Πολιτικη & Οικονομια

Πλημμύρες, κλίμα και πολιτική

Αποικισμένη από τη χρηματοοικονομική λογική, η οικονομία μοιάζει με γίγαντα σε ασταθή ισορροπία, που δεν κρατιέται όρθιος παρά χάρη στο συνεχές τροχαδάκι.

hlias-eythymiopoulos.jpg
Ηλίας Ευθυμιόπουλος
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η Γερμανία συνεχίζει την εκκένωση και τη διάσωση ανθρώπων καθώς αυξάνεται ο αριθμός των θυμάτων μετά τις φονικές πλημμύρες
© Sascha Schuermann/Getty Images

Κλιματική αλλαγή: Οι φυσικές καταστροφές σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πώς το κλίμα έγινε επίκεντρο συντεταγμένης αντιπαράθεσης πολιτικών ταυτοτήτων

Σε μια έκδοση του 2013 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης πλημμυρών στις χώρες της ΕΕ, οι Κάτω Χώρες και η Γερμανία έλειπαν από τη λίστα. Η έκθεση έπεσε τελείως έξω. Οι πρόσφατες βροχοπτώσεις στις περιοχές αυτές έχουν ήδη καταστρέψει πόλεις, χωριά και την ύπαιθρο, ενώ ο κατάλογος των θυμάτων διαρκώς μεγαλώνει.

Τόσο η Άνγκελα Μέρκελ όσο και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν συνέδεσαν αμέσως τα φαινόμενα με την Κλιματική Αλλαγή. Αλλά οι ειδήμονες είναι πιο επιφυλακτικοί: Θέλουμε μερικές εβδομάδες, είπαν, για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Όλοι συμφωνούν ότι η συχνότητα τέτοιων επεισοδίων αυξάνεται διαρκώς και κυρίως ότι οι επιπτώσεις έχουν περάσει σε ευρύτερη κλίμακα. Ας θυμηθούμε τους τυφώνες στις ΗΠΑ, τις φωτιές στην Αυστραλία, τις πλημμύρες στο Μπαγκλαντές και την ξηρασία στην Αφρική. Η Ευρώπη, αργά ή γρήγορα, αποκτά το δικό της μερίδιο: όχι ότι υπάρχει κάποια γεωπολιτική προτίμηση από τον «ρυθμιστή» του κλίματος − τα γεγονότα και η κατανομή τους είναι στατιστικής φύσεως. Ούτε μπορούμε να κάνουμε προβλέψεις: η δυσκολία έγκειται στην τυχαιότητα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ εδάφους, ωκεανού και ατμόσφαιρας, στην ανεπάρκεια χρονοσειρών δεδομένων, στις περιορισμένες δυνατότητες των μοντέλων και στην επίδραση αιφνίδιων παραγόντων. Ό,τι συμβαίνει με τους σεισμούς και τις επιδημίες, συμβαίνει και με τις φυσικές καταστροφές, με τις θεομηνίες: ξέρουμε πώς προκύπτουν, δεν μπορούμε όμως να ξέρουμε ούτε τη χρονική στιγμή, ούτε τον τόπο, ούτε το μέγεθός τους.

