Πολιτικη & Οικονομια

Τι είναι το κορωνο-ομόλογο και τι σημαίνει για την Ευρωπαϊκή Ένωση;

Μια πολύ διαφωτιστική συζήτηση με τους καθηγητές Π. Τσακλόγλου, Α. Φιλιππόπουλος για το πού βρίσκουν τα κράτη χρήματα

Σταμάτης Ζαχαρός
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Πάνος Τσακλόγλου και ο Απόστολος Φιλιππόπουλος εξηγούν πώς δανείζονται τα κράτη, τι σημαίνει η έκδοση κορωνο-ομολόγου και τι θα κερδίσει η ΕΕ.

Χρειάστηκαν λίγες ημέρες από το ξέσπασμα του κορωνοϊού μέχρι οι κυβερνήσεις να ανακοινώσουν ότι θα κατακλύσουν την αγορά με χρήμα, πολύ χρήμα. Στόχος είναι φυσικά να μετριάσουν κατά το δυνατόν τις συνέπειες της πανδημίας. Για τους πολίτες όμως οι οποίοι ζουν εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία με το φάντασμα της ύφεσης και θεωρούν τη λιτότητα σαν κάτι φυσιολογικό, αυτή η νέα κατάσταση μοιάζει σχεδόν μεταφυσική. 

Δύο καθηγητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Πάνος Τσακλόγλου και ο Απόστολος Φιλιππόπουλος, εξηγούν πώς βρέθηκε τόσο χρήμα, τι περισσότερο θα κερδίσει η ΕΕ με την έκδοση κορωνο-ομολόγου και ποιες θα είναι οι συνέπειες αυτών των πολιτικών την επόμενη ημέρα. 


Πώς οι διάφορες χώρες βρίσκουν ξαφνικά χρήματα για να «ρίξουν» στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού; 
Όταν μια κυβέρνηση χρειάζεται να δαπανήσει περισσότερο από ό,τι εισπράττει (π.χ. από φορολογία) αυτό κυρίως γίνεται μέσω δανεισμού της, δηλαδή με έκδοση νέων κρατικών ομολόγων και, άρα, αύξηση του δημοσίου χρέους. Αυτό είναι αναπόφευκτο.   

Πώς «δημιουργούνται» αυτά τα χρήματα;
Υποθέτουμε ότι εννοείτε ποιος αγοράζει τα νέα κρατικά ομόλογα, δηλαδή ποιος δανείζει την κυβέρνηση. Υπάρχουν βασικά δύο δυνητικοί δανειστές/αγοραστές. Ο πρώτος είναι αυτό που αποκαλούμε «αγορές», που στην ουσία είναι ιδιωτικοί επενδυτές (π.χ. ιδιωτικές τράπεζες, funds κ.λπ.) οι οποίοι χρησιμοποιούν προηγούμενες αποταμιεύσεις που έχουμε κάνει όλοι εμείς. Ο δεύτερος δυνητικός αγοραστής είναι οι κεντρικές τράπεζες και συγκεκριμένα η εθνική κεντρική τράπεζα της χώρας που ανήκει η κυβέρνηση. Η αγορά κρατικών ομολόγων από την κεντρική τράπεζα (αν δεν μειωθούν άλλες δαπάνες της) απαιτεί μια ισόποση αύξηση της ποσότητας του χρήματος που, με τη σειρά της, προϋποθέτει ότι οι οικονομικοί φορείς εμπιστεύονται το νόμισμα και είναι διατεθειμένοι να το κρατήσουν (αυτό έχει να κάνει με την αξιοπιστία, ή φήμη, της κεντρικής τράπεζας). Αν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις, και επίσης αν ο πληθωρισμός παραμείνει σχετικά χαμηλός, τότε η κεντρική τράπεζα μπορεί πράγματι να βοηθήσει την κυβέρνηση, και την οικονομία γενικότερα, τουλάχιστον προσωρινά. Αυτή η πολιτική είναι μέρος της λεγόμενης «ποσοτικής χαλάρωσης» που χρησιμοποιείται από το 2008 και μετά από όλες σχεδόν τις κεντρικές τράπεζες του κόσμου. Σημειωτέον όμως ότι, όσον αφορά την ΕΚΤ, η ΕΚΤ μπορεί να αγοράζει κρατικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά μόνο, και όχι στην έκδοσή τους από τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών του ευρω-συστήματος. 

