Πολιτικη & Οικονομια

Οι «συγγνώμες» της τρομοκρατίας στην Ευρώπη. Πλην Ελλάδας...

Υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες και δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο της συγγνώμης από κάποιον εκ των καταδικασθέντων για τρομοκρατική δράση;

Κώστας Κυριακόπουλος
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όταν οι τρομοκράτες ζητούν συγγνώμη. Γιατί δεν συνέβη και στην Ελλάδα; Ένα ρεπορτάζ του Κώστα Κυριακόπουλου - Τι λέει ο γνωστός δικηγόρος Κώστας Ντάλτας

Πάνω από τη  βαριά ιστορία της νεότερης ευρωπαϊκής τρομοκρατίας και του αντάρτικου πόλης, από τα τέλη των 80s, αρχές των 90s, πλανάται μια λέξη. Πετάει σαν ενοχλητικό κι επικίνδυνο έντομο και πάνω από τα κεφάλια όλων όσοι ονειρεύονταν ακόμα σφαίρες, δολοφονίες και βόμβες. Κουβαλάει μαζί του προσωπικές ακυρώσεις, ματαιώσεις, απογοητεύσεις, απότομες προσγειώσεις στην πραγματικότητα ενός κόσμου που αλλάζει διαρκώς, τύψεις κι ενοχές. Είναι η λέξη «συγγνώμη».

Οι διαδρομές στα «μολυβένια χρόνια» του αντάρτικου πόλης στις γειτονιές της Ρώμης, της Μαδρίτης, του Βερολίνου, οι ένοπλες επιθέσεις, οι φτηνές αποτιμήσεις της ανθρώπινης ζωής μπροστά στην επίτευξη του «στόχου». Το αίμα στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, η πολιτική επιχειρηματολογία, οι ιδιοκατασκευασμένες ιδεολογικές πραγματικότητες στα μυαλά των δολοφόνων, οι προκάτ θεωρητικές δικαιολογίες που αφαιρούσαν σαν χειρουργικά εργαλεία κάθε υποψία δισταγμού για τις ζωές που θα έπαιρναν με τα κρυμμένα όπλα στα μπουφάν και τα παντελόνια τους. Και μετά;

Μετά, η αιματηρή δημοσιότητα, οι δημοσιεύσεις των προκηρύξεων, τα επινίκια, η τόνωση της ψύχωσης ότι έτσι θ’ άλλαζε ο κόσμος. Μετά ήρθε η κατάρρευση, ήρθαν οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις, οι αναγωγές κάποιων από αυτούς σε λαϊκούς ήρωες. Αλλά έτσι ήταν ο κόσμος τότε. Και μετά οι δικές τους εσωτερικές μάχες. Για κάποιους φυλακισμένους ή και ασύλληπτους τρομοκράτες η έκφραση μεταμέλειας και δημόσιας συγγνώμης εμφανίστηκε ως φλεγμονή των χαμένων ψευδαισθήσεων. Ως νομοτελειακή υπαρξιακή ανάγκη. Για κάποιους άλλους ως κίνηση τακτικής, ως ωφελιμισμός στην προσπάθειά τους να αποκομίσουν οφέλη από τις εκάστοτε ευεργετικές διατάξεις του νόμου, όπως η εθελοντική εργασία η οποία λειτούργησε ως προϋπόθεση, π.χ. για τη μείωση της ποινής με τελικό στόχο την αποφυλάκιση.

Μια τέτοια διαδικασία, της «μεταμέλειας» και της δημόσιας έκφρασης συγγνώμης ακολουθήθηκε, για παράδειγμα, από πολλά στελέχη των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» στην Ιταλία. Αυτό, βεβαίως, έχει άμεση σχέση με τις πολιτικοϊδεολογικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας όπου ευδοκίμησε το φαινόμενο του «αντάρτικου πόλης». Στην Ελλάδα, το φαινόμενο της «μεταμέλειας» ταυτίστηκε ιδεολογικοπολιτικά με το κατακριτέο παράδειγμα του «δηλωσία» στα χρόνια της δικτατορίας που έκανε δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού για να αποφυλακιστεί και αρκετά χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το 1949. Εξετάζοντας, λοιπόν, το φαινόμενο της δράσης της 17Ν θα διαπιστώσει κάποιος τον χρόνιο οίστρο της να καλλιεργήσει για τον εαυτό της την ταυτότητα του ιστορικού συνεχιστή του ΕΛ.ΑΣ., η ήττα του οποίου αποτελεί τη μεγαλύτερη και, κατά τα φαινόμενα, ανεπούλωτη πληγή της ελληνικής Αριστεράς.