Μπορούμε ωστόσο να πάρουμε κάποια προληπτικά μέτρα. Κι εδώ μπαίνουμε στο πεδίο της πολιτικής. Τα μέτρα κοστίζουν, προϋποθέτουν οργανωμένες κοινωνίες και συμφωνίες σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ συχνά δεν είναι δημοφιλή. Παρά τα όσα λέγονται, κανείς δεν θα ήθελε να πληρώσει επιπλέον φόρους για την αποτροπή της Κλιματικής Αλλαγής. Για δύο λόγους: διότι οι φόροι είναι έτσι κι αλλιώς δυσβάστακτοι σε κοινωνίες περιορισμένων εισοδημάτων και ,δεύτερον, διότι κανείς δεν πιστεύει ότι τα έσοδα θα χρησιμοποιηθούν για τον καλό σκοπό. Παράδειγμα το καθ’ ημάς Πράσινο Ταμείο. Το 2018, σύμφωνα με υπολογισμούς του βουλευτή ΝΔ και τότε τομεάρχη (σήμερα υφυπουργού) κ. Ι. Κατσαφάδου σε ερώτησή του στη Βουλή, ο προϋπολογισμός του εν λόγω ταμείου ήταν 6 δισ.: με τον ιδρυτικό νόμο προορίζονταν για περιβαλλοντικά έργα και για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Παρόμοια ερώτηση είχε κάνει επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ο επίσης σήμερα υφυπουργός Γ. Αμυράς. Αλλά με τον μνημονιακό νόμο του 2013 και το Μεσοπρόθεσμο τα χρήματα παρακρατήθηκαν από την κεντρική κυβέρνηση∙ περισσεύουν μόνο μερικά ψίχουλα τα οποία μοιράζονται με πελατειακά κριτήρια (ενίσχυση δήμων, ΜΚΟ κ.τ.λ.). Εκεί που λιγοστεύουν οι πράξεις, περισσεύουν τα λόγια.

Από τον 20ό αιώνα, ο πολιτικός λόγος για το κλίμα αφορά, εκτός από τα φονικά φαινόμενα σαν τις πρόσφατες πλημμύρες στη Βόρεια Ευρώπη, τη γενικότερη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, τις υπερβολές της αστικοποίησης και τις αυθαιρεσίες της εκβιομηχάνισης. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η γνώση για τις μεταβολές του κλίματος δεν σχετίζεται μόνο με την ορθολογικότητα των αποφάσεων: μετατρέπεται σε διαμεσολάβηση για την επίλυση των κρίσεων η οποία αρχίζει να πραγματεύεται τις παθολογίες που συνοδεύουν την ίδια την ανάπτυξη. Τις περισσότερες φορές, σε θεωρητικό μόνο επίπεδο.

Το 1988 η συγκρότηση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) ήταν ένα ιστορικό ορόσημο στα παγκόσμια πράγματα, με την παράμετρο του κινδύνου να μπαίνει στο επίκεντρο του πολιτικού προβληματισμού. Σύμφωνα με τους όρους της ίδρυσής της, η IPCC θα πρέπει στο εξής −μετά τη διάσκεψη του Ρίο ντε Τζανέιρο− να αξιολογεί, χωρίς προκατάληψη και με μεθοδικό, σαφή και αντικειμενικό τρόπο, τις επιστημονικές, τεχνικές και κοινωνικοοικονομικές πληροφορίες που απαιτούνται για την καλύτερη κατανόηση των κινδύνων που συνδέονται με τις κλιματικές αλλαγές ανθρώπινης προέλευσης, να εντοπίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις πιθανές συνέπειες αυτών των αλλαγών και να εξετάζει τις στρατηγικές προσαρμογής και μετριασμού τους. Στις μέρες μας, το ζήτημα του κλίματος εμπλέκει αναγκαστικά και τη έννοια του χώρου και της χωρικότητας, καθώς και τις πολιτικές που συνδέονται με την απουσία συνόρων και με την αδυναμία προσδιορισμού των ορίων επέκτασης των κρίσεων. Η «κλιματική χωρικότητα» ξεφεύγει από τα εθνικά πλαίσια και γίνεται μέρος της παγκοσμιοποίησης: των οικονομικών ανταλλαγών, της τεχνολογίας, της επιχειρηματικότητας, των πολέμων. Η ίδρυση νέων πολυπρόσωπων διεθνών οργανισμών όπως η IPCC αποτελεί αναγνώριση αυτού του γεγονότος και μας φέρνει πιο κοντά στην ιδέα του χώρου και της μακράς διάρκειας του Fernand Braudel. Έτσι, διαμορφώνονται νέες ομαδοποιήσεις μεταξύ των κρατών, νέοι ανταγωνισμούς, αλλά και νέες συλλογικότητες (όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση). 