Ποια είναι η διαφορά στη δημιουργία χρήματος μεταξύ ΗΠΑ και των υπόλοιπων οικονομιών;
Δεν έχει διαφορά στην ουσία, αλλά η ΕΚΤ λειτουργεί κάτω από περισσότερους περιορισμούς. H ΕΚΤ έχει να αντιμετωπίσει διάφορες δημοσιονομικές αρχές με διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικές απόψεις. Αυτό την κάνει σχετικά «συντηρητική» και, σε ορισμένες περιπτώσεις, λιγότερο ευέλικτη. Αντίθετα με άλλες Κεντρικές Τράπεζες, η ΕΚΤ παρεμβαίνει μόνο στη δευτερογενή αγορά ομολόγων και το καταστατικό της απαγορεύει ρητά τη λεγόμενη «νομισματική χρηματοδότηση» (ουσιαστικά, δημιουργία χρήματος για την πληρωμή υποχρεώσεων του δημοσίου - ακραία εκδοχή αυτού του φαινομένου είναι και το λεγόμενο “helicopter money” που συζητήθηκε πρόσφατα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού). Από την άλλη όμως, η ΕΚΤ έχει πολύ μεγαλύτερη αξιοπιστία από ότι είχε παλιά η (ανεξάρτητη) Τράπεζα της Ελλάδος και, όπως είπαμε παραπάνω, η αξιοπιστία είναι πολύ σημαντική για την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής και ειδικά της νομισματικής πολιτικής. 

Με αφορμή τη συζήτηση για τα κορωνο-ομολογα, ποιος θα αγοράσει τις συγκεκριμένες εκδόσεις; Ποιος θα εμπιστευθεί μια οικονομία σε ύφεση και με τη βιομηχανία να βρίσκεται σε φάση «απενεργοποίησης»;
Είναι αλήθεια ότι στη σημερινή συγκυρία όλες οι κυβερνήσεις επιθυμούν να δανεισθούν και άρα οι τιμές των ομολόγων θα πέσουν ή ισοδύναμα τα επιτόκια δανεισμού θα αυξηθούν. Όμως, η παράλληλη μεγάλη νομισματική επέκταση από τις κεντρικές τράπεζες θα συγκρατήσει την αύξηση των επιτοκίων, εκτός αν υπάρχουν φόβοι εθνικής χρεοκοπίας όπως π.χ. το 2012. Εδώ είναι σημαντικός ο ρόλος της ΕΚΤ και της ΕΕ που πρέπει να ανακοινώσουν ρητά ότι θα επέμβουν, αν χρειασθεί (όπως έκανε η ΕΚΤ το καλοκαίρι του 2012). 

Με τι επιτόκιο θα μπορούσαν να είναι ελκυστικές οι εκδόσεις για τους επενδυτές; 
Κανείς δεν το γνωρίζει. Αλλά όλες οι χώρες παρουσιάζουν παρόμοια προβλήματα, άρα, αν και έχουν διαφορετικά δημοσιονομικά περιθώρια, πιστεύουμε ότι τα επιτόκια δεν θα αυξηθούν σημαντικά στο βαθμό που γίνουν οι απαραίτητες παρεμβάσεις από κοινού από ΕΚΤ και ΕΕ και αν δεν γίνουν λάθη σε εθνικό επίπεδο (αυτό το τελευταίο το θίγουμε παρακάτω).   

