Πολιτικη & Οικονομια

Πώς και γιατί οι USA έβαλαν πλάτη για το πενταετές ομόλογο

Οι αμερικανικές τράπεζες, τα media και το παρασκήνιο της εξόδου στις αγορές

Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι ο αμερικανικός παράγοντας ο ισχυρότερος σύμμαχος του Αλέξη Τσίπρα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ίσως να έχει αρχίσει να γίνεται προφανής εδώ και αρκετούς μήνες. Το τελευταίο διάστημα, όμως, αποδεικνύεται ότι έχει και μεγάλο «βάθος». Ίσως, σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό των αρχικών εκτιμήσεων που έβλεπαν ότι ο «πάγος» που άρχισε να καλύπτει από το 2015 και μετά τις σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον, προσφέρει στην πρώτη αριστερή κυβέρνησης της Ελλάδας μια ευκαιριακή σύμπραξη με τους Αμερικανούς.

Και βέβαια δεν είναι μόνο η στήριξη των αμερικανών στις ενεργειακές αναζητήσεις της Ελλάδας στα «πετρέλαια» (που ούτως ή άλλως εξυπηρετούν και την πολιτική της Ουάσιγκτον να βάλει φρένο στο ρωσικό ενεργειακό επεκτατισμό), ούτε η παρουσία του αμερικανού πρέσβη στο «ελληνικό Πεντάγωνο» τις ημέρες των προκλητικών τουρκικών στρατιωτικών ασκήσεων το περασμένο καλοκαίρι. Αυτά θα μπορούσαν εύκολα να είναι τμήμα ενός γεωστρατηγικού δούναι και λαβείν, αμοιβαίας ωφέλειας.

Αντίθετα, το «βάθος» τη σχέσης αναδεικνύεται τις ημέρες αυτές, με την προσφορά της αμερικανικής «χείρας βοηθείας» στο πρώτο κρίσιμο τεστ της ελληνικής οικονομίας, στην μετάμνημόνιο εποχή: δηλαδή την έκδοση του περιβόητου ομολόγου.

Την ώρα που στο πολιτικό προσκήνιο «τσακώνονται» για το κατά πόσον το επιτόκιο δανεισμού ήταν υψηλό, λίγοι πρόσεξαν, ότι η έκδοση ήταν μια καθαρά αμερικανική υπόθεση. Και βέβαια δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι οι ανάδοχοι της έκδοσης που προετοίμασε ο ΟΔΔΗΧ ήταν σχεδόν αποκλειστικά αμερικανικές τράπεζες. Με την εξαίρεση της Societe Generale, την ελληνική έξοδο στις αγορές ανέλαβαν τα βαριά ονόματα του αμερικανικού banking: Bank of America, Merrill Lynch, Goldman Sachs, JP Morgan, και Μorgan Stanley. Προσφέροντας έτσι στους επενδυτές την απαιτούμενη «ασφάλεια» για να βάλουν τα κεφάλαιά τους. Και αντίστοιχα προσφέροντας την ευκαιρία στο ελληνικό δημόσιο να απαλλαγεί από τα επικίνδυνα hedgefunds, και να δανειστεί από αυτούς που στην κυβέρνηση ανακοίνωσαν ως …fundmanagers. Δηλαδή… κανονικά κεφάλαια, σε μια μάλλον άστοχη μετάφραση.

Έτσι, ίσως να μην έχει τόση σημασία ότι αμερικανικά κεφάλαια πήραν το 8,5% της ελληνικής έκδοσης, αλλά ότι η παρουσία των αναδόχων βοήθησε το ομόλογο να «περπατήσει» με προσφορές που ξεπέρασαν τα 10 δις, ενώ το ελληνικό δημόσιο ζητούσε μόλις 2,5 δις.

Οι γνώστες του παρασκηνίου, πάντως, επιμένουν ότι οι βάσεις για την ελληνική έκδοση είχαν μπει το περασμένο φθινόπωρο κατά την επίσκεψη του ΑλέξηΤσίπρα στις ΗΠΑ, και επιβεβαιώθηκαν στη συνάντηση που είχε στη Νέα Υόρκη με τον Τζέιμι Ντάιμον, τον ελληνικής καταγωγής «μπος» της JP Morgan. Οι ίδιοι συμπληρώνουν με νόημα ότι τη συγκεκριμένη συνάντηση είχε προετοιμάσει ο πρώην επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) Στέλιος Παπαδόπουλος, που σήμερα εργάζεται στην JP Morgan, ως στέλεχος στη διοίκηση Νοτίου Ευρώπης. Μάλλον ειρωνεία της τύχης, αν κάποιος συνυπολογίσει ότι ο Στέλιος Παπαδόπουλος ήταν ένα στέλεχος που είχε αναδειχθεί από τον Αντώνη Σαμαρά…