Είναι χαρακτηριστική η διατύπωση του πρώην πρωθυπουργού της Γαλλίας, Μισέλ Ροκάρ, ως επικεφαλής της ομάδας εμπειρογνωμόνων για την υπερθέρμανση του πλανήτη και την αποτυχία στη θέσπιση του «φόρου άνθρακα» σε έκθεση του 2009: «Η Δύση δεν πρέπει να ξεχνά ότι σε αυτή εναπόκειται η αλλαγή του πολιτιστικού και τεχνολογικού μοντέλου που προσφέρει στον κόσμο. Η αύξηση των εκπομπών CO2 από τις αναδυόμενες χώρες είναι ισχυρότερη από την αναμενόμενη και οι προσπάθειες μείωσής τους στις βιομηχανικές χώρες παραμένουν ανεπαρκείς. Η μικρή μείωση των εκπομπών που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη τα τελευταία είκοσι χρόνια οφείλεται κυρίως στην αλλαγή του τρόπου παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας η οποία ωστόσο δεν οδηγεί σε καμιά αλλαγή εκ μέρους εκείνων που την χρησιμοποιούν καθώς και στην κατάρρευση των ανατολικών οικονομιών».

Το κλίμα αποκτά λοιπόν διάσταση πολιτικού αντικειμένου: γίνεται επίκεντρο συντεταγμένης αντιπαράθεσης πολιτικών ταυτοτήτων. Δηλαδή δεν έχει μόνο φυσική σημασία, αλλά ενσωματώνει τις διαφορετικότητες των υποκειμένων που το διαχειρίζονται ή που απλώς το προσεγγίζουν: αν και δυσδιάκριτες, υπάρχουν δεξιές και αριστερές προσεγγίσεις, σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες, τεχνοκρατικές και πράσινες. Δυστυχώς, οι διαφορές οφείλονται περισσότερο σε όσα κουβαλούν μαζί τους οι ιδεολογίες από το παρελθόν, παρά σε όσα αναγνωρίζουν διαβάζοντας με κριτικό τρόπο το παρόν. Μερικοί θέτουν ζήτημα εργατικών δικαιωμάτων (εφόσον έτσι συνηθίζεται να κάνουν οι αριστεροί), άλλοι θέτουν σε προτεραιότητα την αγορά (εφόσον έτσι κάνουν οι φιλελεύθεροι) και άλλοι την επιστροφή στη φύση (εφόσον έτσι κάνουν οι οικολόγοι). Συχνά όμως η πραγματικότητα βρίσκεται σε αυτό που με μαρξικούς όρους θα ονομάζαμε «νέες κυρίαρχες αντιθέσεις». 

Μια άλλη αντιπαράθεση αναδύεται μεταξύ των εθνικών μορφών κυριαρχίας και των διεθνών μορφών διακυβέρνησης: Το κλίμα συντίθεται πράγματι (ως πληροφοριακό σύστημα) από μια συλλογή δεδομένων και διαδικασιών που ξεφεύγουν από τις χωρικές διακρίσεις των εθνικών συνόρων∙ άρα η δικαιοδοσία δεν είναι πια εκείνη των κρατικών δυνάμεων εξουσίας. Υπό από αυτές τις συνθήκες, η κατανόηση και ο έλεγχος των κλιματικών αλλαγών, η προβλεψιμότητά τους και οι δυνατότητες ανάληψης δράσεων δεν μπορούν να νοηθούν έξω από το διακρατικό πεδίο διαπραγμάτευσης, κυρίως λόγω των ζητημάτων του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, η Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών του 1992 αναφέρει στο προοίμιό της ότι τα συμβαλλόμενα μέρη «γνωρίζουν ότι ο παγκόσμιος χαρακτήρας της κλιματικής αλλαγής απαιτεί από τις χώρες να συνεργαστούν όσο το δυνατόν στενότερα και να συμμετέχουν σε διεθνή δράση, αποτελεσματική και ενδεδειγμένη, σύμφωνα με τις κοινές αλλά διαφοροποιημένες ευθύνες τους, τις αντίστοιχες ικανότητές τους και την κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση». Το καταλαβαίνουμε όλοι, αλλά το αμελούμε.

