Πολιτικη & Οικονομια

H Ελλάδα αρχίζει να γελά

«Σαν να κατέβηκε το σφυροδρέπανο από το Κρεμλίνο»

Λεωνίδας Καστανάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Ελλάδα έχει για πρώτη φορά φιλελεύθερο πρωθυπουργό, που δεν έταξε τίποτα και σε κανέναν.

Αν σκεφτεί κανείς ότι πριν 4 χρόνια μια πλειοψηφία του 61,3% ψήφιζε Grexit και πανηγύριζε στην ιδέα πραγμάτωσής του, η χτεσινή νίκη των δυνάμεων του ορθολογισμού είναι κορυφαία αλλαγή παραδείγματος. Και πιστώνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Η Ελλάδα έχει για πρώτη φορά φιλελεύθερο πρωθυπουργό, που δεν έταξε τίποτα και σε κανέναν. Που δεν υποσχέθηκε γαϊδάρους να πετούν, που δεν έκλεισε το μάτι σε κάστες και συντεχνίες. Και «παραδόξως» πήρε μαζί του τη μεσαία τάξη και δη το ανώτερο αυτής τμήμα, αυτό δηλαδή που καλείται σήμερα να ηγηθεί της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Αν δίπλα στους 158 βουλευτές της ΝΔ αθροίσουμε και τους 22 του ΚΙΝΑΛ, έχουμε για τα επόμενα 4 χρόνια μια ισχυρή πλειοψηφία φιλοευρωπαϊκών, δημοκρατικών δυνάμεων που μπορούν να εγγυηθούν όχι μόνο την ασφαλή πορεία της πατρίδας αλλά και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν, στο εκλογικό σύστημα, στο κράτος και την οικονομία. Το γεγονός ότι το ΚΙΝΑΛ κρατάει ένα 8% είναι σημαντικό διότι αυτό μειώνει τις φωνές τόσο εντός όσο και στον περίγυρό του για σύντηξη με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Και βέβαια η Ελλάδα παραμένει βαθιά διχασμένη, αλλά είναι σημαντικό ότι οι δυνάμεις που επένδυσαν στον διχασμό ηττήθηκαν. Η κινητοποίηση ευρύτερων κεντροαριστερών δυνάμεων στο πλευρό του Κ. Μητσοτάκη ανεδείχθη σε μια ιστορική και κορυφαία πατριωτική επιλογή που κλόνισε για πάντα την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς. Διότι όρισε και πάλι την έννοια του προοδευτικού στην Ελλάδα και άνοιξε έναν γόνιμο διάλογο γύρω από αυτόν. Απομένει στη ζώσα πολιτική να αποδείξει και στον τελευταίο δύσπιστο πολίτη ότι ο δρόμος της προόδου δεν είναι αυτός που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό αλλά σε μια φιλελεύθερη κοινωνία ανοικτών θεσμών, στον στενό πυρήνα της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου.

Η εξαφάνιση των ναζιστών της Χρυσής Αυγής είναι νίκη των δυνάμεων του ορθολογισμού. Πιο ειδικά νίκη της Νέας Δημοκρατίας, όχι μόνο γιατί ο Αντώνης Σαμαράς την έβαλε στη φυλακή αλλά και γιατί η στάση του Μητσοτάκη απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών δεν τις έδωσε πολιτικές ευκαιρίες. Ένα από τα απότοκα της κρίσης που λογικά θα υποχωρούσε όσο η χώρα θα απομακρυνόταν από αυτήν, όπως και έγινε. Αν όμως ο ακροδεξιός εξτρεμισμός υποχωρεί δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τον ακροαριστερό ομόλογό του. Ο οποίος, δυναμωμένος λόγω της ανοχής που του έδειξε η προηγούμενη διακυβέρνηση, μπορεί να σπάει τα γραφεία εφημερίδων όπως της Athens Voice ή να παίρνει την κάλπη από το εκλογικό κέντρο των Εξαρχείων ατιμώρητα. Και το χειρότερο, όλα αυτά να θεωρούνται από την κοινή γνώμη απλώς γραφικά, σχεδόν φυσιολογικά για τα ελληνικά δεδομένα. Για κάποιους και δίκαια. Μια θλιβερή παρακαταθήκη του πολιτικού πνεύματος που ηττήθηκε στις χτεσινές εκλογές, που πρέπει να διαχειριστεί η επόμενη κυβέρνηση. Δεν θα είναι εύκολο.

Όπως εύκολη δεν θα είναι και η πολιτική ζωή με αξιωματική αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ. Ένα κόμμα βαθιά λαϊκιστικό, ενισχυμένο πλέον επισήμως με ισχυρές δόσεις πασοκικής και δεξιάς προέλευσης. Ο οποίος μπορεί να ηττήθηκε εκλογικά, αλλά συγκρατεί ισχυρές δυνάμεις, κυρίως στα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας. Τα περισσότερο φτωχά, χρεωμένα και φοβισμένα που γίνονται εύκολοι αποδέκτες του διχαστικού κλίματος που καλλιέργησε ο Α. Τσίπρας στον δρόμο προς τις κάλπες. Που νομίζουν ότι ο Μητσοτάκης θα τους κόψει το ρεύμα ή θα τους βάλει φυλακή για τους λογαριασμούς και τους φόρους που έχουν απλήρωτους. Ή θα τους απολύσει από το Δημόσιο. Ή θα τους αναγκάσει να δουλεύουν 7 μέρες την εβδομάδα.

