Πολιτικη & Οικονομια

Κίνα-Βρετανία-Χονγκ Κονγκ: Ο επόμενος γύρος θα είναι χειρότερος

Η ένταση μεταξύ των δύο κρατών ανεβαίνει. Αφορμή η πολιτική του Πεκίνου απένατι στην πρώην βρετανική αποικία. Πρόσφατη πρόφαση, οι Ουιγούροι.

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι πρόσφατες κυρώσεις της Κίνας σε βρετανούς πολίτες ανεβάζει ακόμη περισσότερο την ένταση στις σχέσεις Βρετανίας-Κίνας με αφορμή το Χονγκ Κονγκ

Την τελευταία εβδομάδα, οι σχέσεις μεταξύ Βρετανίας και Κίνας έχουν περάσει σε μια απρόβλεπτη φάση. Αφορμή αποτέλεσε η απόφαση του Κινέζου Πρόεδρου, Σι Τζινπίνγκ, να επιβάλει κυρώσεις σε τέσσερις Βρετανικούς φορείς και εννιά Βρετανούς πολίτες – μεταξύ των οποίων και πέντε Βρετανοί βουλευτές των Συντηρητικών – κατηγορώντας τους λίγο-πολύ για αντικινεζική προπαγάνδα σε ό,τι αφορά την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της μειονότητας των ουιγούρων μουσουλμάνων. Οι «κατηγορούμενοι» δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να ταξιδέψουν στην Κίνα, ενώ οι κινέζοι πολίτες «απαγορεύεται» να έχουν οποιαδήποτε επαγγελματική σχέση μαζί τους.

Η αντίδραση του Μπόρις Τζόνσον ήταν σαφής και αδιαπραγμάτευτη. Ενδεικτικά, σε μια ομιλία που κράτησε πάνω από τριάντα λεπτά, ο Βρετανός πρωθυπουργός υπερασπίστηκε πλήρως όσους πρόσθεσε το κινεζικό καθεστώς στην ατελείωτη διεθνή μαύρη λίστα του, αποκαλώντας τους «πολεμιστές της ελευθερίας του λόγου». Στη μεγάλη εικόνα όμως, αυτό το συμβάν επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τις Σινο-Βρετανικές σχέσεις, οι οποίες δοκιμάζονται εξαιτίας του αμείωτου κινεζικού παρεμβατισμού στο Χονγκ Κονγκ.

Μια ιστορική αναδρομή

Το Χονγκ-Κονγκ αποτέλεσε ένα κόσμημα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για σχεδόν 150 χρόνια. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Πόλεμου του Οπίου (1839-1842) οι Βρετανικές δυνάμεις εισέβαλαν στο νησί επιτυγχάνοντας να το προσαρτήσουν στις αμέτρητες τότε αποικίες της Αυτοκρατορίας. Το 1898, μετά τη συντριβή της Δυναστείας των Τσιγκ στον Πρώτο Σινό-Ιαπωνικό πόλεμο, Κίνα και Βρετανία συμφώνησαν πως το Χονγκ Κονγκ θα παρέμενε υπό Βρετανική επιρροή για τα επόμενα 99 χρόνια, με τη Βρετανική Αυτοκρατορία να διατηρεί το γεωπολιτικό της πλεονέκτημα στην περιοχή – στην οποία οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις έδειχναν σταδιακά περισσότερο ενδιαφέρον.

