Πολιτικη & Οικονομια

Το βίαιο τέλος της εξωτερικής πολιτικής του «άσ’ τα για αργότερα»

H αδράνεια ως «εθνικά περήφανη στάση»

Μάκης Μυλωνάς
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Μάκης Μυλωνάς εξηγεί γιατί ο χρόνος για την εθνική εξωτερική πολιτική μοιάζει να έχει σταματήσει στο 2004.

Η συμφωνία χάραξης θαλασσίων ζωνών μεταξύ της Τουρκίας και του καθεστώτος Σαράζ της Λιβύης πιστοποιεί με τρόπο σαφή την αναβάθμιση των υπαρξιακών προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει ο ελληνισμός. Για πρώτη φορά μετά την κρίση των Ιμίων, η Ελλάδα καλείται να αναχαιτίσει μια δέσμη απειλών που φιλοδοξούν να γεννήσουν ιστορικά τετελεσμένα υπέρ της σύγχρονης εκδοχής του τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού.

Πώς φτάσαμε όμως μέχρι εδώ; Συχνά, ιδιαίτερα στην εποχή των social media, η τυραννία της επικαιρότητας επί της ανάλυσης των διεθνών σχέσεων ενθαρρύνει την έμφαση σε συγκεκριμένα γεγονότα, αποκόπτοντας τα όμως από το ευρύτερο ιστορικό και στρατηγικό πλαίσιο αναφοράς στο οποίο εντάσσονται. Εν προκειμένω, η κυρίαρχη ερμηνεία των σημερινών εθνικών αδιέξοδων, μια εθνοκεντρική αφήγηση που εστιάζει μονάχα στις πρόσφατες εχθρικές ενέργειες της Άγκυρας, είναι ιδιαίτερα προβληματική και συνάμα καθοριστική για την παραπλάνηση της κοινής γνώμης από μια ράθυμη πολιτική ελίτ που αρνείται πεισματικά να αναλάβει τις ιστορικές ευθύνες που της αναλογούν.

Ναι, η Τουρκία είναι κυρίως η χώρα που παράγει εντάσεις και προκαλεί αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος απώλεσαν σειρά ευκαιριών να θωρακίσουν τα συμφέροντα τους και να περιορίσουν δραματικά τον ζωτικό χώρο εκδήλωσης ενός πιθανού τουρκικού αναθεωρητισμού.

Ο χρόνος σταμάτησε στο 2004

Στο Λιβυκό Πέλαγος κυρίως ναυάγησε η λογική της διαιώνισης των εκκρεμοτήτων, κάτι που είχε προβλεφθεί σε χρόνο ενεστώτα από τους λίγους που τόλμησαν να αμφισβητήσουν το πανίσχυρο δόγμα της εθνικής διπλωματικής αδράνειας. Ένα τέτοιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί και η καλοκαιρινή παρέμβαση του Κώστα Σημίτη, την οποία φυσικά αρκετοί έσπευσαν να απαξιώσουν με τις γνωστές κατηγορίες περί «μειοδοσίας», «προδοσίας» και «υποχωρητικότητας».

Υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους, ο χρόνος για την εθνική εξωτερική πολιτική μοιάζει να έχει σταματήσει στο 2004, όταν και ολοκληρώθηκε μια ιδιαίτερα ζωηρή οκταετία σημαντικής παρουσίας της Ελλάδας σε όλες τις γειτονικές τις χώρες. Αν και η εποχή Σημίτη ξεκίνησε με τα Ίμια, στη συνέχεια η Ελλάδα κατάφερε να σημειώσει σημαντικές διπλωματικές νίκες, με κορυφαία στιγμή της την Συμφωνία του Ελσίνκι, με την οποία για πρώτη φορά οι ελληνοτουρκικές διενέξεις ενσωματώθηκαν στην ύλη της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Εξίσου ιστορική ήταν και η Σύνοδος Κορυφής Ε.Ε-Δυτικών Βαλκανίων της Θεσσαλονίκης (Ιούνιος 2003), όταν και επιβεβαιώθηκε η διάθεση όλων των μερών να εργαστούν υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής των βαλκανικών χώρων - με την Ελλάδα στον ρόλο του φιλόξενου οικοδεσπότη που ενθαρρύνει την επιτάχυνση των διαδικασιών.

