Πολιτικη & Οικονομια

Μακάβριο αποτύπωμα

Ένα 20% αυτού του τόπου ήταν, είναι και θα είναι επιρρεπές στη «φαιά πανώλη»

4766-35219.jpg
Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 453
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ήταν φανερό πως αυτή η ιστορία δεν θα τελείωνε εύκολα. Το σκληρό φθινόπωρο του 2013 προμηνυόταν δύσκολο, ωσάν τα στοιχεία, οι στατιστικές δηλαδή και τα ποσοστά, να είχαν όλα μαζί συνωμοτήσει. Ήταν και αυτή η οσμή, ρε παιδί μου, που από εκείνο το Σάββατο δεν ήθελε να αφήσει την Αθήνα. Βασανιστική οσμή, κάτι μεταξύ του γλυκερού που αφήνει το πτώμα και του όξινου που αφήνει ο ιδρώτας που τον προκαλεί ο φόβος. Η Αθήνα εκείνο το Σάββατο μύριζε συνάμα φόβο και… αφέλεια, όπως το ιστορικό άρθρο της «Αυγής» της Μεγάλης Πέμπτης 20 Απριλίου του 1967, αν θυμάμαι καλά, δεκάξι χρονών παιδαρέλι ήμουν.

Nόμιζαν πως η μαύρη πανούκλα, εκείνη που πρήζει τα γάγγλια στους βουβώνες, σαν την άλλη επιδημία στο Οράν της Αλγερίας που περιγράφει ο Καμί, πως ήταν κάτι το πρόσκαιρο, το παροδικό, κάτι σαν την κατάρα που ένα σωστό ευχέλαιο μπορεί να τη στείλει στο πυρ το εξώτερο… αμ δε.

Μετά τις συλλήψεις ήρθε η αναμονή και αμέσως μετά οι τρεις παλικαράδες βρέθηκαν έξω στα πεζοδρόμια ελεύθεροι. Το επόμενο Σάββατο έπιασαν δουλειά οι επιστήμονες, τα έβαλαν κάτω με ψυχραιμία, ανέλυσαν τα δείγματά τους, προσομοίωσαν στους υπολογιστές τα μοντέλα τους, κοίταξαν ξανά και ξανά τα ποσοστά τους, πέρασαν τα αποτελέσματα από μαγνητική τομογραφία και κατέληξαν. «Είναι πανούκλα» είπαν και σκούπισαν τις στάλες του ιδρώτα από τα μέτωπά τους. Έτρεξαν αμέσως στον «Επιθεωρητή». Στις γωνιές των δυτικών προαστίων, στα σύνορα Παγκρατίου και Βύρωνα, νεκροί αρουραίοι με στάλες αίμα να ρέει από τα ρουθούνια τους, τουμπανισμένοι, θωρούσαν με γυάλινα μάτια τους περαστικούς.

Τη Δευτέρα που μας πέρασε, που να μην ερχόταν ποτέ, μάθαμε τις λεπτομέρειες. Εκπαιδεύονταν, λένε, σφάζοντας αρνιά με ένα χτύπημα στην καρωτίδα, μέσα σε στρούγκες της Αττικής. Ακούγεται παλαβό. Στρούγκες στην Αττική και μάλιστα στη Μαλακάσα. Εκπαιδεύονταν, είπαν, να σκοτώνουν με μία κοφτή μαχαιριά στην καρδιά. Μάζευαν λεφτά πουλώντας μπλουζάκια και παντελόνια, άρβυλα και εξοπλισμό. Πούλαγαν στις λαϊκές τα ρούχα της ανθρωπιστικής βοήθειας. Έστηναν νέο συνδικάτο στη Ναυπηγοεπισκευαστική στο Πέραμα για να σπάσουν το ΚΚΕ και να ρίξουν τα μεροκάματα. Κάποιος εφοπλιστής, ή βιτρίνα εφοπλιστή, εσώκλειστος στον Κορυδαλλό εδώ και καιρό, τους είχε ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό, λέμε τώρα. Θα είναι εκείνος που είχε «στήσει» το «Ίδρυμα» και είχε αγοράσει το 40% κάποιας γνωστής φυλλάδας, αλλά μπορεί και να είναι κάποιος άλλος, τι σημασία έχει. Ο «Guardian» προ καιρού είχε γράψει πως κάποιοι λεβέντες, ελληνάρες για να εξηγούμεθα, από το City του Λονδίνου, έστελναν λεφτά, πολλά λεφτά, στους νταήδες της Αθήνας για να «στήσουν» το μαγαζί.

Το βράδυ της Δευτέρας που μας πέρασε τα «στελέχη» μαζεύτηκαν γύρω-γύρω από τα panels, που είναι κάτι σαν καφενείο αλλά τηλεοπτικού χαρακτήρα, όπου συνήθως φοράνε γραβάτες και σακάκια και συζητούν. Οι στατιστικές ήταν αμείλικτες. Η θεραπευτική αγωγή που ακολουθήθηκε αποδείχτηκε χτικιάρικη. Δεν κατάφερνε να εξοντώσει το βάκιλο. Η πανούκλα παρέμενε απειλητική στο σκληρό πυρήνα.