Οπωσδήποτε, ο τότε Βρετανός υπουργός του Πεκίνου, Σερ Κλοντ Μακντόναλντ, δε θα μπορούσε να φανταστεί πόσα θα άλλαζαν μέσα στον επόμενο αιώνα. Μπορεί μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους – και μια σύντομη Ιαπωνική κατοχή – το Χονγκ Κονγκ να παρέμεινε κομμάτι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, τα περισσότερα υπόλοιπα εδάφη της όμως επέλεξαν το ένα μετά το άλλο την πλήρη ή τη διοικητική ανεξαρτησία τους από το Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια της αποαποικιοποίησης, η Αυτοκρατορία είδε τις αχανείς επικράτειες του Καναδά και της Ωκεανίας να μετατρέπονται σε ανεξάρτητα κράτη – διατηρώντας τον εκάστοτε Βρετανό μονάρχη ως τυπικό επικεφαλής του κράτους – ενώ παράλληλα αντιμετώπισε τη βίαιη διάσπαση και ανεξαρτητοποίηση των Βρετανικών Ινδιών, αλλά και αμέτρητα κινήματα ανεξαρτησίας στην Αφρική.

Παράλληλα, η Κίνα δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο διαφορετική από την εποχή του Μακντόναλντ. Η εποχή των αυτοκρατορικών δυναστειών είχε πλέον εκλείψει, με  το κινέζικο κομμουνιστικό κόμμα να επικρατεί το 1949 στον κινέζικο εμφύλιο υπό την ηγεσία του Μάο Τσετούνγκ, μετατρέποντας την Κίνα σε μια κολοσσιαία γεωπολιτική – και πλήρως αυταρχική – δύναμη. Έτσι, όταν το 1997 έληξε η διάρκεια της σύμβασης, το Χονγκ Κονγκ αποτελούσε ένα μοναχικό απομεινάρι της κάποτε κραταιής Βρετανικής Αυτοκρατορίας, το οποίο η Βρετανική κυβέρνηση καλούταν να επιστρέψει σε μια Κίνα που δεν έμοιαζε σχεδόν σε τίποτα με εκείνη του 19ου αιώνα.

Η αθέτηση των Κινέζικων εγγυήσεων

Οι δύο χώρες ετοιμάζονταν συστηματικά για την παράδοση του Χονγκ Κονγκ από το 1984. Σε μια κοινή προσέγγιση, συμφώνησαν πως μετά την αποχώρηση των Βρετανών, η Κίνα θα εγγυούταν την πολιτική ακεραιότητα της περιοχής για πενήντα χρόνια, εξασφαλίζοντας πως το Χονγκ Κονγκ θα διατηρούσε τη διοικητική του ανεξαρτησία από το Πεκίνο. Πρακτικά μιλώντας, η συμφωνία του 1984 ουσιαστικά εξασφάλιζε στους πολίτες της περιοχής τη συνέχιση των δυτικών πολιτικών τους δικαιωμάτων –  όπως πχ. την ελευθερία του λόγου και του τύπου – τα οποία οι πολίτες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας που προέκυψε από τον κινεζικό εμφύλιο δε θα μπορούσαν ούτε να φανταστούν.

Από το 1997 μέχρι και το 2010, το κινεζικό καθεστώς σεβάστηκε σε ικανοποιητικό βαθμό τη διοικητική ανεξαρτησία του Χονγκ Κονγκ. Στο πνεύμα του δόγματος «ένα κράτος, δύο συστήματα» το οποίο εμπνεύστηκε ο Τενγκ Σιαοπίνγκ, το Πεκίνο υποστήριζε για δεκαετίες πως τόσο το Χονγκ Κονγκ, όσο και η Ταϊβάν – όπου βρήκαν καταφύγιο οι ηττημένες δημοκρατικές δυνάμεις του εμφυλίου – μπορούν να αποτελούν κομμάτια της κινεζικής επικράτειας, διατηρώντας τα πολιτικά τους συστήματα. 