Η δεύτερη αντιπαράθεση φέρνει αντιμέτωπες τις λογικές της πρόληψης και της προστασίας του περιβάλλοντος (πολλές φορές κατοχυρωμένες και ως συνταγματικό δικαίωμα) και τις φιλελεύθερες πολιτικές για την οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη. Όσο κι αν αυτή η διάκριση μοιάζει παλιομοδίτικη, όσο κι αν συχνά νομίζουμε πως έχει ξεπεραστεί από τα πράγματα (προς όφελος της λογικής της αγοράς), επανέρχεται με διάφορες ευκαιρίες θολώνοντας το τοπίο και παράγοντας πολιτικές και πολιτικούς που στέκονται με αμηχανία απέναντι στο πρόβλημα. Το αποτέλεσμα είναι να επιλέγουν μια αδρανή και οδυνηρή ουδετερότητα: ας βγάλει κάποιος άλλος το φίδι από την τρύπα. Αυτό είναι χαρακτηριστικό σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η απουσία επεξεργασμένων στρατηγικών από την πλευρά των κομμάτων εξουσίας, αναθέτει τις λύσεις στη βούληση τρίτων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παλιότερα η Τρόικα κτλ. 

Αν και με αρκετές παραλλαγές από την δεκαετία του 1980, η συζήτηση για το κλίμα εμφανίζεται στο κάδρο της παλιάς αντιπαράθεσης μεταξύ της βιομηχανικής λογικής και της περιβαλλοντικής ηθικής, κάτι που οδήγησε ασφαλώς στην οικοδόμηση της πολιτικής ταυτότητας της οικολογίας και στην ανάδυση της οικολογικής πολιτικής δέσμευσης. Με τη διαφορά ότι τώρα αυτή η αντιπαράθεση είναι πολύ πιο στοχευμένη, μιλάει με αριθμούς, επικαλείται καθιερωμένους επιστημονικούς και θεσμικούς οργανισμούς και διαθέτει σημαντική τεχνολογική υποστήριξη. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως γράφει ο Ulrich Beck, «η επιστήμη και η τεχνολογία, δεν απλοποιούν τις συζητήσεις στους τεχνικούς κύκλους όπου εμφανίζονται. Αντί να σβήνουν πολιτικές πυρκαγιές, ρίχνουν στις φλόγες το λάδι της ηθικής, οικολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης».

Η τρίτη αντιπαράθεση διαμορφώνεται μεταξύ των πολιτικών παραγόντων (καθώς και των υπεύθυνων λήψης αποφάσεων) και της κοινής γνώμης η οποία αμφισβητεί την ειλικρίνεια των κομμάτων και δυσκολεύεται να κατανοήσει τις καινούργιες πολιτισμικές απειλές. Το κοινό απαιτεί από τις κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς να προβλέψουν το κλίμα του μέλλοντος. Δεν ενδιαφέρεται τόσο για την ανάλυση των στοιχείων που διαμορφώνουν τα εργαλεία της πρόβλεψης, όσο για την διαβεβαίωση ότι τα πράγματα δεν θα είναι τόσο άσχημα στο ορατό μέλλον. Η δυσκολία που υπάρχει στην εκπλήρωση αυτής της απαίτησης δημιουργεί κρίση εμπιστοσύνης, ενώ παραλλήλως τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν να ικανοποιούν και να τροφοδοτούν το κοινό με θέαμα που παράγει ανασφάλεια και ερωτηματικά. Ο ειδικός, ακόμα κι αν δεν έχει όλες τις απαντήσεις, είναι μια παρηγοριά, σαν τον παπά της ενορίας, τον αστρομάντη ή τον γιατρό.