Στην Ελλάδα ουδέποτε, από την εξάρθρωση της μεγαλύτερης τρομοκρατικής οργάνωσης, της 17Ν, και έπειτα δεν έχει εκφραστεί κάποια δημόσια συγγνώμη. «Το αντίθετο», θα πουν κάποιοι μελετητές της ελληνικής τρομοκρατίας. «Ουδείς εκ των πρωταγωνιστών έχει ζητήσει συγγνώμη για τις πράξεις και τη δολοφονική του δράση», μας λέει, ένα παλιό στέλεχος της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας που είχε ενεργό ρόλο στην εξάρθρωση της 17Ν, μετά από την έκρηξη της βόμβας στα χέρια του Σάββα Ξηρού το βράδυ της 29ης Ιουνίου 2002 στο λιμάνι του Πειραιά. Για να συμπληρώσει: «Όσοι είχαμε μελετήσει την τρομοκρατία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είχαμε τη σιγουριά ότι κάποια στιγμή, είτε στις απολογίες τους είτε αργότερα, κάποιος από αυτούς θα εκδήλωνε τη δημόσια συγγνώμη του στις οικογένειες των θυμάτων. Δεν υπήρξε κάτι τέτοιο παρά μόνο η δήλωση από έναν κατηγορούμενο -και μάλιστα από τους πιο μεγάλους σε ηλικία- κατά τη διάρκεια της δικης του ότι αποκηρύσσει την τρομοκρατία, τίποτα περισσότερο».


Κώστας Ντάλτας, δικηγόρος στην A.V.: «Αν ζητούσαν συγγνώμη οι δικοί μας τρομοκράτες θα απογοήτευαν τους υποστηρικτές τους»

Υπάρχουν, άραγε, κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες και στην Ελλάδα δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο της συγγνώμης από κάποιον εκ των καταδικασθέντων για τρομοκρατική δράση; 
«Γιατί στην Ελλάδα είχαμε σημαντική υποστήριξη ακόμα και μετά τις καταδίκες από μερίδα του πολιτικού κόσμου και με ενεργητικό το κίνημα του αντιεξουσιαστικού χώρου. Επίσης υπήρξε μία νεότερη γενιά ένοπλης πολιτικής βίας, όπως για παράδειγμα η περίπτωση του Μαζιώτη ή οι “Πυρήνες της φωτιάς”. Και με αυτές τις ομάδες έγινε προσπάθεια σύνθεσης με την ιστορική περίοδο της δράσης της 17Ν», θα πει ο γνωστός δικηγόρος Κώστας Ντάλτας.

Είναι ιδεολογικοί οι λόγοι ή έχουμε να κάνουμε με κινήσεις προσωπικής τακτικής των καταδικασθέντων;
Πράγματι στον χώρο των οργανώσεων της ένοπλης πολιτικής βίας στην Ελλάδα δεν έχει καταγραφεί ούτε ένα περιστατικό συγνώμης ή μεταμελείας, όπως συνέβη με αντίστοιχα φαινόμενα στην Ευρώπη, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στη Γαλλία. Ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίον αυτό δεν συνέβη στην Ελλάδα είναι ότι από την πλευρά των κατά καιρούς κατηγορουμένων υπήρχε άρνηση των κατηγοριών, επομένως ήταν λογικό. Πώς να ζητήσει συγνώμη κάποιος που αρνείται τις κατηγορίες; Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η δράση των οργανώσεων αυτόν είχε αποδοχή από ένα ικανό τμήμα της κοινής γνώμης στην αρχή αλλά και μία δηλωμένη ή και αδήλωτη συμπάθεια από μερίδα του πολιτικού προσωπικού της χώρας. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι τα 14 από τα 17 μέλη που ήταν επικεφαλής των συνιστωσών του Σύριζα, όταν αυτός έγινε αξιωματική αντιπολίτευση το 2012, είχαν καταθέσει ως μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη της 17 Νοέμβρη. Και αυτό είναι καταγεγραμμένο επισήμως.

