Πολιτικη & Οικονομια

Ενσυναίσθηση και λαϊκισμός

Οι λαϊκιστές πολιτικοί μοιάζει να δημιουργούν με ευκολία μια ιδιαίτερη σχέση με τους «αγανακτισμένους» πολίτες

Εύα Στάμου
ΤΕΥΧΟΣ 759
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αμερικανικές Εκλογές 2020: Συμπεράσματα από τις προεκλογικές καμπάνιες των Ντόναλντ Τραμπ και Τζό Μπάιντεν.

Ένα θέμα που απασχολεί συχνά τους πολιτικούς αναλυτές είναι τι ακριβώς κάνουν οι δημαγωγοί για να εξασφαλίσουν μεγάλο αριθμό ψήφων. Είναι δυστυχώς γεγονός ότι οι έντιμοι πολιτικοί, με καθαρό λόγο, που επιθυμούν να αλλάξουν την κοινωνία προς όφελος των πολλών, δεν επιτυγχάνουν συχνά να προσελκύσουν τις ομάδες των πολιτών που νιώθουν αποκλεισμένοι και ανίσχυροι. Οι λαϊκιστές πολιτικοί όμως μοιάζει να δημιουργούν με ευκολία μια ιδιαίτερη σχέση με τους «αγανακτισμένους» πολίτες.

Παρακολουθώντας σκηνές από την προεκλογική καμπάνια του Τραμπ δεν με εξέπληξε το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των ομιλιών του απευθυνόταν στους οπαδούς του με τον τρόπο που συνηθίζει ένας πετυχημένος κωμικός να μιλά στο κοινό του: άκουγε προσεκτικά τα σχόλιά τους και όταν συμφωνούσε με κάποιον επικροτούσε ανταλλάσσοντας ατάκες και επαναλαμβάνοντας συνθήματα ή αστεία που είχαν συγκινήσει το πλήθος σε προηγούμενες δημόσιες εμφανίσεις, λικνίζοντας ρυθμικά το κορμί του στον ήχο των συνθημάτων. Αντιδρούσε άμεσα και συντόνιζε τη διάθεσή του με αυτή του κόσμου, προφανώς συλλέγοντας υλικό για την επόμενη ομιλία του.

Ο Μπάιντεν αντίθετα, όπως συνέβη ως έναν βαθμό και με τη Χίλαρι Κλίντον κατά την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση που χάρισε στον Τραμπ την εξουσία, κατά τη διάρκεια του ντιμπέιτ αλλά και στις προεκλογικές εμφανίσεις του δείχνει αμήχανος όταν η συζήτηση απομακρύνεται από θέματα πολιτικής, μοιάζει σφιγμένος ή ανίκανος να συνδεθεί με το ευρύ κοινό συναισθηματικά.

Ο Τραμπ δίνει την εντύπωση ότι ξέρει να ακούει τους πολίτες, να καταλαβαίνει τις ανάγκες, τους φόβους, τον θυμό τους. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό των λαϊκιστών πολιτικών να γνωρίζουν πώς να αντιδρούν στη μερίδα εκείνη των πολιτών που αισθάνονται αδικημένοι ή αγνοημένοι από το «σύστημα» και τις «ελίτ», αλλά και να ξέρουν πώς να χρησιμοποιήσουν τα αρνητικά συναισθήματα των ψηφοφόρων προς δικό τους όφελος.

Η υπόθεση πολλών αναλυτών ότι η απουσία ενσυναίσθησης είναι η κύρια αιτία πίσω από τις ακραίες πολιτικές των λαϊκιστών ή τις επιθέσεις εκφοβισμού εναντίον των αντιπάλων τους δεν μοιάζει να ευσταθεί εφόσον οι λαϊκιστές δεν φαίνεται ότι δρουν εν αγνοία των αρνητικών συνεπειών που μπορεί να έχουν οι πράξεις τους, δεν στερούνται ενσυναίσθησης, απλώς τη χρησιμοποιούν για να καταφέρουν στα θύματά τους τα καίρια χτυπήματα που θα οδηγήσουν στην πολιτική ή ηθική τους εξόντωση.

Δεν υπάρχει άλλωστε επιστημονική τεκμηρίωση υπέρ της θεωρίας ότι οι αδίστακτοι λαϊκιστές στερούνται ενσυναίσθησης. Αντίθετα, φαίνεται ότι όπως οι περισσότεροι θύτες, έτσι και οι δημαγωγοί έχουν την ικανότητα να κατανοούν τι προκαλεί στα θύματα του εκφοβισμού τους (στους πολιτικούς αντιπάλους, στους ανεξάρτητους δημοσιογράφους, ακόμη και στους στενούς συνεργάτες τους) με την προσβλητική συμπεριφορά τους, και πως αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκουν.

Αυτό που κυρίως απουσιάζει από τους πολιτικούς όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι η ικανότητα να συμπάσχουν, να μοιράζονται δηλαδή το δυσάρεστο ή επώδυνο βίωμα των συνανθρώπων τους νιώθοντας κι αυτοί πόνο, θλίψη ή αγανάκτηση με την κοινωνική αδικία. Για αυτό τους είναι τόσο εύκολο από τη μια στιγμή στην άλλη να περνούν από τα κροκοδείλια δάκρυα, στην οργή, τον χλευασμό, τα γέλια, ή τον... χορό.

Δυστυχώς, για αρκετούς ψηφοφόρους δεν έχει σημασία η έλλειψη συγκροτημένης σκέψης και σοβαρού πολιτικού σχεδιασμού, δεν μετράνε τα ψέματα, η διπροσωπία, οι ανακρίβειες, τα λάθη. Το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να είναι οξύθυμος, παρορμητικός, να δείχνει ασέβεια προς τους θεσμούς, να απεχθάνεται τη διαφορετικότητα, να απειλεί και να εκβιάζει, δεν φαίνεται να τους προβληματίζει.

Για τους πολίτες αυτούς, εκείνο που κυρίως μετράει είναι ότι επιτέλους έχουν την προσοχή κάποιου που τους «δικαιώνει» καθώς μοιάζει να σκέφτεται με τρόπο παρόμοιο με τον δικό τους. Οι ψηφοφόροι των λαϊκιστών δεν αναζητούν κάποιον ηγέτη που θα είναι καλύτερός τους, απλώς κάποιον που (υποτίθεται ότι) τους καταλαβαίνει πραγματικά: μία δική τους –μεγεθυμένη από την αίγλη της εξουσίας– αντανάκλαση.