Στον παρόντα χρόνο, μια δεύτερη δύναμη εξουσίας είναι εκείνη που συσπειρώνει τεχνοκράτες, επενδυτές, τραπεζίτες, εκπροσπώπους των ΜΚΟ, media players, opinion makers (influencers), χορηγούς κ.λπ., που μπορούν να επηρεάσουν ευθέως την πολιτική εξουσία στις επιλογές και στις αποφάσεις της. Ακόμη κι αν η σχέση αυτή δεν λειτουργεί πάντοτε, γίνεται όλο και πιο αισθητή: δεν υπάρχει πλέον κυβερνητικό, κομματικό, αυτοδιοικητικό, συνδικαλιστικό ή ακόμα και πολιτιστικό πρόγραμμα που να μην περιλαμβάνει έστω μια παράγραφο για την Κλιματική Αλλαγή. Αλλά, αν οι δαπάνες για την πρόληψη δεν έχουν άμεσο και σχεδόν προσωπικό αντίκτυπο (εδώ αναφύεται ολίγον λαϊκιστικά η έννοια της «καθημερινότητας του πολίτη»), τα πράγματα είναι σκούρα για τις πολιτικές ηγεσίες. Έτσι, πολλές αποφάσεις παίρνονται στη ζούλα, χωρίς πολλές συζητήσεις, χωρίς ευρεία δημοσιότητα και κυρίως χωρίς απολογισμό της αποδοτικότητάς τους. Έτσι κάπως συμμετέχουμε σε διεθνείς οργανισμούς και Συνθήκες, όπου πληρώνουμε ένα σωρό λεφτά χωρίς να πολυρωτάμε πού δαπανώνται. Αν αναρωτηθούμε πιο είναι το ανταποδοτικό όφελος, ανοίγει μια δυσάρεστη συζήτηση που συνήθως οι κυβερνήσεις αποφεύγουν, εκτός αν πάσχουν από έλλειψη αναστολών τύπου Τραμπ.

Σήμερα, μπορούμε να μιλήσουμε για μια γεωπολιτική του κλίματος. Το εύρος των θεμάτων και η ποικιλία των θεσμικών παραγόντων που θα συναντήσουμε στις διεθνείς διασκέψεις, συγκροτούν μορφές νέων διεθνικών πεδίων. Υπό αυτές τις συνθήκες, η IPCC γεννήθηκε ως μια σύγχρονη μορφή θεσμικής διεθνοποίησης του κλιματικού ζητήματος, σηματοδοτώντας τον περιορισμό των εθνικών αρμοδιοτήτων και αναγνωρίζοντας την ανάγκη συντονισμού μεταξύ των χωρών. Το κόστος αυτού του μηχανισμού είναι τεράστιο όπως άλλωστε και οι προσδοκίες μας. Οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, εκχωρούν δικαιώματα στους διεθνείς οργανισμούς, περιμένοντας από αυτούς να κάνουν και ένα μέρος της δουλειάς που αντικειμενικά τους αναλογεί. Αυτή η συμμετοχή γίνεται ρουτίνα, π.χ. αναφορικά με τις μετρήσεις, την παραγωγή εθνικών εκθέσεων και την αξιολόγηση των πεπραγμένων: μαζί με τη ρουτίνα, αναπτύσσεται μια γραφειοκρατία η οποία με το πέρασμα του χρόνου ενδιαφέρεται πρωτίστως, όπως όλες οι γραφειοκρατίες, για την αναπαραγωγή της.

Ήδη κλείνουν σχεδόν 30 χρόνια από τη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή και η ανάγκη για αναθεώρηση της ίδιας της δομής της φαίνεται απαραίτητη. Αλλά κάθε τέτοια μεταρρύθμιση έχει μεγάλο κόστος. Πάντως αν θέλουμε έναν τρίτο πόλο υπερεθνικής εξουσίας, η IPCC είναι ένας σοβαρός υποψήφιος, ο οποίος όμως πρέπει να νομιμοποιηθεί ορθότερα ώστε να αποδυναμωθούν οι ολοένα αυξανόμενες επικρίσεις.

