Πολιτικη & Οικονομια

Επιτυχόντες και απόφοιτοι πανεπιστημίων

Αν δεν μπουν όροι και προϋποθέσεις στην πορεία και τον χρόνο αποφοίτησης, δεν υπάρχει γιατρειά στο μοναδικό φαινόμενο των αιωνίων φοιτητών

Λεωνίδας Καστανάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για τους φοιτητές, τον τρόπο και μέσο όρο εισαγωγής στα πανεπιστήμια και την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής με αφορμή το νέο νομοσχέδιο για το νέο σχολείο.

Ο αριθμός αποφοίτων ως ποσοστό του συνόλου των φοιτητών οι οποίοι βρίσκονται στη χρονιά κατά την οποία θα έπρεπε να αποφοιτήσουν (Τράπεζα της Ελλάδος 2017, με βάση στοιχεία UNESCO) εμφανίζει την Ελλάδα ουραγό ως προς τον ρυθμό αποφοίτησης, ο οποίος είναι 27% σε σύγκριση με 42% (μ.ο.) των χωρών του ΟΟΣΑ (σύμφωνα με τον συγκεκριμένο τρόπο μέτρησης). Σε άλλη μέτρηση, σε κάθε 100 νεοεισαχθέντες στα Πανεπιστήμια αντιστοιχούν μόνο 59 απόφοιτοι, όπως αποτυπώνεται σε έκθεση του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ με βάση τα δεδομένα της Eurostat για το 2018 με την Ελλάδα να έχει την 5η χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. (Πηγή: iefimerida.gr

Οι αριθμοί δεν λένε ψέματα, αλλά δεν χρειαζόμαστε τους αριθμούς για να πιστοποιήσουμε το προφανές. Αυτό δηλαδή που γνωρίζει ο κάθε πολίτης. Πολλοί φοιτητές μας αργούν να τελειώσουν. Μια αιτία του φαινομένου είναι το γεγονός ότι εισέρχονται στα ΑΕΙ πολλοί απόφοιτοι λυκείων με βαθμούς κάτω από 09/20 οι οποίοι απλά συμπληρώνουν ένα μηχανογραφικό χωρίς καμιά ιδιαίτερη διάθεση να σπουδάσουν. Γράφονται στο ΑΕΙ τυπικά, αλλά είτε εισέρχονται αμέσως μετά το λύκειο στην αγορά εργασίας, είτε κατευθύνονται στο εξωτερικό, σε ΙΕΚ ή κάποιο κολλέγιο. Και καλά κάνουν καθότι το αντικείμενο της σχολής στην οποία έχουν πετύχει, ή δεν τους ενδιαφέρει καθόλου ή δεν έχει ζήτηση στην αγορά. Μπορούν θαυμάσια να αποκτήσουν γνώσεις και δεξιότητες σε κάποια ειδικότητα στην οποία δεν θα τους ζητηθούν ποτέ εξειδικευμένες γνώσεις στα μαθηματικά, τη φυσική, τη χημεία ή τη βιολογία κ.λπ. Στα οποία δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να προετοιμαστούν καταλλήλως στο λύκειο. Πολλά είναι τα παιδιά που δεν ενδιαφέρονται να σπουδάσουν, που δίνουν πανελλήνιες κάτω από την πίεση των γονιών τους ή του περιβάλλοντός τους και το μεγάλο ποσοστό γραπτών κάτω από τη βάση το μαρτυρά.

Από μια άλλη οπτική το ίδιο το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν έχει καμιά ιδιαίτερη απαίτηση από τον φοιτητή σε σχέση με την πορεία των σπουδών του. Δεν υπάρχει καταληκτικός χρόνος αποφοίτησης, δεν υπάρχουν προαπαιτούμενα μαθήματα για να εγγραφείς στο επόμενο έτος και φυσικά δεν υπάρχει καμιά διαδικασία διαγραφής αν δεν προοδεύεις σε κάποιο τακτό χρονικό διάστημα. Το ιδιαίτερα χαλαρό πανεπιστημιακό περιβάλλον συμβάλλει με τον τρόπο του στους χαμηλούς ρυθμούς αποφοίτησης, ιδιαίτερα εκείνων των φοιτητών που εισήλθαν με πολύ χαμηλή βαθμολογία. Διότι μπορεί να μπήκαν με 05/20 (μ.ο), αλλά οι απαιτήσεις της σχολής είναι υψηλότερες. Το ίδιο το σύστημα τους εγκλώβισε σε ένα περιβάλλον από το οποίο δεν έχουν ή δεν μπορούν να κερδίσουν τίποτα. Ένα σύστημα που φαντάζει προοδευτικό αλλά είναι σαφώς επιβλαβές για ένα σημαντικό αριθμό νέων ανθρώπων. Κατάλοιπο της πρώιμης μεταπολιτευτικής περιόδου.

