Πολιτικη & Οικονομια

Επιστροφή στην πόλη

Τίποτα δεν χάνεται όσο το θυμάσαι

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 713
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Φώτης Γεωργελές επιστρέφει από τις διακοπές και κάνει ένα μικρό απολογισμό

Τον Αύγουστο στις διακοπές, μετράς. Τόσες μέρες είσαι στο νησί, πόσες μέρες μένουν. Ξεχνάς τις μέρες, η Δευτέρα δεν είναι η πρώτη μιας εργάσιμης βδομάδας, η Παρασκευή δεν είναι η τελευταία, Δευτέρα ή Κυριακή είναι το ίδιο. Δεν ξέρεις τι μέρα είναι. Ξέρεις μόνο ότι έχουν μείνει ακόμα λίγες μέρες. Πάντα οι μέρες που μένουν είναι λίγες.

Γιατί κάθε χρόνο σού φαίνεται ότι οι διακοπές περνάνε πιο γρήγορα; Το έχει εξηγήσει ο Στίβεν Χόκινγκ με πιο επιστημονικά λόγια, αλλά στην ουσία λέει αυτό: Γιατί μεγαλώνεις. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να παύουμε να είμαστε νέοι χωρίς να πρέπει αναγκαστικά να γεράσουμε. Πρέπει να επινοήσουμε έναν τρόπο να μεγαλώνουμε.

Στα δωμάτια των ξενοδοχείων έχει ένα μεγάλο καθρέφτη δίπλα στο κρεβάτι, μόλις ξυπνάς, αναγκαστικά κάθε πρωί, η πρώτη ματιά είναι στον εαυτό σου. Ποιος είναι αυτός ο κύριος και γιατί με κοιτάει με αυτό το σοβαρό βλέμμα του μεγάλου άντρα; Κάνω γκριμάτσες, έχουν μονίμως μια έκφραση απορίας. Πώς βγάζουν σέλφι οι άνθρωποι; Τους θαυμάζω. Πώς κρατάνε το χέρι με το τηλέφωνο έξω από τη φωτογραφία; Είναι αλήθεια όσα λένε. Η επανάσταση της Πληροφορικής απαιτεί skills που δεν έχει η δικιά μου γενιά. Σε όλες τις φωτογραφίες φαίνομαι τρομαγμένος.

Δεν βρίσκει ομπρέλα, πηγαίνει πάνω κάτω εξαγριωμένος. Δυο μικρά παιδάκια, σχεδόν μωρά, κλαίνε στην άμμο. Η σύζυγος περιμένει τη λύση από τον άντρα. Βρίσκει μία, είναι πιασμένη. Είναι πια έξαλλος. Κόκκινος, εξαγριωμένος, φωνάζει στα κορίτσια που νοικιάζουν τις ομπρέλες, βρείτε μου τώρα μια ομπρέλα, μην αντιμιλάς, τώρα είπα! Οι διακοπές είναι πολύ δύσκολο σπορ, αν δεν είσαι πλούσιος. Δεν βρίσκεις δωμάτια, αλλάζεις καταλύματα, φορτώνεις βαλίτσες, τσακώνεσαι με ταβερνιάρηδες, παζαρεύεις με ξενοδόχους, αποκρούεις πιεστικά παρακάλια, μπαμπά παγωτό, μπαμπά νεροτσουλήθρα, κουβαλάς σε ασήκωτες σακούλες ΙΚΕΑ και αραδιάζεις στην παραλία κουβαδάκια, προσέχεις μη σου πνιγεί κανένα, νιώθοντας συνεχώς το υποτιμητικό βλέμμα της συμβίας, εσύ Γιώργο γιατί δεν τα κατάφερες, γιατί loser μου δεν είσαι από τους νικητές της ζωής, πού είναι όλα όσα μου είχες υποσχεθεί; Οι διακοπές είναι σκληρό σπορ, κατακόκκινος στα όρια εμφράγματος, μαζεύει πάλι τις σακούλες με τα κουβαδάκια για άλλη παραλία. Κοιτάζει γύρω του αγριεμένος, προσπαθεί να βρει έναν εχθρό, έναν υπαίτιο να του χρεώσει το γεγονός ότι η ζωή είναι δύσκολη. Ξέρω ότι είναι επικίνδυνος, αλλά τον συμπονώ.

Είναι βίγκαν, είναι σπισιστής λέει, κάποιοι προσπαθούν, ούτε να το προφέρουν δεν μπορούν, μιλάει με φανατισμό νεοφώτιστου για σφαγεία, τρομακτικές εικόνες, δράσεις και συλλογικότητες και αγώνες. Αδιάφορα τον κοιτάζουν, τίποτα δεν μπορεί να προκαλέσει, όλα είναι χρησιμοποιημένα, παιδί είναι, αύριο θα είναι κάτι άλλο. Εμείς γίναμε κυνικοί ή κάποιοι χρησιμοποίησαν κάθε ευαισθησία μας απλώς για να κερδίσουν οι ίδιοι λίγη εξουσία;

