Πολιτικη & Οικονομια

Ένα κόμμα για το κέντρο;

Ένα αρκετά υπολογίσιμο πια πολιτικό κενό

Προκόπης Δούκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Προκόπης Δούκας σχολιάζει το κενό στο κέντρο του πολιτικού φάσματος

Με την έναρξη της νέας χρονιάς, ο Πρωθυπουργός προχώρησε σε έναν περιορισμένο ανασχηματισμό, από καιρό αναμενόμενο. Κοινή διαπίστωση ήταν ότι πέρα από διορθωτικές αλλαγές, η πρόθεση ήταν να στραφεί περισσότερο προς το κόμμα, αξιοποιώντας βουλευτές από περισσότερες περιφέρειες. Ταυτόχρονα, η τοποθέτηση Βορίδη στο υπουργείο Εσωτερικών και η μεταφορά Λιβάνιου στο Μέγαρο Μαξίμου, ερμηνεύθηκε ως εκλογική προετοιμασία μέσα στο 2021.

Αν η κίνηση εντάσσεται στη λογική «φυλάω τα ρούχα μου για να έχω τα μισά», έχει το νόημα της επιφυλακής, ώστε να εξουδετερωθεί, με την πρώτη ευκαιρία ο εφιάλτης της απλής αναλογικής, με ταυτόχρονη ανανέωση της κυβερνητικής θητείας, για μια ακόμα τετραετία. Οι πρώτες εκλογές θα έκαναν υποχρεωτικά τον ΣΥΡΙΖΑ ρυθμιστή της κυβερνητικής πλειοψηφίας και μόνον οι δεύτερες, με το νέο σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, θα μπορούσαν να απαλλάξουν τη χώρα από αυτό το αέναο πολιτικό αδιέξοδο.

Από την άλλη όμως, ο Μητσοτάκης φαίνεται να βολεύεται με αντίπαλο τον Αλέξη Τσίπρα, όταν όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι όλο και περισσότερο ο δεύτερος γίνεται βαρίδι για το κόμμα του (σε αντίθεση, η Νέα Δημοκρατία και τα στελέχη της δείχνουν να είναι βαρίδι για τον αρχηγό της). Μια νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, απαλλαγμένη από την ευθύνη της κυβερνητικής του θητείας, μπορεί να αποδειχθεί πιο ικανή να συσπειρώσει αυτούς που δεν θέλουν με τίποτα να ψηφίσουν ΝΔ ή Μητσοτάκη προσωπικά.

Επιπλέον, οι συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία και οι οικονομικές της συνέπειες, αλλά και τα γεωπολιτικά (παρά την ύφεση που παρατηρείται με την Τουρκία, λόγω και της ανόδου Μπάιντεν στην εξουσία), είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και εύθραυστες. Το αν θα μπορεί κανείς να ρισκάρει εκλογές το φθινόπωρο, μένει να φανεί.

Αυτό που μοιάζει πιο λογικό είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θεωρώντας δεδομένη την ηγεμονία του στο κέντρο, προσπάθησε να «μπετονάρει» την διακυβέρνηση του από τα δεξιά. Είτε γιατί διαβλέπει πιέσεις από την ακραία και λαϊκή δεξιά, είτε γιατί αισθάνεται αρκετή αυτοπεποίθηση, ώστε να εγκαταλείψει για λίγο το άκρως επιτυχημένο του φλερτ με την κεντροαριστερά. Ίσως οι τοποθετήσεις τόσων υπουργών που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ (και ειδικά των σημιτικών που διαχρονικά πείθουν να είναι η πιο ισχυρή δεξαμενή ικανών στελεχών), όσο και η επιλογή της Κατερίνας Σακελλαρόπουλου, για την Προεδρία της Δημοκρατίας, έφτασαν την υπόκωφη γκρίνια στο όριο.