Οι συνθήκες είναι σχεδόν ιδανικές για την έκδοση ευρωομολόγου και θεωρούμε ότι είναι μεγάλο λάθος των κρατών της ΕΕ ή, έστω, της ευρωζώνης που δεν έχει ήδη συμφωνήσει σε αυτό

Μπορεί η αμοιβαιοποίηση του χρέους στην ΕΕ να συμβεί χωρίς κεντρική διαχείριση των οικονομιών;
Σε μακροχρόνια βάση, η έκδοση κοινού ομολόγου (ευρωομολόγου) απαιτεί και δημοσιονομική ένωση. Στη σημερινή συγκυρία, όμως, πιστεύουμε ότι η έκδοση κοινού ομολόγου για την από κοινού αντιμετώπιση της συγκεκριμένης σφοδρής κρίσης υγείας/οικονομίας μπορεί να γίνει και χωρίς κοινή δημοσιονομική αρχή. Η κρίση αυτή δεν προέκυψε από κακή δημοσιονομική διαχείριση κάποιας χώρας, αφορά όλες τις χώρες και, δυνητικά, μπορεί να προκαλέσει σημαντικές διακρατικές αρνητικές εξωτερικότητες. Επομένως, οι συνθήκες είναι σχεδόν ιδανικές για την έκδοση ευρωομολόγου και θεωρούμε ότι είναι μεγάλο λάθος των κρατών της ΕΕ ή, έστω, της ευρωζώνης που δεν έχει ήδη συμφωνήσει σε αυτό. Πέρα των άλλων, μειώνει τον ίδιο τον ρόλο της ΕΕ, υποδηλώνει έλλειψη αλληλεγγύης σε μία κρίσιμη στιγμή και δίνει τροφή για αντι-ευρωπαϊκό λαϊκισμό. Η Γερμανία, ως χώρα με σημαντικό εξαγωγικό τομέα, έχει ωφεληθεί σημαντικά από το ευρώ και, αν θέλει να είναι ηγέτης της ΕΕ, πρέπει να πάρει και πρωτοβουλίες. 

Αυτή η ξαφνική αύξηση του δημοσίου χρέους, τι επιπτώσεις θα έχει στην οικονομία;
Οι περισσότερες προβλέψεις κάνουν λόγο για μείωση του ΑΕΠ κατά 10% στο τρέχον έτος στις περισσότερες οικονομίες του κόσμου. Αλλά το βασικό είναι να υπάρξει ρεαλιστική και συντονισμένη αντιμετώπιση. Από την άλλη πλευρά, σε εθνικό επίπεδο στη χώρα μας, πρέπει να αποφύγουμε τα ίδια μοιραία λάθη της προηγούμενης κρίσης. Από την αρχή της κρίσης χρέους μέχρι το 2016, το ΑΕΠ μας έπεσε κατά 25% περίπου! Οι εμπειρικές μελέτες μας λένε ότι μόνο το μισό από αυτή τη πρωτοφανή μείωση ερμηνεύεται από το πρόγραμμα προσαρμογής και συγκεκριμένα από τη δημοσιονομική λιτότητα. Σχεδόν όλο το υπόλοιπο μισό ερμηνεύεται από την περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας των «θεσμών» στη χώρα μας (βλέπε σχετικούς δείκτες που απεικονίζουν την έλλειψη συνοχής και συνεννόησης, τη μη εφαρμογή των νόμων και βία, την ελλιπή προστασία των νομίμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, την ανασφάλεια, κλπ), η οποία υπονόμευσε την εμπιστοσύνη τόσο σε μικροοικονομικό όσο και σε μακροοικονομικό επίπεδο, αποθάρρυνε τις επενδύσεις και, έτσι, έκανε την ύφεση βαθύτερη, αλλά και μακρύτερη σε διάρκεια, σε σύγκριση με άλλες χώρες στην περιφέρεια της Ευρωζώνης. Το βάθος και η διάρκεια της νέας κρίσης θα εξαρτηθεί άμεσα από το αν θα υπάρξει ρεαλισμός (π.χ. το κράτος αντιμετωπίζει εισοδηματικούς περιορισμούς, όπως ο καθένας από εμάς, και ο λεγόμενος «δημοσιονομικός χώρος» μας είναι περιορισμένος), διάθεση για συνεννόηση, αμοιβαίες υποχωρήσεις και παράλληλα στήριξη των πιο αδυνάτων.