Πέρα από αυτήν, την «επίσημη» έκφραση υπεράσπισης της δράσης της 17Ν, σε κοινωνικό επίπεδο, τι έχετε διαβλέψει;
Αυτό που έχουμε παρατηρήσει και συμπεράνει είναι ότι παρά την εξάρθρωση διαφόρων οργανώσεων, ένα ικανό κομμάτι του αντιεξουσιαστικού χώρου, της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά και κοινοβουλευτικών κομμάτων, όχι μόνο ουδέποτε θεώρησε τη δράση αυτή ως αντίπαλη στο κοινωνικό γίγνεσθαι αλλά και κάποιοι τη θεωρούσαν ανομολόγητα και πράγματι «επαναστατική». Επομένως, οι μετέχοντες στις δράσεις αυτές δεν θεωρούσαν εαυτόν ποτέ απομονωμένο. Αντίθετα, θεωρούσαν ότι εξακολουθούν να παίζουν ρόλο στα πολιτικά πράγματα, κάτι που είναι σημείο αναφοράς και επομένως πηγή υποστήριξης προς αυτούς. Η συγνώμη ή η μεταμέλεια θα ήταν μεγάλη απογοήτευση προς μία μερίδα ανθρώπων που εξακολουθούν να τους στηρίζουν ψυχικά, ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά μέχρι και σήμερα.


Ο Φερνάντο Αραμπούρου στο μυθιστόρημά του «Πατρίδα» (εκδ. Πατάκης, μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη) πραγματεύεται και το θέμα της συγγνώμης του καταδικασμένου για τρομοκρατική δράση, στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της δράσης της ΕΤΑ στην Ισπανία. Σε μία από τις κορυφώσεις της ιστορίας του, αναφέρεται σε έναν τρομοκράτη που έχει συλληφθεί για δολοφονία και εκτίει ποινή φυλάκισης: «Διαπίστωσε: Για να ζητήσεις συγγνώμη, απαιτείται περισσότερη παλικαριά παρά για να πυροβολήσεις με ένα όπλο, παρά για να ενεργοποιήσεις μια βόμβα. Αυτό το κάνει ο καθένας. Φτάνει να είσαι νέος, εύπιστος και να βράζει το αίμα σου. Και δεν είναι μόνο πως χρειάζονται καρύδια για να δείξεις ειλικρινή μεταμέλεια, έστω και μόνο με τα λόγια, για τις φρικαλεότητες που διέπραξες».

Δεν αφήνει απ’ έξω, όμως, και τις σκέψεις του ίδιου του τρομοκράτη - δολοφόνου, τις ώρες που αναδύονται στον εγκέφαλό του οι προσωπικές του ματαιώσεις, σαν ψυχαναγκαστικός προθάλαμος της δικής του συγγνώμης: «Η ΕΤΑ πρέπει να δρα ακατάπαυστα. Δεν της μένει άλλη επιλογή. Εδώ και καιρό έχει πέσει στον αυτοματισμό της τυφλής δραστηριότητας. Αν δεν κάνει κακό, δεν είναι, δεν υπάρχει, δεν εκπληρώνει κανένα σκοπό. Αυτός ο μαφιόζικος τρόπος λειτουργίας βρίσκεται πάνω από τη θέληση των μελών της. Ούτε καν οι αρχηγοί της δεν μπορούν να τον αποφύγουν. Ναι, εντάξει, παίρνουν αποφάσεις, αυτό όμως είναι απλώς φαινομενικό. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να μην τις πάρουν, επειδή η μηχανή του τρόμου, από τη στιγμή που πήρε φόρα, δεν μπορεί να σταματήσει. Με καταλαβαίνεις;».

