Πολιτικη & Οικονομια

Τι ήταν τελικά η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ

Τέσσερις επιστήμονες απαντούν στις ερωτήσεις του Αντώνη Παγκράτη: ήταν όντως παράδοξο το δίδυμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Μπορεί να επαναληφθεί μια τέτοια συμμαχία;

antonis-pagkratis.jpg
Αντώνης Παγκράτης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αλέξης Τσίπρας και Πάνος Καμμένος
© EUROKINISI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡH

O αναπληρωτής καθηγητής ΑΠΘ, Βασίλης Βαμβακάς, απαντά στο ερώτημα τι ήταν η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με αφορμή το συλλογικό έργο «Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ».

Με αφορμή το συλλογικό έργο «Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σιδέρη (επιμέλεια Μ. Μαραγκουδάκη και Θ. Χατζηπαντελή) ζητήσαμε από τρεις συγγραφείς του βιβλίου και έναν προσκεκλημένο να απαντήσουν στην εξής ερώτηση: Στη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- AΝΕΛ εκτός από τον προφανή καιροσκοπικό στόχο που το σχήμα αυτό επεδίωκε και τελικώς πέτυχε -την κατάληψη της εξουσίας- μπορούμε να διακρίνουμε κάποια θεμέλια αυτής της συνεργασίας που, φαίνεται τόσο παράδοξη; Υπάρχει κάποια συνισταμένη που θα επέτρεπε την ικανοποίηση του οράματος των δύο κομμάτων για την πολιτική οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας; Υπάρχει κάποια σύμπτωση νοοτροπιών, πεποιθήσεων ηγεσιών και ψηφοφόρων; Ήταν ένα πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο που δύσκολα μπορεί να επαναληφθεί, ή υπάρχουν ιδεολογικά ερείσματα που θα ευνοούν μελλοντικά τέτοιου είδους συνεργασίες;

Κατά τη γνώμη μου από το σχόλιο/απάντηση του αναπληρωτή καθηγητή στο ΑΠΘ, Βασίλη Βαμβακά, το πρώτο από τα τέσσερα, που δημοσιεύεται σήμερα, προκύπτει το εξής: Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προτού γίνει νομίμως ορθή και πολιτικώς εφικτή μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του 2015, το οποίο δεν αναδείκνυε αυτοδύναμη κυβέρνηση, φαίνεται ότι οφείλει την ύπαρξή της σε μια άδηλη πνευματική συμμαχία η οποία διαμορφώθηκε στην πλατεία Συντάγματος, στην πλατεία των διαμαρτυριών. Το πλαίσιο της εξέλιξης αυτής ήταν ο φόβος μιας γενιάς ανθρώπων οι οποίοι είχαν μεγαλώσει στην εποχή της ευημερίας και εκδήλωναν αγανάκτηση για την πολιτική λιτότητας. Όμως ο φόβος είχε ως αφετηρία την προάσπιση της διατήρησης των υπαρχουσών συνθηκών διαβίωσης και όχι μια δικαιολογημένη αγωνία απέναντι στην επιβεβλημένη ανάγκη αλλαγής για την επιβίωση. Μια ριζικά συντηρητική κοινωνία χειραγωγεί τη νεολαία της προς την αντισυμβατικότητα με κρυφό σκοπό την εξασφάλιση των κεκτημένων. 

Ακολουθεί ολόκληρη η απάντηση του Βασίλη Βαμβακά για την οποία ο ίδιος προτείνει ως τίτλο δυο λέξεις: «Ριζοσπαστικός συντηρητισμός».

Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπήρξε αποτέλεσμα των πολιτικών διεργασιών που ξεκίνησαν με την οικονομική κρίση. Θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε τη συγκυβέρνηση αυτή μονάχα μια υπόθεση «κορυφής», δηλαδή μονάχα καρπό τακτικών κινήσεων δυο κομματικών ηγεσιών. Το πνεύμα σύμπνοιας μεταξύ ριζοσπαστικής αριστεράς και (ακρο)δεξιάς σφυρηλατήθηκε τουλάχιστον από το 2011 μέχρι το 2015 στους δρόμους της διαμαρτυρίας και της αγανάκτησης. Ήταν μια από τα κάτω συμμαχία που χτίστηκε στη δυσφορία που ένιωσαν κυρίως τα μεσαία στρώματα από τον φόβο και σταδιακά το βίωμα της κοινωνικής πτώσης και ανασφάλειας που δημιούργησε η κρίση. Ήταν μια ιδεολογική συμμαχία που εξέφρασε κυρίως γενιές που δεν είχαν πολιτικοποιηθεί με τους παραδοσιακούς τρόπους της μεταπολίτευσης, που ουσιαστικά είχαν γαλουχηθεί στην «απολίτικη» εποχή της ευημερίας της ύστερης μεταπολίτευσης, που δεν είχαν αυστηρές κομματικές στρατεύσεις και απλώς ένιωσαν οργή και αδιέξοδο με τις πολιτικές λιτότητας που επέβαλαν τα μνημόνια. Το κοινωνικό έρεισμα αυτής της συμμαχίας ήταν μεγάλο, στον βαθμό που τα δύο κόμματα, το καθένα με το δικό του τρόπο, υπηρέτησε πιστά το εθνικολαϊκιστικό αφήγημα που κυριάρχησε στην ελληνική δημόσια σφαίρα τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Το αφήγημα εκείνο που ήθελε να βλέπει «κακούς» ξένους που εκμεταλλεύονται τις συνθήκες για να αφανίσουν το ελληνικό έθνος, και πρόθυμες ελίτ που προδοτικά συμμαχούσαν μαζί τους για να σώσουν το τομάρι τους. Ο ρόλος του διαδικτύου στην εκκόλαψη αυτής της ιδεολογικής ηγεμονίας ήταν πολύ σημαντικός, χωρίς βέβαια να υστερούν ως προς αυτό τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ειδικά το κόμμα των ΑΝΕΛ υπήρξε το πρώτο «διαδικτυακό» κόμμα στην Ελλάδα που γεννήθηκε ακριβώς πάνω στην κορύφωση της κρίσης.

Ακόμη όμως και στο επίπεδο του πολιτικού στιλ της ηγεσίας των δύο κομμάτων, η συμμαχία δεν υπήρξε τυχαία. Οι δύο ηγέτες κατάφεραν να εκπροσωπήσουν από κοινού, παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές τους αφετηρίες, αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αντιδυτικισμό και μισαλλόδοξο αντισυστημισμό. Η εχθρότητά τους προς το «παλιό», η επιθετικότητα της «μάγκικης» ρητορικής τους, η επίκληση σε μια ξένη και εγχώρια «Κατοχή» υπήρξε ο κοινός καμβάς πάνω στον οποίο συναντήθηκαν με τρόπο μαγικό στην Ελλάδα ο Ούγκο Τσάβες και ο Ζαν Μαρί Λεπέν. Τσίπρας και Καμμένος απέδειξαν ότι ο ελληνικός ριζοσπαστισμός έχει δύο όψεις (αριστερή και δεξιά) αλλά επί της ουσίας έχει κοινούς στόχους, γιατί δεν εκφράζει τόσο μια νέα συνθήκη, δεν οραματίζεται κάτι καινούργιο, αλλά επιδιώκει να προφυλάξει και να συντηρήσει πολιτικές και κοινωνικές δομές του παρελθόντος, με τον «εκσυγχρονισμό» ως βασικό κοινό αντίπαλο. Αυτός ο συντηρητικός εγχώριος ριζοσπαστισμός βρήκε ιδανικούς ενσαρκωτές τους δύο ηγέτες των κομμάτων που από τη μια υπόσχονταν ρήξεις με το «σύστημα» και από την άλλη εγγυώνταν την επανίδρυσή του, αφού ήταν οι ίδιοι προϊόντα της μεταπολιτευτικής κομματικής μηχανής. Το προεκλογικό σποτ με τον Πάνο Καμμένο να εγγυάται ότι ο «Αλέξης» (ως ανώριμο παιδί) δεν θα εκτροχιάσει το τρένο υπό τη δική του συνεργασία είχε πολλές συνδηλώσεις. Ίσως αυτή που δεν προσέχτηκε αρκετά είναι εκείνη μιας συντηρητικής κοινωνίας που έβαλε την «επαναστατημένη νεότητά» της να επιδείξει την αντισυμβατικότητα της, κάτω από τη δική της καθοδήγηση και ανατροφή.

Στο επόμενο άρθρο την ερώτηση θα απαντήσει ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Αιγαίου Μανούσος Μαραγκουδάκης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