Πολιτικη & Οικονομια

Οι «αποστάτες» και η «λαμπρή απομόνωση» του ΠΑΣΟΚ

Αν θέλει να επιφέρει ένα ρήγμα στον δικομματισμό, είναι ανάγκη να ξεφύγει και από τη λογική του

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για την επιλογή στελεχών του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητστοτάκη, τον δικομματισμό και τις επόμενες εκλογές

Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η αξιοποίηση στην κυβέρνηση κορυφαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ ήταν μια κίνηση που του απέφερε πολλαπλά οφέλη. Κατ’ αρχάς του επέτρεψε να ισορροπήσει την ακροδεξιά διεύρυνση της ΝΔ, ήδη από την εποχή Σαμαρά. Του έδωσε επίσης τη δυνατότητα να εμπεδώσει την απήχησή του στους κεντρώους και κεντροαριστερούς ψηφοφόρους. Είναι αυτοί που τον βοήθησαν να εκλεγεί στην ηγεσία της ΝΔ και τον ψήφισαν στις εκλογές του 2019, σπρωγμένοι από την αλλοπρόσαλλη και εμπαθή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος, μπόρεσε να βάλει στην κυβέρνηση πρόσωπα που είναι σε θέση να του «κάνουν τη δουλειά» και δεν περιφέρουν απλώς τα γαλάζια κομματικά τους διάσημα.

Για τους πρώην συντρόφους τους στο ΠΑΣΟΚ βέβαια αυτή η «προδοσία» πονάει. Για ένα μεσαίο στέλεχος, το οποίο έχει περάσει την κόλαση των αγανακτισμένων την πενταετία ‘10-15 κι έχει διαβεί όλα αυτά τα χρόνια την έρημο χωρίς να αλλαξοπιστήσει, δεν είναι λίγο πράγμα να βλέπει στελέχη στα οποία πίστεψε, να τον εγκαταλείπουν και να εξασφαλίζουν για τους εαυτούς τους θέσεις και αξιώματα. Αν το δει κανείς συναισθηματικά, έχει σίγουρα δίκιο. Πολιτικά, ωστόσο, ίσως θα πρέπει να μέμφεται εξίσου την ηγεσία του κόμματος του.

Μετά την πανωλεθρία του 2012 το ΠΑΣΟΚ έπαψε να είναι κόμμα που μπορούσε ρεαλιστικά να διεκδικήσει την εξουσία. Μπροστά του είχε δύο βασικές επιλογές. Η πρώτη να γίνει ένα φιλόξενος οίκος ευγηρίας για τους βουλευτές και τα στελέχη που του είχαν απομείνει. Ευγενής στόχος ο οποίος, βέβαια, λόγω των σχετικών μεγεθών άφηνε απ’ έξω πολλούς. Ο δεύτερος, να προσπαθήσει να αξιοποιήσει τις δυνάμεις που έχει, τον κόσμο που εξακολουθεί να πιστεύει σε ένα κόμμα του μεσαίου χώρου, για να επηρεάσει τις εξελίξεις, να παρεμβαίνει στα πράγματα και να μην αρκείται σε μια αφ’ υψηλού κριτική.

Παρεμβαίνω, ωστόσο, σημαίνει αναγνωρίζω τα διλήμματα της συγκυρίας και συμβάλλω στην αντιμετώπισή τους. Και το δίλημμα, ή μάλλον το αίτημα των τελευταίων εκλογών, ήταν να φύγει ο Τσίπρας και να επιστρέψει η χώρα σε κάποιας μορφής κανονικότητα. Σε αυτό όμως η κεντροαριστερά δεν απάντησε. Η κ. Γεννηματά περιοριζόταν να επαναλαμβάνει ότι, αν δεν υπάρξει πλειοψηφία, θα ζητήσει την τρίτη εντολή. Να την κάνει τι, δεν είπε ποτέ. Τι θα είχε συμβεί αν από την αρχή, πριν από τις εκλογές, είχε ξεκαθαρίσει ότι σε περίπτωση που θα χρειαζόταν θα επιδίωκε συνεργασία με τη ΝΔ για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ; Αν μετεκλογικά, ακόμα και αν ως κόμμα έμενε εκτός κυβέρνησης, είχε δώσει ψήφο ανοχής ή πάντως δεν είχε καταψηφίσει την κυβέρνηση; Αν δεν είχε βρεθεί σε τόσο μεγάλη απόσταση από τη θέληση των ίδιων των κεντροαριστερών ψηφοφόρων, οι οποίοι έχουν ξεκάθαρες προτιμήσεις όταν απαντούν στις δημοσκοπήσεις γι’ αυτά τα διλήμματα; Η επιλογή, με άλλα λόγια, ιστορικών στελεχών του να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση σχετιζόταν προφανώς με τις προσωπικές τους φιλοδοξίας. Είχε ωστόσο και μια πολιτική διάσταση, αυτήν ακριβώς που το κόμμα τους προτίμησε να αγνοήσει.

