανακοίνωση της την επόμενη μέρα της συμφωνίας ήταν τουλάχιστον αποκαρδιωτική. Η αλήθεια είναι πως όσο η ΕΕ θα φοβάται την πραγματική της ολοκλήρωση σε επίπεδο εξωτερικής και ενιαίας αμυντικής πολιτικής, τόσο θα φαίνεται ως ο παρίας του διεθνούς περιβάλλοντος, με τους υπόλοιπους παίκτες να την αγνοούν επιδεικτικά και δικαιολογημένα. Η επιτυχία του Ηνωμένου Βασιλείου με τη συμμετοχή του στην AUKUS μεγιστοποιεί την προσβολή για την ΕΕ — αν και είναι αμφίβολο κατά πόσον οι επαγγελματίες διεθνοσχετίστες που εργάζονται στην ΕΕ έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν ικανοποιητικά σε τέτοιες ψυχοδυναμικές εκτιμήσεις.

Σε τελική ανάλυση, η σύσταση ενός ευρωστρατού και η σταδιακή θέσπιση μιας ενιαίας εξωτερικής πολιτικής δεν είναι απαραίτητες αν η ΕΕ θέλει να παραμείνει ένα αμιγώς οικονομικό-εμπορικό μπλοκ. Η AUKUS όμως παρέχει απλόχερα στην Ένωση την αφορμή να εξελιχθεί επιτέλους σε κάτι μεγαλύτερο από μια κοινή αγορά, καλώντας τη παράλληλα να αποδεχτεί μια πολύ δυσάρεστη για εκείνη πραγματικότητα: ο αισιόδοξος φιλελεύθερος πολιτικός χρόνος των 90’s που γέννησε την ΕΕ δεν υπάρχει πια, καθώς έχει αντικατασταθεί από έναν πολιτικό χρόνο που χαρακτηρίζεται από στυγνό γεωπολιτικό ρεαλισμό, και που μόνο εγχειρήματα σαν την AUKUS πιθανώς μπορούν να τιθασεύσουν σε έναν βαθμό. Στον απόηχο της AUKUS, η ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσει αν θέλει να έχει ρόλο στο παρόν και στο μέλλον, ακόμα και αν δεν της αρέσει, ή αν θα συνεχίσει να βαυκαλίζει κοινοτοπίες περί «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» σε ένα διεθνές περιβάλλον που κανείς δεν τις παίρνει πια στα σοβαρά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