Χωρίς να υπάρχουν ομοιότητες στα κίνητρα και τις αφετηρίες μεταξύ της ΕΤΑ και της ελληνική ένοπλης τρομοκρατικής δράσης, οι δολοφονίες και οι βομβιστικές επιθέσεις σημάδεψαν την ιστορία της Ισπανίας τα τελευταία εξήντα χρόνια. Συνολικά, η οργάνωση των Βάσκων αυτονομιστών ευθύνεται για περισσότερες από 850 δολοφονίες και χιλιάδες τραυματισμούς. Τον Οκτώβριο του 2020 ο Josu Urrutikoetxea, πρώην ηγετικό στέλεχος, έδωσε μία σημαντική συνέντευξη από το Παρίσι ενώ ετοιμαζόταν να δικαστεί για μία ακόμα φορά. Μια δίκη που δεν έγινε, αλλά παρ’ όλα αυτά η δημοσιότητα εκείνων των ημερών τού έδωσε την ευκαιρία να ζητήσει συγγνώμη από τα θύματά του. Ήταν καταζητούμενος και κρυβόταν για περίπου δύο δεκαετίες, για να συλληφθεί στη Γαλλία το 2019. Ευθύνεται για μία από τις πιο αιματηρές περιόδους της ΕΤΑ και στη δράση του συγκαταλέγεται ακόμα και ο θάνατος παιδιών σε βομβιστικές επιθέσεις την ώρα που κοιμούνταν.

© Berria/Wikimedia Commons

Εκείνες τις ημέρες του 2020, είχε δηλώσει τότε στο Associated Press ερωτηθείς για το αν πρόκειται να ζητήσει συγγνώμη από τις οικογένειες των νεκρών θυμάτων της δράσης και από τους τραυματίες που κατόρθωσαν να επιζήσουν: «Ναι φυσικά και ζητώ συγγνώμη αν και πλέον δεν μπορώ να διορθώσω κάτι από αυτά για τα οποία ευθύνομαι». Παρά την έκφραση της δημόσιας συγγνώμης, δεν παρέλειψε να θυμίσει τα δεινά που υπέστη η οργάνωση και οι σύντροφοί του από τη δικτατορία του Φράνκο και το μετέπειτα δημοκρατικό καθεστώς του ισπανικού κράτους.

Και φυσικά, πολλά από τα θύματά του δεν ήταν ικανοποιημένα από τον τρόπο με τον οποίον εξέφρασε τη συγγνώμη του. Όπως η Lucía Ruiz, η οποία ήταν 10 ετών όταν, το 1987, τραυματίστηκε σοβαρά σε βομβιστική ενέργεια που είχε οργανώσει και εκτελέσει ο Josu. Ο στόχος ήταν οι στρατώνες της στρατιωτικής αστυνομίας της Σαραγόσα όπου η Ruiz διέμενε εκείνη την περίοδο μαζί με τον πατέρα της, αξιωματικό της πολιτοφυλακής. «Δεν θέλω να τον εκδικηθώ αλλά δεν μου αρκεί η συγγνώμη του, θέλω να τιμωρηθεί και να πληρώσει, αυτός ο άνθρωπος προσπάθησε να με σκοτώσει, είναι δικαίωμά μου ως Ισπανίδας πολίτη να απαιτώ την τιμωρία του», είχε πει η Ruiz σε ισπανικό Μέσο.

Θα πρέπει, βεβαίως, στη συγκεκριμένη περίπτωση οργάνωσης, να τονιστεί μια πολύ σημαντική παράμετρος. Δύο χρόνια πριν, τον Απρίλιο του 2018, η ΕΤΑ είχε ανακοινώσει ότι σε έναν μήνα θα τερμάτιζε οριστικά τη δράση της και θα διαλυόταν και ότι εξέφραζε τη συγγνώμη προς τα θύματα της πολύχρονης δράσης της. «Γνωρίζουμε ότι στη διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου του ένοπλου αγώνα προκαλέσαμε πολύ πόνο και μεγάλες καταστροφές για τα οποία δεν υπάρχει λύση. Θέλουμε να δείξουμε σεβασμό προς τους νεκρούς, όσους τραυματίστηκαν και για τα θύματα που προκλήθηκαν από τις ενέργειες της ΕΤΑ. Ειλικρινά λυπούμαστε», ανέφερε η οργάνωση σε κείμενό της στη βασκική εφημερίδα Gara. Και κατέληγε: «Κοιτάζοντας μπροστά, η συμφιλίωση στη Χώρα των Βάσκων πρέπει να επιτευχθεί. Είναι κάτι που ήδη συμβαίνει μεταξύ των πολιτών. Είναι απαραίτητο για να επουλωθούν οι πληγές και να εξασφαλιστεί ότι αυτό το κακό δεν θα επαναληφθεί», προσέθεταν.