Νόμιζαν, από φόβο θες, από αφέλεια ενδεχομένως, από σκοπιμότητα ίσως, πως οι παρασυρμένοι από την αγανάκτηση, οι κακομοιριασμένοι από τη φτώχεια, οι χαμένοι από το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού, θα γύριζαν στον ίσιο δρόμο βλέποντας τα χαΐρια των λεβεντόπαιδων που είχαν ψηφίσει σε εκείνες της εκλογές του περασμένου χρόνου. Νόμιζαν πως «τα παιδιά δεν είναι φασίστες, αλλά οργισμένοι πολίτες».

Ο κύριος με τα γυαλάκια, όμως, ήταν αποστομωτικός. Κατάφερε, όπως εξήγησε με εκείνη την αργόσυρτη φωνή του, να απομονώσει το βάκιλο και να εξετάσει το στέλεχος. Είδε τα τριχοειδή ποδάρια του να γατζώνονται στα σώματα των φορέων, να πολλαπλασιάζονται με αναίδεια, να φτύνουν, να σκοτώνουν αντίπαλα κύτταρα, να τεμαχίζουν τις φωλιές αντίστασης των υγιών οργανισμών, να ισοπεδώνουν τα τείχη άμυνας.

Βρήκε, λέει ο αθεόφοβος, πώς ένα 20% της κοινωνίας που είναι διάσπαρτο σε όλα τα κόμματα, διαφωνεί με τη σύλληψη των πρωτοπαλίκαρων - εκτροφείς του μιάσματος. Περίπου το ίδιο ποσοστό θεωρεί πως η «Πανούκλα» δεν αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία. Από αυτούς το 7,8% ψηφίζει αυτή την ώρα τους ίδιους τους βαμπίρ και μάλιστα ανερυθρίαστα. Στη μελέτη του άλλου ινστιτούτου έρευνας της συμπεριφοράς των τρωκτικών, το ποσοστό είναι 6,8%, αλλά το ποσοστό που διαφωνεί με τη σύλληψη των «Εκτροφέων» ανέρχεται στο 31%, άντε βγάλε άκρη τώρα.

Το ζουμί, ωστόσο, είναι διαυγές. Ένα 20% αυτού του τόπου, ήταν, είναι και κατά τα φαινόμενα θα είναι επιρρεπές και ευάλωτο στη «Φαιά Πανώλη». Από αυτό το 20% περίπου 600.000 με 700.000 άτομα νοσούν.

Πίσω από τα κάγκελα, στην πτέρυγα που κρατούνται οι γυναίκες στον Κορυδαλλό, ο αρχηγός και ο υπαρχηγός καγχάζουν. Ο πρώτος προφανώς θα εκδώσει το δικό του «Mein Kampf» μιμούμενος το δικό του αρχηγό. Καγχάζουν διότι κατάφεραν να βγάλουν στην επιφάνεια όλο εκείνο το κατακάθι που φώλιαζε για πολλές δεκαετίες στις αγκαλιές των θεσμών, στα κόμματα, τις παρέες, τις ομάδες, στις εξέδρες των γηπέδων, στις αλάνες. Κατάφεραν να «ξυπνήσουν» το λούμπεν στοιχείο που κρυβόταν αποτελεσματικά στους αποδεκτούς πολιτικο-κοινωνικούς ιστούς της μεταπολεμικής περιόδου. Άλλοτε με το μανδύα του πατριώτη, άλλοτε με την κάπα του χριστιανού ορθόδοξου, άλλοτε σε ρόλο μουτζαχεντίν ελληναρά, άλλοτε με άλλοθι την παράδοση και τις ρίζες (αυτές οι ρίζες θα μας πνίξουν), άλλοτε γιατί φταίει η Τουρκία, το Βατικανό, οι Μουσουλμάνοι, οι Σλάβοι, οι Αλβανοί και οι Αμερικάνοι, όλοι αυτοί επέζησαν στο θερμοκήπιο του ελληνικού κοινωνικού φασισμού. Το ποσοστό είναι της τάξης του 20%. Ο σκληρός πυρήνας είναι της τάξης του 6% με 8%. Η αιχμή του δόρατος είναι από μερικές εκατοντάδες έως λίγες χιλιάδες Γκοτζαμάνηδων.

Στην Ουγγαρία είναι περισσότεροι, στη Ρουμανία επίσης. Στην Αυστρία είναι πολλοί, στη Φινλανδία και τη Νορβηγία αυξάνονται δραματικά. Στην Αμερική λύνουν και δένουν στο Καπιτώλιο και κρατούν σε ομηρία την αμερικανική κοινωνία. Στη Γαλλία εσχάτως προφασίζονται πως είναι απλά θεσμικοί συνοδοιπόροι του συστήματος, αλλά στα σπλάχνα της Μαρίν Λε Πεν καραδοκούν περιμένοντας με τη σειρά τους την κατάλληλη στιγμή.

Δεν ξέρω πώς θα ξυπνήσουμε το επόμενο Σάββατο και αν η οσμή που πλανιέται πάνω από την Αθήνα θα είναι λιγότερο ή περισσότερο έντονη. Αυτό που ξέρω είναι πως κάθε γενιά σε αυτό τον τόπο αναμετριέται αργά ή γρήγορα με το τέρας της Πανούκλας.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