Κατά την περίοδο εκείνη, ιστορική πρόοδος σημειώθηκε και στο Κυπριακό, με την Συμφωνία του Ελσίνκι να ανοίγει τον δρόμο της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και να διευκολύνει την διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης πρότασης διευθέτησης του Κυπριακού ζητήματος (σχέδιο Ανάν). Αν και ο σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η απονομή…επαίνων, ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη, ο οποίος δυστυχώς έφυγε από την ζωή πρόωρα, δίχως να προλάβει να διαπιστώσει την αίσια έκβαση πολλών εκ των σχεδίων που ο ίδιος προωθούσε ήδη από την δεκαετία του ’80.

H αδράνεια ως «εθνικά περήφανη στάση»

Η αλλαγή της κυβέρνησης και η ανάληψη της εξουσίας από τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή δεν αποδείχθηκε μοιραία μονάχα για τα δημόσια οικονομικά αλλά και για την άσκηση της εθνικής εξωτερικής πολιτικής. Η εφαρμογή του δόγματος «ασ’τα για αργότερα» υπήρξε καθολική, ιδιαίτερα κατά την θητεία του Πέτρου Μολυβιάτη στο υπουργείο Εξωτερικών (Μάρτιος 2004-Φεβρουαρίος 2006).

Κατά την κρίσιμη αυτή διετία, η κυβέρνηση Καραμανλή εγκατέλειψε την διαδικασία του Ελσίνκι, πετώντας στα σκουπίδια την σημαντική πρόνοια της συμφωνίας Ε.Ε-Τουρκίας για την παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά το ποια ήταν ισχύς της Ελλάδα του 2004 και της Τουρκίας της ίδιας περιόδου, θα διαπιστώσει πόσο καταστροφική ήταν για τα εθνικά συμφέροντα η επιλογή Καραμανλή να μην αξιοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας που είχε κληρονομήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση. Το παράδοξο είναι ότι προσωπικά ο πρώην πρωθυπουργός είχε φροντίσει να διατηρεί άριστες σχέσεις με τον Τούρκο ομόλογο του, κάτι το οποίο επιβεβαιώθηκε με την παρουσία του στον γάμο της κόρης του, Εσρά Ερντογάν, ως κουμπάρου!

Αν και η ευρεία νίκη του στις εκλογές της 7ης Μαρτίου του 2004 του είχε εξασφαλίσει ένα σπουδαίο πολιτικό κεφάλαιο σε μια ευημερούσα Ελλάδα, εξοργιστική ήταν η στάση Καραμανλή και απέναντι στο σχέδιο Ανάν. Το διάγγελμα του προς τον ελληνικό λαό στις 15 Απριλίου του 2004 αποτελεί μνημείο «δημιουργικής ασάφειας», πόσο μάλλον όταν αυτό έλαβε χώρα λίγες ώρες μετά το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών υπό τον Κωστή Στεφανόπουλο κατά τη διάρκεια του οποίου τάχθηκε υπέρ του σχεδίου Ανάν! Εξάλλου, εξερχόμενος εκείνης της συνεδρίασης, είχε δηλώσει ότι τα θετικά στοιχεία του σχεδίου είναι περισσότερα από τα αρνητικά.

Όχι τυχαία, κατά τους υποστηρικτές της διακυβέρνησης Καραμανλή, η πιο σημαντική στιγμή της εξωτερικής πολιτικής του πρώην πρωθυπουργού ήταν το βέτο στην ένταξη στο ΝΑΤΟ της τότε Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, δηλαδή μια εθνικά μάταιη μάχη οπισθοφυλακής υπέρ της διατήρησης ενός μη βιώσιμου status quo.

Η χαμένη δεκαετία των Μνημονίων

Η εξοργιστική αδράνεια της εποχής της «αφθονίας» δεν θα μπορούσε παρά να δώσει την σκυτάλη σε μια ακόμα βαθύτερη στασιμότητα στα χρόνια της εποχής των Μνημονίων. Η συνεχής εναλλαγή των κυβερνήσεων, οι μειωμένες οικονομικές δυνατότητες της χώρας και η ανάδειξη των διαπραγματεύσεων με την Τρόικα ως βασικό αντικείμενο των διεθνών σχέσεων της χώρας είναι μερικοί μονάχα από τους πολλούς λόγους που ώθησαν την Ελλάδα στο να κλειστεί στον εαυτό της.