Τον Μάρτιο του 2019 μετά από μια περιπετειώδη περιπλάνηση, μετά από μια απόδραση, ποτισμένη με μπόλικο μυστήριο και συνωμοσιολογικές θεωρίες συνελήφθη στη Βολιβία μια ιστορική μορφή του ιταλικού αντάρτικου πόλης, ο Cesare Battisti. Μιλώντας στον αναπληρωτή εισαγγελέα του Μιλάνου, Alberto Nobili, στη φυλακή του Oristano στη Σαρδηνία όπου είχε μεταφερθεί, το άλλοτε υψηλόβαθμο στέλεχος των Ένοπλων Προλετάριων για τον Κομμουνισμό, θα πει: «Ήταν ένας δίκαιος πόλεμος, αλλά τώρα ζητώ συγγνώμη από τα θύματα. Εκείνη την εποχή πίστευα αυτό που έκανα, όπως και πολλοί άλλοι μαζί μου. Παραδέχομαι αλλά δεν θα δώσω στις αρχές κανέναν άλλον σύντροφό μου». Ήταν καταζητούμενος για περίπου σαράντα χρόνια. Και για να ξεκαθαρίσει το είδος της μεταμέλειας που εξέφρασε καθώς ακούστηκαν διάφορα περίεργα περί πιθανής συνεργασίας του με τις Αρχές ώστε να να παρέχει πληροφορίες για άλλους συγκατηγορούμενούς του, παραδέχθηκε την ενοχή του για τέσσερις δολοφονίες -σε δύο εκ των οποίων ήταν και ο φυσικός αυτουργός- και ξεκαθάρισε ότι όλα αυτά τα χρόνια ισχυριζόταν ότι ήταν αθώος ώστε να λάβει βοήθεια από ακροαριστερές οργανώσεις στη Γαλλία, το Μεξικό αλλά και στη Βραζιλία από τον ίδιο τον Λούλα. Όταν ο Λούλα έχασε την εξουσία ο διάδοχός του, ο Μπολσονάρο ακύρωσε τις διαδικασίες απονομής χάριτος στον Battisti, τις οποίες είχε ξεκινήσει ο Λούλα την τελευταία ημέρα της θητείας του.

Cesare Battisti, 2019 © EPA/ETTORE FERRARI

Και σε αυτή την περίπτωση ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση στην Ιταλία για τα κίνητρα της συγγνώμης, καθώς σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας η έκφραση δημόσιας συγγνώμης και μεταμέλειας οδηγεί τους καταδικασμένους σε ένα καθεστώς ημιελευθερίας με το δικαίωμα της εργασίας, της ασφαλιστικής κάλυψης και, φυσικά, της μείωσης της ποινής σχεδόν στο μισό της αρχικής. 

Ο δικηγόρος του Battisti, Davide Steccanella, δήλωσε τότε ότι ο πελάτης του δεν εξέφρασε συγγνώμη προσδοκώντας στα προβλεπόμενα οφέλη αλλά ελπίζοντας στην αποκατάσταση της προσωπικής του εικόνας. «Θέλει να πείσει ότι δεν είναι το τέρας που μπορει να χτυπάει και να αφαιρεί ζωές όπως γραφόταν όλα αυτά τα χρόνια. Ήδη από τη δεκαετία του 1980 είναι πεισμένος ότι ο ένοπλος αγώνας έχει τελειώσει. Αυτό που επιδιώκει τώρα είναι να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του».