Όμως, κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας και υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ, το Πεκίνο ξεκίνησε να ξηλώνει σταδιακά τις προϋποθέσεις της συμφωνίας. Το 2014, το κομμουνιστικό κόμμα προσπάθησε για πρώτη φορά να παρέμβει στο εκλογικό σύστημα του Χονγκ Κονγκ νομοθετώντας ένα σετ «πατριωτικών προϋποθέσεων» για τους υποψήφιους πολιτικούς, με τους πολίτες να αντιδρούν αμέσως, ξεκινώντας την «επανάσταση της Ομπρέλας»· αυτή ήταν η πρώτη φορά όπου έγιναν ξεκάθαρες τόσο οι προθέσεις του Τζινπίνγκ να προσαρτήσει διοικητικά το Χονγκ Κονγκ στο Πεκίνο, όσο και η άρνηση των κατοίκων του να αποδεχτούν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Από το 2014 μέχρι σήμερα, η κινεζική κυβέρνηση έχει προσπαθήσει με πολλούς τρόπους – και επιτυχία – να αυξήσει την επιρροή της στο Χονγκ Κονγκ, αδιαφορώντας πλήρως για τη διεθνή κατακραυγή τόσο από τον ΟΗΕ, όσο και από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. 

Η ένταση ανάμεσα σε Πεκίνο και Χονγκ Κονγκ κορυφώθηκε το 2019, με αφορμή τη μεταρρύθμιση της έκδοσης κατηγορούμενων και κρατουμένων. Έχοντας προβλέψει τον κίνδυνο αυταρχισμού που θα έκρυβε η δυνατότητα της κινεζικής κυβέρνησης να ασκεί έμμεσα έλεγχο μέσω φυλακίσεων των πολιτικών της αντιπάλων, η Βρετανία είχε φροντίσει να απαγορεύσει τη διαδικασία έκδοσης πριν αποχωρήσει από το την περιοχή. Όταν όμως το 2018 ένας πολίτης του Χονγκ Κονγκ δολοφόνησε τη σύντροφο του στην Ταϊβάν, το φιλο-κινεζικό «Κόμμα της Προόδου» προχώρησε υπό τις οδηγίες του Τζινπίνγκ στην αλλαγή της νομοθεσίας, διευκολύνοντας τις εκδόσεις· οι αντιδράσεις που ακολούθησαν ήταν οι μεγαλύτερες της ιστορίας, καθώς οι πολίτες του Χονγκ Κονγκ ερμήνευσαν – σωστά – το νομοθέτημα ως άλλη μια απόπειρα της κινεζικής κυβέρνησης να ασκήσει τον έλεγχο της στην περιοχή, καθώς θα είχε πλέον τη δυνατότητα να κυνηγήσει λίγο-πολύ όποιον ήθελε με πρόφαση την ασφάλεια του κράτους.

Η απάντηση της Βρετανίας

Οι μαζικές διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ έφεραν τη Βρετανία σε ολομέτωπη σύγκρουση με την Κίνα. Στα πλαίσιο της έντασης, το Πεκίνο συνέλαβε τον πρώην υπάλληλο της Βρετανικής πρεσβείας στο Χονγκ Κονγκ, Σάιμον Τσενγκ, βασανίζοντας τον ώστε να δηλώσει πως οι αντιδράσεις ήταν υποκινούμενες από το Λονδίνο· ο Τσενγκ τελικά διέφυγε στη Βρετανία όπου του παραχωρήθηκε άσυλο το 2020. Πολύ σύντομα, ο Μπόρις Τζόνσον ανακοίνωσε πως η Βρετανία θα διευκολύνει την απόκτηση Βρετανικού διαβατηρίου «υπεράκτιων περιοχών» (BNO) σε περισσότερους πολίτες του Χονγκ Κονγκ· τα BNO αποτελούν κατάλοιπο της Βρετανικής κυριαρχίας στο Χονγκ Κονγκ, με τη Βρετανική κυβέρνηση όμως να χαλαρώνει τις προϋποθέσεις απόκτησης τους ως ανάχωμα στον επεκτατισμό του Πεκίνου. Ουσιαστικά, ο Τζόνσον φρόντισε ώστε τα BNO να δίνουν το δικαίωμα πενταετούς παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο στους πολίτες του Χονγκ Κονγκ, παρέχοντας τους τη δυνατότητα να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι μετά από ακόμα ένα έτος.