Τα κλιματικά φαινόμενα, τα παρόντα και τα μελλοντικά, συμμετέχουν στη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης προσέγγισης του χώρου και του χρόνου, δημιουργώντας συγκεκριμένες παραστάσεις στην ιστορία, τη μνήμη και τις προβλέψεις, αλλά και στο ίδιο και το πεδίο της ανάπτυξης. Οι πολιτικές για το κλίμα εμπεριέχουν επίσης μια ιδιαίτερη μορφή περιορισμού των εξουσιών −αφού εκχωρούν εξουσίες σε υπερεθνικούς οργανισμούς− με αντανακλάσεις στον πολιτικό λόγο, στην εκπαίδευση, στα ίδια τα δικαιώματα. Ένα μεγάλο ζήτημα που σχετίζεται με την επιβολή περιορισμών στις ελευθερίες του καπιταλισμού της κατανάλωσης, είναι ότι ο κάθε καταναγκασμός του πολίτη (ανακύκλωση, περιορισμός χρήσης πλαστικών, κουλτούρα αυτοκινήτου κ.λπ.) μεταφράζεται ως ζήτημα σύγκρουσης μιας οικουμενικής ηθικής με την ατομική υπευθυνότητα. Όσα διαδραματίζονται γύρω από το ερώτημα ποιος έχει την κύρια ευθύνη για την Κλιματική Αλλαγή είναι ένα επιπλέον δείγμα της σύγχυσης γύρω από την έννοια του «δημόσιου αγαθού»: ήδη από τη δεκαετία του 1960 εκτυλίσσεται διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών ενός πανίσχυρου (αν και αναποτελεσματικού) ρυθμιστικού κράτους και των υποστηρικτών μιας οικονομίας θεμελιωμένης στο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας. Στην πλανητική κλίμακα, είναι πιο εύκολο αλλά καθόλου αποτελεσματικό να αποδίδουμε γενικά και αόριστα τις ευθύνες στην «παγκόσμια κοινότητα» δημιουργώντας έτσι το έδαφος για την απαλλαγή των κρατών-εθνών.