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο Battisti μετά τις κατηγορίες που αντιμετώπισε για τις τέσσερις δολοφονίες έφυγε αρχικά για το Μεξικο, μετά βρέθηκε στη Γαλλία όπου ξεκίνησε και καριέρα συγγραφέα noir λογοτεχνίας, εργάστηκε και σε κάποιους τηλεοπτικούς σταθμούς και μετά από φυλακίσεις, μία απόδραση και άλλες περιπέτειες, βρέθηκε στη Βραζιλία προστατευόμενος του Λούλα.

Οι συγγενείς των θυμάτων του δέχθηκαν με μεγάλη επιφύλαξη τη συγγνώμη του καθώς, όπως δήλωσαν σε ιταλικά Μέσα, το κίνητρό του ήταν να ευεργετηθεί από τις σχετικές διατάξεις του νόμου. Κάτι ανάλογο είχε κάνει και το ιστορικό, ιδρυτικό μέλος των «Ερυθρών Ταξιαρχιών», Ρενάτο Κούρτσο ο οποίος είχε στρατηγικό συντονιστικό ρόλο στην απαγωγή και τη δολοφονία του Ιταλού πρωθυπουργού Άλντο Μόρο το 1978. Το 2012 απλώς έκανε μία δήλωση ότι «η πολιτική βία των Ιταλών αναρχικών είναι εκτός πραγματικότητας». «Η εποχή που ζούμε δεν έχει καμία σχέση με ό,τι συνέβαινε στους δρόμους της Ιταλίας πριν από 40 χρόνια», είχε πει σχολιάζοντας την ένοπλη επίθεση από Ιταλούς αναρχικούς κατά του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας Ansaldo Nucleare, Ρομπέρτο Αντινόλφι. Δημοσίως, όμως, δεν έχει ζητήσει ποτέ συγγνώμη. Απεναντίας, ζήτησε… σύνταξη. Ο ίδιος και οι δικηγόροι του εκτιμούσαν ότι εφόσον ως κρατούμενος έκανε χρήση των ευεργετικών διατάξεων και εργαζόταν έξω από τις φυλακές, οι ασφαλιστικές του εισφορές θα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν σύνταξη. Οι ανοιχτοί λογαριασμοί που έχει ο Κούρτσο με το ιταλικό κράτος είναι πολύ πιο πεζοί, τώρα…

Ο ιταλός πρωθυπουργός Άλντο Μόρο, 20 Απριλίου 1978 © EPA PHOTO ANSA FILES

Το 2019, η 67χρονη τότε, Ζίλκε Μάιερ-Βιτ μετά από μεσολάβηση της εφημερίδας Bild, συναντήθηκε με τον γιο του Χανς-Μάρτιν Σλάιερ. Ήταν πρόεδρος της Γερμανικής Ομοσπονδίας Εργοδοτών και είχε απαχθεί από την RAF. Μετά από 43 ημέρες ομηρίας, το πτώμα του βρέθηκε τον Οκτώβριο του 1977 στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου στην Αλσατία. Ήταν η περίοδος που οι Γερμανοί παρατηρητές του φαινομένου της τρομοκρατίας ονόμασαν «Γερμανικό Φθινόπωρο». Η Βιτ καταδικάστηκε σε δεκαετή κάθειρξη και επειδή αποδείχτηκε ότι δεν ήταν αυτή που είχε πυροβολήσει πισώπλατα τον Σλάιερ, αφέθηκε ελεύθερη αφού εξέτισε ποινή πέντε ετών. Κατά τη συνάντηση με τον γιο του δολοφονημένου ήταν έκδηλη η αμηχανία και των δύο. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη μπόρεσε να του πει: «Ξέρω, ακούγεται πεζό, αλλά θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη. Θα έπρεπε να το είχα κάνει νωρίτερα αλλά δεν είχα βρει τον τρόπο».

Ήταν μερικές από τις πιο γνωστές συγγνώμες τρομοκρατών από τις οικογένειες των θυμάτων τους στην Ευρώπη. Και αυτό που φαίνεται είναι ότι ο χρόνος και η αντίληψη ότι κόσμος αλλάζει, δεν μαλακώνουν όλους τους ανθρώπους το ίδιο…