Η επικρατούσα άποψη βέβαια στα ηγετικά κλιμάκια της κεντροαριστεράς  είναι ότι η συνεργασία με κάποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα θα έχει σαν αποτέλεσμα να το καταπιούν. Το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί. Οι συνεργασίες ενέχουν πάντα κινδύνους, ιδίως για τους μικρότερους εταίρους. Θέλουν τέχνη, ευελιξία και σαφή στρατηγική αντίληψη, για να μην πούμε για στελέχη ικανά να την υπηρετήσουν. Πολύ περισσότερο πιθανό όμως είναι να το καταπιούν τα μεγάλα κόμματα, αν συνεχίσει να είναι αμέτοχο στα διλήμματα που μπαίνουν στους ψηφοφόρους. Γιατί άραγε να το ψηφίσει κάποιος αν γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η ψήφος του θα πάει χαμένη; Ιδίως όταν το διακύβευμα ξεπερνά κατά πολύ τις κομματικές συμπάθειες.

Το ζήτημα προφανώς θα τεθεί και στις επόμενες εκλογές. Παρότι κανείς υποψήφιος δεν θα έχει πιθανώς το θάρρος να το πει ανοιχτά, θα τεθεί εμμέσως και στις εσωκομματικές εκλογές για την ηγεσία. Δεν μπορούμε βέβαια να γνωρίζουμε  από τώρα τους όρους κάτω από τους οποίους θα διεξαχθούν οι βουλευτικές εκλογές. Ξέρουμε όμως ότι θα είναι με απλή αναλογική και ότι μάλλον θα γίνουν σχετικά σύντομα, όταν η χώρα βγει από την πανδημία. Η κυβέρνηση, κατά συνέπεια, με όση φθορά θα της έχει προκαλέσει ο χρόνος, θα διεκδικήσει να συνεχίσει ό,τι ουσιαστικά δεν πρόλαβε να κάνει. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, θα προβάλει την εναλλακτική της προοδευτικής διακυβέρνησης, όσο ψευδεπίγραφη κι αν δείχνει, μετά τις ακραίες θέσεις που έχει πάρει σε μια σειρά ζητήματα της επικαιρότητας. Ο Δρίτσας ήταν μόνο το κερασάκι μιας αλληλουχίας τοποθετήσεων στελεχών του: από τον «καταδότη» πρύτανη ως την «ΕΣΑ» του Χρυσοχοϊδη και τη διακίνηση ανηλίκων από το Μαξίμου, δείχνουν καθημερινά ότι είναι ανίκανοι να απαλλαγούν από τον λαϊκισμό και τη μισαλλοδοξία. Με αυτή την έννοια, το δίλημμα στις επόμενες εκλογές δεν θα είναι πολύ διαφορετικό από αυτό των εκλογών του 2019. Ενδεχομένως να γίνει και πιο πιεστικό αν η φθορά της κυβέρνησης, όταν αδυνατίσει η σημερινή συσπείρωση εξ αιτίας της πανδημίας, αποδειχθεί τελικώς μεγαλύτερη.

Μπροστά σε όλα αυτά, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και του ΚΙΝΑΛ μπορεί να συνεχίσει την πολιτική της «λαμπρής απομόνωσης» και των ίσων αποστάσεων, στο όνομα της «αυτόνομης» παρουσίας του κόμματος. Μπορεί πάλι να ακούσει αυτή τη φορά τους ψηφοφόρους του και να πει εκ των προτέρων τι πρόκειται να κάνει αν του ζητηθεί η ψήφος του. Να προβάλει έναν δρόμο συναίνεσης, χωρίς προσχηματικά προαπαιτούμενα. Έτσι κι αλλιώς στο παιχνίδι «όλοι εναντίον όλων» που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια είναι εκ των προτέρων χαμένο. Αν θέλει να επιφέρει ένα ρήγμα στον δικομματισμό, είναι ανάγκη να ξεφύγει και από τη λογική του.