Το 1968 ο Αμερικανός οικολόγος Garrett Hardin δημοσίευσε στο περιοδικό Science ένα άρθρο με τίτλο «Η τραγωδία των κοινών αγαθών» όπου ξεκινώντας από το παράδειγμα των κοινοτικών βοσκοτόπων της μεσαιωνικής Ευρώπης, προσπαθούσε να αποδείξει ότι η ελεύθερη πρόσβαση σε έναν πόρο συνεπάγεται αναπόφευκτα την καταστροφή του. Κάθε χρήστης, έγραφε ο Hardin, έχει συμφέρον να μεγιστοποιεί την νομή, προτού τον προλάβει ο άλλος κτηνοτρόφος. Ο ανταγωνισμός στη βάση του ιδιωτικού οφέλους απαξιώνει τελικά το συλλογικό κοινωνικό αγαθό. Έτσι, για το συγγραφέα, δεν υπάρχουν παρά δύο (ακραίες) λύσεις: είτε προσφυγή σε ένα αυταρχικό κράτος, είτε αυστηρή εφαρμογή των κανόνων της αγοράς μέσω της ιδιωτικοποίησης των πόρων. Το άρθρο του Hardin, αν και ανυπόφορα φορμαλιστικό για τα σημερινά δεδομένα, εγκαινίασε μια γόνιμη σχολή σκέψης, την νέα οικονομία των φυσικών πόρων. Μεταξύ όσων εντρύφησαν στο θέμα ήταν η Elinor Ostrom, συγγραφέας του βιβλίου «Διακυβέρνηση των κοινών αγαθών», η οποία βραβεύτηκε με Νόμπελ το 1990. Με αφετηρία μια ανθρωπολογική και ιστορική ανάλυση των προβιομηχανικών κοινωνιών, η Ostrom ανέπτυξε τη θέση (στον αντίποδα του Hardin) ότι «για χιλιάδες χρόνια οι ανθρώπινες κοινότητες κατάφεραν να ανακαλύψουν με πραγματιστικό τρόπο σχέσεις συνεργασίας που απέτρεπαν την υπερεκμετάλλευση των πόρων». Τα παραδείγματά της ήταν η αλιεία, η κτηνοτροφία, η τροφοσυλλογή, το κυνήγι, το νερό. Η ιδιοποίηση αυτών των πόρων είναι, σύμφωνα με την Ostrom, εξαιρετικά κοστοβόρα και πολλές φορές ανέφικτη. Αντιθέτως, η συνεταιριστική οργάνωση είναι ένας τρόπος να αποφεύγουμε τις αιματηρές συγκρούσεις που ξεσπούν όταν οι πόροι λιγοστεύουν (ξηρασίες, λιμοί κ.λπ.). Η Ostrom επιχείρησε μια προβολή στο σήμερα συνηγορώντας υπέρ της συλλογικής διαχείρισης ως τον τρίτο δρόμο ανάμεσα στον κρατισμό και τον νεοφιλελευθερισμό − κάτι που δεν μπορεί βέβαια να επεκταθεί στο σύνολο των πόρων και που προϋποθέτει ομοιογενείς κοινωνικές ομάδες, οι οποίες, εκτός του ότι μοιράζονται κοινές αξίες, διαθέτουν την εξουσία και τη δύναμη να εκτοπίζουν τους παρείσακτους που θα μπορούσαν να εκτρέψουν το σύστημα από τον σωστό δρόμο. Σύμφωνα με την Ostrom πάντως, μια κοινωνία ελεύθερων και υπεύθυνων ατόμων είναι σε θέση μέσω της εθελοντικής αυτοοργάνωσης να δώσει απαντήσεις σε διλήμματα στα οποία προσκρούουν τα διάφορα μοντέλα διακυβέρνησης. Η υπόθεση εργασίας θυμίζει τον Alexis de Tocqueville και το έργο του «Η Δημοκρατία στην Αμερική», καθώς και τις πρώτες αναρχικές και σοσιαλιστικές ουτοπίες, τις οποίες περιγράφει, μεταξύ άλλων, ο Jean Louis Comolli στην κινηματογραφική ταινία του «Sicilia» και μετά απ' αυτόν ο Μιχάλης Μοδινός στο μυθιστόρημά του «Εκουατόρια».

Όλα τούτα μοιάζουν (και είναι) δύσκολα σε κοινωνίες που έχουν συνδέσει τη μοίρα τους με τη συσσώρευση (χρημάτων, αγαθών, υποδομών, απορριμμάτων, οπλικών συστημάτων κτλ.) και σε οικονομίες καταδικασμένες σε διαρκή μεγέθυνση. Είναι σαφές ότι το κοινωνικό και οικονομικό μας μοντέλο στηρίζεται στην αδιάκοπη διεύρυνση της σφαίρας της κατανάλωσης, όχι εξαιτίας του πολλαπλασιασμού των αναγκών, αλλά διότι μόνον έτσι μπορεί να διατηρηθεί η ομοιοστασία του συστήματος της αγοράς και η χαμηλή εντροπία. Όπως λέει ο οικονομολόγος Serge Latouche, «μόλις η μεγέθυνση επιβραδύνεται ή σταματά, έχουμε κρίση. Αποικισμένη από τη χρηματοοικονομική λογική, η οικονομία μοιάζει με γίγαντα σε ασταθή ισορροπία, που δεν κρατιέται όρθιος παρά χάρη στο συνεχές τροχαδάκι, συντρίβοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Οι κυβερνήσεις και τα κράτη χρειάζονται τη μεγέθυνση για να πραγματοποιούν τον τετραγωνισμό του φορολογικού κύκλου: για να καλύπτουν τα αναγκαία έξοδα χωρίς να αυξάνουν τους αντιδημοφιλείς φόρους». Αυτό το μοντέλο δύσκολα μπορεί να συμφιλιωθεί με έγνοιες και προοπτικές κλιματικής σταθερότητας.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