Η Ελλάδα παύει να αποτελεί το απόλυτο success story της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στην περιοχή - για την ακρίβεια η διαχείριση της ελληνικής κρίσης από τις Βρυξέλλες μάλλον τρομάζει τις κοινωνίες των Βαλκανίων. Είναι ακριβώς η εποχή που η τουρκική οικονομία πετυχαίνει σπουδαίους ρυθμούς ανάπτυξης και αυξάνει σημαντικά τους ρυθμούς δραστηριοποίησης της στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους που θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα μια ήδη διχασμένη κοινωνία, ο πήχης για την εθνική εξωτερική πολιτική κατεβαίνει επικίνδυνα. Η διατήρηση του status quo αναδεικνύεται στον μείζονα εθνικό στόχο. Καμία πρωτοβουλία για το Κυπριακό την επομένη της αποτυχίας του σχεδίου Ανάν, καμία πρωτοβουλία στο Μακεδονικό και φυσικά καμία πρωτοβουλία στα ελληνοτουρκικά. Καμία πρωτοβουλία ακόμα και σε λιγότερο σημαντικά θέματα στα οποία είχε επιτευχθεί κάποια πρόοδος, όπως οι διαπραγματεύσεις με την Αλβανία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Αρκούσε μια απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της γειτονικής χώρας για να πάψει η Ελλάδα να επιδιώκει με θέρμη μια λύση.

Φωτεινή εξαίρεση αυτής της περιόδου αποτελεί η σοβαρή δουλειά που έγινε στον τομέα της ενέργειας με τον νόμο Μανιάτη (ν.4001/2011), η οποία συνοδεύτηκε από την σημαντική βελτίωση των σχέσεων της χώρας με την Αίγυπτο και το Ισραήλ -αν και πλέον το νόημα των τριμερών συνεργασιών μοιάζει να αλλοιώνεται από τους γνωστούς-άγνωστους τηλεκήρυκες και τις εθνοκεντρικές αυταπάτες τους.

Το ορόσημο της Συμφωνίας των Πρεσπών

Η ανάδειξη του μετριοπαθούς Ζόραν Ζάεφ στην ηγεσία της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας γέννησε μια μεγάλη ευκαιρία επίλυσης του Μακεδονικού ζητήματος, την οποία, μάλλον παραδόξως, δεν άφησε να πάει χαμένη η ελληνική διπλωματία - σε αντίθεση με τις διαπραγματεύσεις στο Κρανς Μοντανά για το Κυπριακό.

Μετά από χρόνια εσωστρέφειας, η Ελλάδα κατάφερε να συστηθεί ξανά στους γείτονες της ως μια χώρα που λύνει προβλήματα παρά δημιουργεί, ως ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ανακάμπτει και διεκδικεί ξανά ένα δυναμικό ρόλο στα βόρεια σύνορα του. Τουλάχιστον ως προς το Μακεδονικό, η μοιραία λογική της διαιώνισης των εκκρεμοτήτων έμοιαζε να υποχωρεί.

Αν και το πολιτικό κεφάλαιο της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν έχει ακόμα εξαντληθεί, η συνέχεια δεν ήταν αυτή που έπρεπε. Οι δαίμονες της φτηνής επικοινωνίας και της μικροπολιτικής που στοιχειώνουν τον Αλέξη Τσίπρα επικράτησαν ξανά και η Συμφωνία των Πρεσπών υποβαθμίστηκε απλά σε ένα ζήτημα εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας. Μόνο και μόνο η απάντηση του διλήμματος «Κοτζιάς ή Καμμένος» υπέρ του πρώην υπουργού Εθνικής Άμυνας είναι ενδεικτική της περίφημης εμμονής του πρώην πρωθυπουργού να πατάει σε δυο τελείως διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές βάρκες.

Κατώτερη των περιστάσεων ήταν φυσικά και η στάση της Νέας Δημοκρατίας, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να υιοθετεί συνθήματα κενά περιεχόμενου («δεν θα διχάσουμε τους Έλληνες για να ενώσουμε τους Σκοπιανούς») και να αδυνατεί να ελέγξει τα ακραία στοιχεία του κόμματός του. Δυστυχώς, οι περισσότεροι βουλευτές της ακροδεξιάς πτέρυγας της Νέας Δημοκρατίας έχουν ως σημείο αναφοράς του τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό -κάτι που πλέον είναι προβληματικό κυρίως για την ίδια την σημερινή κυβέρνηση.

Ο χρόνος δεν λειτούργησε υπέρ μας

Η σύνοψη όλων των παραπάνω ευκαιριών καθόλου δεν στοχεύει στο να ωραιοποιήσει τις εχθρικές ενέργειες της σημερινής Τουρκίας. Τα λάθη της Ελλάδας με κανέναν τρόπο δεν δικαιολογούν τον επιθετικό μαξιμαλισμό μιας χώρας που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον δυτικό αξιακό κώδικα συμπεριφοράς.