Οι ψηφοφόροι ωστόσο που προέρχονται από το κέντρο ή την κεντροαριστερά και τον ψήφισαν, είτε γιατί ήθελαν διακαώς να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία, είτε γιατί τον θεώρησαν πολύ πιο προοδευτικό επί της ουσίας, από τους πολιτικούς αρχηγούς του λεγόμενου «προοδευτικού μετώπου», δεν είναι δεδομένοι. Η ψήφος τους είναι δανεική στη Νέα Δημοκρατία, την οποία πιθανότητα δεν έχουν ξαναψηφίσει ποτέ. Και δεν το έχουν σε τίποτα να μην την ξαναδώσουν, αν η φθορά της κυβέρνησης ξεπεράσει ένα ανεκτό, κατ’ αυτούς, όριο. Μέχρι τώρα είναι ικανοποιημένοι λιγότερο ή περισσότερο από τη διαχείριση των κρίσεων με την Τουρκία και με την πανδημία. Αύριο όμως;

Τα στελέχη που προέρχονται από τη μη μεταρρυθμιστική δεξιά (και ακόμα περισσότερο την ακροδεξιά) χτυπούν πάντοτε άσχημα στα μάτια αυτών των ψηφοφόρων. Αυτός ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους που δεν συγχώρησαν ποτέ την κυβερνητική σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με τον Πάνο Καμμένο και τους συνοδοιπόρους του, αλλά και τη διάχυτη συμμαχία της προηγούμενης κυβέρνησης με στελέχη της λαϊκής, καραμανλικής δεξιάς.

Μοναδικό αντιστάθμισμα στον ανασχηματισμό, για τους κεντρώους και κεντροαριστερούς ψηφοφόρους, ίσως είναι ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης, ο πρώτος ανοιχτά gay υπουργός στην ιστορία της χώρας, που έκανε τους προβολείς των διεθνών μέσων ενημέρωσης να εστιάσουν στο τέλος της υποκρισία του πολιτικού συστήματος. Μέχρι τώρα, η χώρα παρίστανε, σε βαθμό γελοιότητας Αχμαντινετζάντ, ότι «εδώ δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι».

Το ποσοστό των ψηφοφόρων που σκέφτονται έτσι δεν είναι αμελητέο. Θα μπορούσε και να συγκριθεί με όσους ψήφισαν το Ποτάμι, όταν ήταν στις δόξες του. Και όπως επαναλαμβάνει μονότονα στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που αναγνωρίζει τα λάθη της παράταξής του, «οι εκλογές κερδίζονται πάντα στο κέντρο».

Και εκεί που διαφαινόταν ένα ρίσκο, η Φώτη Γεννήματα κάνει στον Πρωθυπουργό ένα απρόσμενο δώρο: Αποπέμπει τον Ανδρέα Λοβέρδο από κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο, υπογραμμίζοντας και αυτή, με τη σειρά της, μια αριστερή στροφή. Πολλοί ξορκίζουν ένα φλερτ με τον Γιώργο Παπανδρέου και τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι το ΚΙΝΑΛ, με την παρούσα μορφή του, δείχνει ανίκανο να υποδεχτεί τους δυσαρεστημένους από την κυβέρνηση ψηφοφόρους, όπως ακριβώς και η αξιωματική αντιπολίτευση. Άμεσο κόστος, η απώλεια μιας δημοσκοπικής μονάδας.

Όλα αυτά δημιουργούν ένα αρκετά υπολογίσιμο πια πολιτικό κενό στο κέντρο, με τον Πρωθυπουργό, παρά την (έστω ελαφρά) δεξιά στροφή του ανασχηματισμού, να δείχνει ότι έχει την απόλυτη άνεση να το καταλάβει και στις επόμενες εκλογές. Στη Δανία του Βορρά, κάποιοι (χαρισματικοί ή όχι) πολιτικοί θα είχαν αδράξει την ευκαιρία να δημιουργήσουν ένα νέο κόμμα στο κέντρο του πολιτικού φάσματος.

Στη Δανία του Νότου πάλι, οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς χαρίζουν απλόχερα τον χώρο του κέντρου στον ηγέτη της συντηρητικής παράταξης.