Αντιθέτως έχει κατέβει στο 4,9% το ποσοστό των αποφοίτων του γυμνασίου που δεν ολοκληρώνουν τον επόμενο τριετή κύκλο σπουδών τους δηλαδή λύκεια, τεχνικές σχολές ή σχολές επαγγελματικής κατάρτισης, ενώ ο μ.ο. της ΕΕ είναι 10,6%. Αυτό είναι και το στοιχείο που ανέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ στη σχετική πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή που, φυσικά, δεν έχει καμία σχέση με το ρυθμό αποφοίτησης από τα ΑΕΙ. Αλλά και γι' αυτό υπάρχει εξήγηση. Η Ελλάδα πρέπει να είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ που έχει φαλκιδέψει κάθε έννοια αξιολόγησης στο λύκειο. Εδώ και πολλά χρόνια δεν υπάρχουν απορριφθέντες λόγω επίδοσης, αλλά ούτε και μετεξεταστέοι. Διότι στα πλαίσια της «αντιαυταρχικής εκπαίδευσης» ο κανόνας είναι «δώστε ένα χαρτί στο παιδί να πάει παρακάτω». Έτσι, το μόνο εύκολο είναι να πάρεις ένα απολυτήριο λυκείου, γενικού ή επαγγελματικού, αρκεί βέβαια να μην υπερβαίνεις το όριο των απουσιών. Και αυτό ο μαθητής που δεν θέλει, το ξέρει με αποτέλεσμα να μην έχει κανένα κίνητρο ή υποχρέωση να προσπαθήσει έστω και για τα στοιχειώδη.

Με βάση τα προηγούμενα, οι πανελλήνιες εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ αποτελούν τη μοναδική έγκυρη και αδιάβλητη διαδικασία αξιολόγησης μαθητών και γι' αυτό απολαμβάνουν τέτοιας δημοσιότητας. Από εκεί και μετά κάποια στιγμή θα πάρεις και πτυχίο, όπως λέει και ο «σοφός λαός». Έχεις μπροστά σου μια ολόκληρη ζωή, κυριολεκτικά.

Η ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ) που νομοθετήθηκε πρόσφατα έχει σκοπό να περιορίσει τον αριθμό των εισακτέων, δηλαδή να κλείσει την πόρτα των ΑΕΙ σε μαθητές και μαθήτριες με μ.ο. βαθμολογίας που για φέτος κυμαίνεται περίπου κάτω από 9.5/20, με μικρές αυξομειώσεις ανάλογα με το επιστημονικό πεδίο. Σε όσους δεν πιάσουν το απαιτούμενο όριο δίνεται η εναλλακτική του μηχανογραφικού για τα δημόσια ΙΕΚ. Ένα μέτρο ορθολογικό αλλά και ευεργετικό για του μαθητές των οποίων η επίδοση εισαγωγής δεν προμηνύει ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών σπουδών τους. Μπορούν να κατευθυνθούν κάπου αλλού ή να προσπαθήσουν και πάλι. Εδώ βέβαια να σημειώσουμε ότι τίποτα δεν απαγορεύει σε έναν μαθητή που εισήλθε σε μια σχολή με πολύ χαμηλό βαθμό να μελετήσει, να βελτιωθεί, να προοδεύσει και να αποφοιτήσει. Απλά δεν είναι το σύνηθες και είναι λογικό.

Μέσω της ΕΒΕ βρήκαν και οι πανεπιστημιακές σχολές τρόπο να ελέγχουν την ποιότητα αλλά και τον αριθμό πρωτοετών φοιτητών τους, κάτι που ήταν πάγιο αίτημα των περισσοτέρων. Ωστόσο, αυτό δεν λέει και πολλά. Αν δεν μπουν όροι και προϋποθέσεις στην πορεία και τον χρόνο αποφοίτησης, δεν υπάρχει γιατρειά στο μοναδικό φαινόμενο των αιωνίων φοιτητών. Και δεν αρκεί το ν+2 για τον χρόνο σπουδών. Πρέπει να υπάρχει συνεχής έλεγχος που θα δίνει κίνητρα στον φοιτητή να προοδεύει, να περνάει μαθήματα και να μην αφήνεται μέχρι την οριστική εγκατάλειψη. Και αυτό έχει επιπτώσεις στο επίπεδο των σχολών και την αξία του κάθε πτυχίου. Και, φυσικά, σοβαρές επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του κάθε πτυχιούχου και τελικά στην οικονομία της χώρας.

Δεν θα χρειαζόταν καμιά ελάχιστη βάση εισαγωγής αν περιοριζόταν ο αριθμός των σχολών και των τμημάτων σε εκείνον που είναι αναγκαίος για τη χώρα, μετά φυσικά από κάποια σοβαρή μελέτη. Αυτό θα επέφερε καλύτερη αξιοποίηση των κονδυλίων που απορροφά η ανώτατη εκπαίδευση, ορθολογική διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού, καλύτερη ποιότητα στην εκπαιδευτική διαδικασία, και φυσικά καλύτερους αποφοίτους και καλύτερους αυριανούς επαγγελματίες. Αλλά αυτή η όμορφη πατρίδα έχει ένα πρόβλημα με τον ορθολογισμό που της εμφανίζεται σε κάθε εκδήλωση της δημόσιας ζωής. Και ψάχνει τρόπους και στατιστικές για να βρει το προφανές. Και αυτό είναι λιγότερα και αξιόπιστα πανεπιστήμια και περισσότερες και αξιόπιστες τεχνικές - επαγγελματικές σχολές. Οι Γερμανοί κάτι ξέρουν παραπάνω. Αλλά η αξιοπιστία απαιτεί σκληρή προσπάθεια και εδώ έχουμε κάποιο πρόβλημα.