Αν όμως το Μακεδονικό είχε λυθεί ήδη από τις αρχές του 1990, ίσως μια ισχυρή ελληνική παρουσία στα Βαλκάνια να είχε αποτρέψει την δυναμική δραστηριοποίηση της Τουρκίας στην περιοχή. Αν το Κυπριακό είχε λυθεί την εποχή του σχεδίου Ανάν, πιθανότατα ουδείς θα τολμούσε να αμφισβητήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα μιας ενωμένης Κύπρου. Αν κάποιες από τις εκκρεμότητες Ελλάδας-Τουρκίας είχε κλείσει κατά τα πρώτα… φιλελεύθερα χρόνια του Ταγίπ Ερντογάν, πιθανότατα σήμερα δεν θα περίσσευε ζωτικός χώρος για έναν τουρκικό αναθεωρητισμό που επινοεί θαλάσσια σύνορα Τουρκίας-Λιβύης. Το ίδιο ισχύει και για την διαιώνιση εκκρεμοτήτων σε λιγότερο δημοφιλή ζητήματα, όπως η χάραξη ΑΟΖ με την Αίγυπτο, την Λιβύη, την Αλβανία, ακόμα και με την φίλη και σύμμαχο Ιταλία.

Κοινώς, την ώρα που κάποιοι μας ζητούσαν να τους αποθεώσουμε για τα μεγάλα «ΟΧΙ» που δήθεν προστάτευαν τα εθνικά δίκαια, το πραγματικό μήνυμα που η Ελλάδα εξέπεμπε στο εξωτερικό ήταν αυτό μιας φοβικής χώρας που αρνείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων -αδικώντας πάνω από όλα τον ίδιο της τον εαυτό.

Ποτέ ξανά αδρανείς

Επιστρέφοντας στο σήμερα, η Ελλάδα καλείται σε λίγους μήνες να κάνει πολλά από όσα δεν έκανε κατά τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Οι δυνάμεις της αδράνειας είναι τεράστιες, ειδικά εντός της σημερινής κυβερνώσας παράταξης που συχνά μοιάζει εθισμένη στην λογική του «να βγει ο μήνας, σιγά μην βγάλουμε εμείς το φίδι από την τρύπα».

Καλώς ή κακώς όμως, τα τουρκικά τετελεσμένα στην Ανατολική Μεσόγειο μας στερούν την πολυτέλεια του να μην κάνουμε ούτε τώρα τίποτα. Πριν όμως ενεργήσουμε, καλό θα ήταν να συμφωνήσουμε στο ποια πρέπει να είναι η θέση της Ελλάδας στον κόσμο και συγκεκριμένα στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο μακροπρόθεσμος εθνικός στόχος θα πρέπει να είναι η καταδίκη της τουρκικής προκλητικότητας από την Ε.Ε ή η ενίσχυση του διμερούς εμπορίου Ελλάδας-Τουρκίας; Μας αρκεί να μην καπηλεύεται η Βόρεια Μακεδονία την κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή μήπως θα πρέπει να επιδιώξουμε τα καλύτερα μυαλά της γειτονικής χώρας να σπουδάζουν στα πανεπιστήμια μας; Θέλουμε το Ισραήλ δίπλα μας μονάχα ως στρατιωτικό μπαμπούλα ή ως μια φιλική χώρα με σπουδαία τεχνογνωσία να προσφέρει σε πλήθος εκπαιδευτικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα; Είναι δυνατόν να περιμένουμε μια τραγωδία για να συσφίξουμε τις σχέσεις με την Αλβανία;

Συνοψίζοντας, όλοι μπορούμε να συμφωνήσουμε στο ότι «κάτι πρέπει να κάνουμε». Το κρίσιμο όμως είναι να καταλήξουμε από κοινού στο τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε. Για παράδειγμα, είναι αρκετά πιθανό ο τουρκικός τυχοδιωκτισμός στην Λιβύη να καταρρεύσει για λόγους που δεν σχετίζονται με τις πράξεις και τις παραλείψεις της Ελλάδας. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, θα επαναπαυτούμε ξανά; Θα αναβάλλουμε ξανά εις το διηνεκές την δύσκολη αλλά αναγκαία διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών;

Άραγε, μας έχει γίνει πια μάθημα ότι ο χρόνος δεν λειτουργεί ποτέ υπέρ εκείνων που δεν κάνουν απολύτως τίποτα;