Αυτό το καλοκαίρι δεν μιλάμε πια για πολιτική, παρόλο που οι αλλαγές ήταν πρόσφατες. Τι να πούμε; Όλα δοκιμάστηκαν, όλα τα παιχνίδια παίχτηκαν, όσοι ήθελαν κατάλαβαν. Οι άλλοι έχουν λόγους να μη θέλουν. Σιγά-σιγά από αυτό το καλοκαίρι αρχίζει η επιστροφή στην κανονική ζωή, όταν δεν ήξερες και δεν σε ενδιέφερε τι ψηφίζει ο άλλος. Όταν δεν υπήρχαν ήρωες και προδότες, «λαϊκοί αγωνιστές» και «πουλημένοι». Παρά μόνο μικροί άνθρωποι, με τις αυταπάτες, την άγνοια, τις υστεροβουλίες, τον κυνισμό, τα κόλπα τους. Η κοινωνία μας κουράστηκε από το τόσο μίσος, θέλει να ξαναγυρίσει στην ανθρώπινη ζωή, της έλειψε η γλυκιά καθημερινότητα. Και όσοι δεν το καταλάβουν, όσοι εξακολουθήσουν να ποντάρουν στο μίσος γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να πουλήσουν, θα δουν έκπληκτοι τον κόσμο να στρέφεται εναντίον τους, σιωπηλά αλλά απόλυτα. Η κοινωνία μας, αργοπορημένα, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι έχασε μια ολόκληρη δεκαετία από τη ζωή της ψάχνοντας εχθρούς να μισήσει αντί να ασχοληθεί με τα προβλήματά της και να τα λύσει. Κάποτε θα κάνει τον λογαριασμό για τα χαμένα χρόνια. Τώρα θέλει να ξεχάσει, να αφήσει πίσω της αυτή τη χαμένη δεκαετία, να γυρίσει στις απλές χαρές και θλίψεις της πραγματικής ζωής.

Η στενοχώρια στις διακοπές είναι άβολη. Έχει στο σπίτι της δράμα, αγωνία για τον δικό της άνθρωπο αλλά χαμογελάει, δουλεύει ασταμάτητα, δεν λέει τίποτα, ξέρει ότι οι άλλοι θέλουν να μιλάνε για μπάνια και ταβέρνες. Πόσο ανθρώπινο μεγαλείο υπάρχει σ’ αυτό το χαμόγελο, να πνίγεσαι στην αγωνία και να μη μιλάς για τον πόνο σου γιατί σκέφτεσαι να μη χαλάσεις τις διακοπές των άλλων. Πού βρίσκει ένας απλός άνθρωπος αυτή τη δύναμη; Περπατάς στην παραλία και στα ξαφνικά δάκρυα που πλημμυρίζουν τα μάτια σου, θρηνείς πια τις δικές σου απώλειες, το παράπονο για τις χαμένες στροφές που δεν πήρες, αυτούς που έχασες, αυτούς που δεν θα ξαναδείς σ’ αυτή την παραλία. Ήταν κάποτε εδώ και δεν ξανάρθε. Η ζωή έχει περάσει.

Πόσο εύκολα ξεχνάμε. Πόση στενοχώρια αναλογεί σε κάθε άνθρωπο και πόση μπορεί να αντέξει; Δεν θέλω, παρακαλώ, να το μάθω.

Ένα μικρό, πολύ μικρό σκυλάκι, το λένε Ρόκο, γαβγίζει θυμωμένα, μετά ξεχνάει τα νεύρα του και μου γλείφει το χέρι. Σε συμπάθησε, μου λέει το αφεντικό του καθώς παίζουμε, μήπως είσαι κι εσύ μικρούλης; Είναι 11 χρονών, βλέπεις σε ένα μικρό παιδί, τα αστραφτερά μάτια, το χαμόγελο της εξυπνάδας και της συναίσθησης και ησυχάζεις. Ο κόσμος δεν είναι ηλίθιος, πάντα θα γεννιούνται νέοι άνθρωποι που θα λάμπουν στο σκοτάδι.

Ποτέ δεν κλείνει πρώτη. Εκνευρίζομαι και την ίδια ώρα γεμίζω ενοχές. Όλο ανησυχεί, δυστυχήματα, αρρώστιες, πάντα ανησυχεί, στην οικογένειά μας πάντα καραδοκούσε ένας κίνδυνος και αυτή μόνο τον έβλεπε, αυτή πάντα ανησυχούσε. Θέλει να προλάβει να πει κι άλλα, να έχει την τελευταία λέξη, κι εγώ σα βλάκας θυμώνω, γιατί δεν σκέφτομαι ότι γι’ αυτήν ο ανομολόγητος φόβος δεν είναι στη λέξη αλλά στο τελευταία.

Στο σκονισμένο αμάξι, όπως κάθε χρόνο, γράφουν γράμματα, αρχικά, λέξεις, τα μηνύματά των διακοπών, κρυμμένα σύμβολα κάτω απ’ τον ήλιο, μυστικοί διάλογοι, είμαι εδώ, μην ξεχνάς. Τις τελευταίες μέρες με πόνο ψυχής το πλένω, επιστροφή στην πόλη. Την άλλη μέρα, επάνω είναι γραμμένη μια λέξη: Χαζό. Γελάω μόνος μου διαβάζοντας αυτή την παιδιάστικη επιτίμηση. Πολύ χαζό πραγματικά, τίποτα δεν τελειώνει όσο το θυμάσαι.