Αμέσως, τόσο το Πεκίνο, όσο και η ελεγχόμενη από τον Τζινπίνγκ κυβερνητική πλειοψηφία του Χονγκ Κονγκ ανακοίνωσαν πως δε θεωρούν τα BNO νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα – παρότι από το 1997 μέχρι και το 2021 τα αναγνώριζαν κανονικά. Η Βρετανική κυβέρνηση αντέδρασε σημειώνοντας το προφανές – πως η Κίνα δεν έχει το δικαίωμα να μην τα αναγνωρίζει – θεσμοθετώντας παράλληλα μια ειδική βίζα για τους κατόχους τους ώστε να μπορούν να ταξιδέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο· υπολογίζεται πως πάνω από 300.000 πολίτες θα κάνουν αίτηση το αμέσως επόμενο διάστημα. Ο Τζόνσον δήλωσε «απερίγραπτα περήφανος» για την προστασία που θα παρέχει η Βρετανία σε πολλούς πολίτες του Χονγκ Κονγκ, με τον Κινέζο υπουργό εξωτερικών, Ζάο Λιτζιάν, να τονίζει πως «το Χονγκ επέστρεψε στην Κίνα πριν από 24 χρόνια» καλώντας τη Βρετανία να το δεχτεί – αποφεύγοντας, φυσικά, οποιαδήποτε αναφορά στη συμφωνία του 1984 και την καταπάτηση της από την κινεζική κυβέρνηση.

Η δύσκολη αποσυμπίεση

Η προσπάθεια του Σι Τζινπίνγκ να καταλύσει την ανεξαρτησία του Χονγκ Κονγκ δεν είναι τυχαία. Αντίθετα, εντάσσεται στον ευρύτερο επεκτατισμό του Πεκίνου, τόσο στην ανατολική Ασία, όσο και σε Ευρώπη και Αφρική μέσω του «δρόμου του μεταξιού». Με τη συνεχώς αυξανόμενη γεωπολιτική και οικονομική επιρροή της Κίνας να αποτελεί το μεγαλύτερο ερώτημα των διεθνών σχέσεων σήμερα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η κινεζική κυβέρνηση θα συνεχίσει στον ίδιο τόνο την προσπάθεια να ελέγξει απόλυτα τα εδάφη που θεωρεί δικαιωματικά δικά της, τόσο στο Χονγκ Κονγκ, όσο και στην Ταϊβάν και το Μακάου.

Η Βρετανική κυβέρνηση θα μπορούσε θεωρητικά να αρκεστεί σε επικοινωνιακές καταδίκες του κινεζικού επεκτατισμού. Επιπλέον, αρκετοί περίμεναν πως ειδικά μετά την περιπέτεια του Brexit, ο Τζόνσον θα απέφευγε την ευθεία σύγκρουση με μια από τις τρεις υπερδυνάμεις του σημερινού διεθνούς περιβάλλοντος – με την οποία αρχικά προσπάθησε να χτίσει καινούργιες εμπορικές σχέσεις. Έχοντας όμως απαντήσει με αυτοπεποίθηση στον Τζινπίνγκ, οι σχέσεις Κίνας και Βρετανίας έχουν γίνει πλέον εξαιρετικά δύσκολες. με τις κυρώσεις της κινεζικής κυβέρνησης στους Βρετανούς βουλευτές να είναι μάλλον ενδεικτικές για όσα θα ακολουθήσουν. Σε κάθε περίπτωση, οι πρωτοβουλίες του Τζόνσον κέρδισαν την εκτίμηση του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος έχει βάλει την Κίνα στο στόχαστρο από την προεκλογική περίοδο, με την «ξεχωριστή σχέση» ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο να αναθερμαίνεται απέναντι σε έναν κοινό αντίπαλο· αυτό είναι πιθανότατα το μεγαλύτερο κέρδος της Βρετανικής κυβέρνησης.