Πολιτικη & Οικονομια

Οι αντιμεταρρυθμιστές του Μητσοτάκη

Οι περισσότεροι υπουργοί προτιμούν να ρυθμίζουν παρά να μεταρρυθμίζουν

Σπύρος Βλέτσας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε μόνο σε μεταρρυθμίσεις που δεν είχαν πολιτικό κόστος, αλλά πολιτικό όφελος.

«Παράθυρο για σύνταξη έως και 12 χρόνια νωρίτερα άνοιξε ο πρόσφατος ασφαλιστικός νόμος Βρούτση για περισσότερες από 15.000 μητέρες με τη χρήση των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης. Την ίδια ώρα -με βάση την ισχύουσα νομοθεσία -χιλιάδες μητέρες με ανήλικο τέκνο μπορούν να αξιοποιήσουν τα μεταβατικά όρια ηλικίας για να κλειδώσουν το δικαίωμα συνταξιοδότησης πριν από τα 67 και πριν από τα 62 μέσα στο 2020».

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα» στις 27/8/2020. Πριν από δύο μέρες η ίδια εφημερίδα κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο τίτλο «Σύνταξη πριν από τα 62» και στις εσωτερικές σελίδες εξηγούσε ότι πρόωρη συνταξιοδότηση αφορά είκοσι κατηγορίες εργαζομένων.

Ένα εξωφρενικό προνόμιο, που δόθηκε στο πλαίσιο του πελατειακού συστήματος και συνέβαλε στην χρεοκοπία του ελληνικού κράτους, όχι μόνο δεν καταργείται οριστικά, αλλά θεσπίζονται ευνοϊκές διατάξεις-«παράθυρα» για να βγουν στη σύνταξη άτομα παραγωγικής ηλικίας. Το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος μαζεύει μέσω της φορολογίας πόρους από την εργασία των πολιτών για να χρηματοδοτήσει την πιο αντιπαραγωγική πρακτική που το ίδιο επινόησε.

Υποτίθεται ότι ο πρόσφατος νόμος για το ασφαλιστικό θα διόρθωνε αδικίες. Όμως ο ίδιος νόμος δημιουργεί νέες. Οι σημερινοί εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι με την εργασία τους να πληρώσουν την αυξημένη συνταξιοδοτική δαπάνη που είναι αποτέλεσμα των πολιτικών του παρελθόντος, ενώ οι ίδιοι θα πρέπει να αρκεστούν σε μια μειωμένη σύνταξη. Μαζί έχουν το βάρος της αποπληρωμής του τεράστιου δημόσιου χρέους και την ατυχία να βρίσκονται σε μια αγορά εργασίας που προσφέρει λίγες ευκαιρίες λόγω του περιβάλλοντος που δημιούργησε η χρεοκοπία.

Όπως επισήμανε ο πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης στο Συνέδριο του Economist, οι συνολικές δαπάνες του κράτους για συντάξεις αυξήθηκαν από 7 δισ. ευρώ το 2001 σε περίπου 17 δισ. ευρώ το 2018. Αθροιστικά για το 2000-2018 έφτασαν τα 289 δισ. ευρώ. Για τη δεκαετία 2000-2009 αυτή η κρατική δαπάνη αντιπροσώπευε πάνω από το 70% της συνολικής αύξησης του δημόσιου χρέους.

Ο ίδιος επίσης σημειώνει ότι η  διόγκωση του ασφαλιστικού προβλήματος επιδείνωσε μέχρι σήμερα όλα τα βασικά μεγέθη της οικονομίας: ρυθμούς μεγέθυνσης, εισοδήματα, ανεργία, ελλείμματα και χρέος, φορολογική πίεση, μετανάστευση, εκτόπιση άλλων κοινωνικών δαπανών, δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήρθε στην εξουσία υποσχόμενη μεταρρυθμίσεις. Σε ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα, όπως είναι το ασφαλιστικό, βλέπουμε ότι υπάρχουν ρυθμίσεις που γυρίζουν την κατάσταση πίσω και δεν ανταποκρίνονται ούτε στο αίτημα για δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών ούτε στην ανάγκη της χώρας για ανάπτυξη.

Ο υπουργός εργασίας δεν είναι ο μόνος που προχωρά σε αντιμεταρρυθμίσεις. Ο υπουργός Υγείας διόρισε διοικητές στα νοσοκομεία με κριτήρια κάθε άλλο παρά αξιοκρατικά. Ο υπουργός Υποδομών, αντί να προχωρήσει, στην απελευθέρωση της αγοράς των υπεραστικών λεωφορείων, όπως προβλέπει η κοινοτική οδηγία, θέσπισε νέα προνόμια για το μονοπώλιο των ΚΤΕΛ. Ο ίδιος υπουργός δίνει στην ιδιωτικοποιημένη ΤΡΕΝΟΣΕ 750 εκατομμύρια για να εκτελεί τα επόμενα 15(!) χρόνια δρομολόγια στην βόρειο Ελλάδα, όπου πολύ αργά τρένα πηγαινοέρχονται σχεδόν χωρίς επιβάτες. Η υπουργός Παιδείας κράτησε ανέπαφη την μετατροπή όλων των ΤΕΙ σε πανεπιστήμια που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε μόνο σε μεταρρυθμίσεις που δεν είχαν πολιτικό κόστος, αλλά πολιτικό όφελος. Τέτοιες ήταν η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και ο νόμος για τις διαδηλώσεις. Η πλειονότητα των πολιτών είχε αγανακτήσει με αυτούς τους κραυγαλέους αναχρονισμούς και η κυβέρνηση πέτυχε εύκολες νίκες, απομονώνοντας την αξιωματική αντιπολίτευση που στήριζε εκφυλισμένες πρακτικές. Επίσης, προφανές πολιτικό όφελος είχαν και οι μειώσεις των φόρων. Το ίδιο ισχύει και για την σημαντική δουλειά που κάνει το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης.

Η κυβέρνηση αποφεύγει τις συγκρούσεις με τις συντεχνίες, τις ομάδες συμφερόντων και το κομματικό κατεστημένο, αφήνοντας τα προβλήματα να χρονίζουν. Φυσικά, η σύγκρουση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μερικές φορές γίνεται αναπόφευκτη. Το ζητούμενο είναι κατοχύρωση της θέσης της χώρας σε έναν ανταγωνιστικό και μεταβαλλόμενο κόσμο.

Οι περισσότεροι υπουργοί προτιμούν να ρυθμίζουν παρά να μεταρρυθμίζουν. Η τελική ευθύνη για τους  αντιμεταρρυθμιστές υπουργούς δεν αφορά τους ίδιους, αλλά τον πρωθυπουργό που τους διόρισε, τους κρατάει και εγκρίνει την πολιτική τους.