Ο «σοσιαλισμός με τα λεφτά των άλλων» μπορεί να ηττήθηκε πολιτικά ακόμα μια φορά, αλλά σαν όραμα παραμένει ζωντανός σε ικανό μέρος της κοινωνίας μας. Μπορεί το πορτρέτο του Βελουχιώτη να κατέβηκε από τα υπουργικά γραφεία, αλλά ο εμφύλιος δεν ηττήθηκε οριστικά. Οι ιδέες του φιλελευθερισμού, αν και κερδίζουν έδαφος, είναι ακόμα αδύναμες. Δυστυχώς δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει ως κόμμα ρίζες στην κοινωνία, αλλά έχει το όλον ΠΑΣΟΚ. Απαιτείται χρόνος και μεγάλη προσπάθεια στον τομέα της ιδεολογίας, της εκπαίδευσης και του πολιτισμού για να ξεριζωθεί από τον κόσμο η αντίληψη ότι πρέπει να μοιράζουμε τον πλούτο που δεν έχουμε.

Φυσικά και ο ασπόνδυλος λαϊκισμός δεν θα μετεξελιχτεί σε κάποια ευρωπαϊκού τύπου «σοσιαλδημοκρατία». Το αντίθετο είναι μάλλον πιο εύκολο. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ συγκράτησε τις δυνάμεις του επενδύοντας ακριβώς σε αυτόν τον λαϊκισμό. Αν είχε ηττηθεί στρατηγικά, θα δυνάμωναν εντός του οι ήπιες πιο ορθολογικές φωνές. Τώρα γιατί να αλλάξει όταν όλα αυτά τα δεινά που προκάλεσε στο κράτος και στην κοινωνία φαίνεται ότι είναι αρεστά στο 31% του εκλογικού σώματος; Μπορεί να αλλάξει οργανωτική δομή και όνομα, αλλά η πολιτική ταυτότητα, το στελεχικό δυναμικό και η ηγετική ομάδα θα παραμείνουν ως έχουν. Και όσες μετεγγραφές γίνουν θα είναι ανάλογης λογικής και ποιότητας. 

Ορκίζεται λοιπόν ο «Κούλης» Πρωθυπουργός. Αυτός που «δεν τραβούσε», «δεν το είχε», «δεν μπορούσε», αυτός για τον οποίον οι ολιγάρχες αυτού του τόπου διαμήνυαν ότι δεν θα δει ποτέ του εξουσία. Αυτός που σχεδόν αγνοούσαν τα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα ΜΜΕ, που δεν έμπαινε μέχρι χτες στην ελληνική συνάρτηση. Αυτός που θα είναι από αύριο πονοκέφαλος και για όσους στην Ευρώπη είχαν βολευτεί με τους «διαχειρίσιμους ντεμέκ επαναστάτες», που ψάχνανε τον κίτρινο φάκελο μπροστά από τη Μέρκελ. Ορκίζεται αυτός που έβλεπε καθημερινά πολλά στελέχη του κόμματός του να τον κοιτούν υπό γωνία. Ο «νεοφιλελεύθερος Μητσοτάκης» με τους δήθεν σκοτεινούς συμβούλους που ερχόταν να κατασπαράξει τον αδούλωτο ελληνικό λαό. Ο γιος του αποστάτη. Και όμως ορκίζεται πρωθυπουργός. Σαν να κατέβηκε το σφυροδρέπανο από το Κρεμλίνο.

Δεν ξέρω αν χτες έκλεισε κάποιος κύκλος μικρός ή μεγάλος. Αυτό θα φανεί στο μέλλον, μετά από 4 χρόνια, όταν μετρήσουμε το έχει μας και βγούμε πλεονασματικοί. Όχι μόνο στα υλικά αλλά πρωτίστως στα πολιτισμικά αγαθά. Όταν τα σχολεία μας γίνουν και πάλι σχολεία. Όταν το εμφύλιο και «ταξικό» μίσος μας εγκαταλείψει. Όταν μάθουμε να συζητάμε ήρεμα και απλά. Όταν ξεχάσουμε για πάντα την πολιτική βία, τη μήτρα των πιο φρικτών δεινών μας.

Η Ελλάδα αρχίζει να γελά. Ας ελπίσουμε ότι αυτό το γέλιο θα απλώσει και θα κυριαρχήσει. Αυτή η μιζέρια των πολιτικών άκρων και κυρίως της αριστεράς μας κούρασε. Μπουχτίσαμε από μίρλα και έκπτωση, από «ναι, αλλά όμως». Φίλοι αναγνώστες, επιτέλους μια έξοδος. Ας την απολαύσουμε μέσα στη θερινή ραστώνη.