Μπορεί η επίδοση αυτή φαντάζει καλύτερη από το ομόλογο που είχε εκδώσει η κυβέρνηση Σαμαρά, το οποίο είχε διαμορφωθεί στο 4,95%, αλλά η σύγκριση με τις επιδόσεις άλλων χωρών είναι απογοητευτική

Υπό την αμερικανική «σκέπη», το ελληνικό πενταετές ομόλογο «βγήκε» με επιτόκιο στο 3,6% (και το κουπόνι στο 3,45%). Μπορεί η επίδοση αυτή φαντάζει καλύτερη από το ομόλογο που είχε εκδώσει η κυβέρνηση Σαμαρά, το οποίο είχε διαμορφωθεί στο 4,95%, αλλά η σύγκριση με τις επιδόσεις άλλων χωρών είναι απογοητευτική. Η Πορτογαλία, για παράδειγμα, δανειζόταν το 2014 με επιτόκιο της τάξης του 4,5%, όμως σήμερα πληρώνει επιτόκιο κάτω από 0,5%.

Το αμερικανικό «σύστημα» πάντως ανέθεσε τη σχετική επικοινωνιακή αποστολή στο βαρύ πυροβολικό των media. Η Wall Street Journal έκανε ειδική μνεία στη μεγάλη ζήτηση που υπήρξε κατά την έκδοση του 5ετούς ομολόγου, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για την πρώτη έξοδο στις αγορές μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος στήριξης. Φιλοξένησε δε και δηλώσεις αναλυτών, όπως o Κρίστιαν Κοπφ, επικεφαλής της Union Investment, που σημείωσε ότι «η εκτίμησή μας για την Ελλάδα παραμένει θετική», και συμπληρώνοντας πως «με την έκδοση του ομολόγου, η χώρα επιθυμεί να αποδείξει την ικανότητά της στις αγορές, με όφελος και για τον ελληνικό ιδιωτικό τομέα».

Το Bloomberg μίλησε για την επιστροφή της «όρεξης» των διαχειριστών κεφαλαίων για ελληνικούς τίτλους. Κάτι που μπορεί να βοηθήσει τη χώρα να ελαφρύνει το κόστος δανεισμού, καθώς δεν εξαρτάται πλέον από hedgefunds που απαιτούν υψηλές πληρωμές για υψηλό κίνδυνο. Το Bloomberg δεν έχασε την ευκαιρία να «θυμίσει» ότι το κόστος δανεισμού είναι μία μονάδα χαμηλότερο σε σχέση με τις αντίστοιχες εκδόσεις του 2014 και του 2017, προβλέποντας ότι η κυβέρνηση δεν θα χάσει την ευκαιρία να χτίσει γύρω από την έκδοση ένα νέο αφήγημα για «success story».

Και βέβαια δεν είναι μόνο η βοήθεια στο ομόλογο, που κάποιοι, χαριτολογώντας χαρακτήρισαν… made in USA. Είναι η πρακτική στήριξη σε όλα σχεδόν τα σημαντικά ελληνικά projects που δείχνει το «βάθος» της σχέσης. Από τις αμερικανικές εταιρείες του «τζόγου» που εμφανίστηκαν στον διαγωνισμό για το καζίνο του Ελληνικού (την ώρα που παρέπαιε) μέχρι την επανεμφάνιση του mega-fund Carlyle, η οποία στήριξε την υποψηφιότητα της Glencore στον διαγωνισμό για την αποκρατικοποίηση των ΕΛ.ΠΕ. Έναν διαγωνισμό που μέχρι την ώρα εκείνη φαινόταν να ναυαγεί…

Στη Νέα Δημοκρατία, ευλόγως ανησυχούν ότι ο Τσίπρας τους βγήκε από τα… αριστερά στη σχέση με τους Αμερικανούς

Μ’ αυτά και με τα άλλα, στη Νέα Δημοκρατία, ευλόγως ανησυχούν ότι ο Τσίπρας τους βγήκε από τα… αριστερά στη σχέση με τους Αμερικανούς. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο χειρισμός της υπόθεσης της συμφωνίας των Πρεσπών, όπου ο Αλέξης έπαιξε με… αμερικανό προπονητή. Είναι και ότι διάφοροι μεγαλοπαράγοντες των ΗΠΑ που επισκέπτονται την Αθήνα το τελευταίο διάστημα μεταφέρουν στους συνομιλητές τους σχεδόν την ίδια «κασέτα»: Δηλαδή ότι η Νέα Δημοκρατία, ως πολιτικό συγκρότημα, βρίσκεται πιο κοντά στις αγορές και στην οικονομία, αλλά ότι ο Τσίπρας βρίσκεται πιο κοντά στην αμερικανική πολιτική.