Πολιτικη & Οικονομια

Πολιτικές εφαρμογές σε μακεδονικό περιβάλλον

Η πολιτική ως τέχνη του εφικτού: Πώς σκέφτηκαν τα κόμματα και τι καθόρισε τη στάση που κράτησαν απέναντι στη συμφωνία

Λεωνίδας Καστανάς
ΤΕΥΧΟΣ 664
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πλειοψηφία των Ελλήνων (70%) δεν θέλει να παραχωρήσει το όνομα «Μακεδονία» στους βόρειους γείτονες της πΓΔΜ ούτε καν με γεωγραφικό προσδιορισμό. Δεν αποδέχεται ούτε την ονομασία της γλώσσας, που θα έπρεπε να είναι η βορειομακεδονική (κατά το σερβοκροατική) αλλά ούτε και την ταυτότητα, που θα έπρεπε να είναι βορειομακεδονική. Τα ελατήρια αυτής της στάσης δεν είναι αμιγώς εθνικιστικά ή πατροδοκάπηλα. Δεν είναι ο φόβος του αλυτρωτισμού, ούτε κάποιο εθνικό μίσος. Μια χαρά συνεργάζονται οικονομικά και συγχρωτίζονται οι βορειοελλαδίτες με τους γείτονές μας. Είναι που η παράδοση τριάντα χρόνων έχει εγκαταστήσει στο εθνικό φαντασιακό τη δυσανεξία σε μια τέτοια αποδοχή.

Η παράδοση κρατάει ζεστή τη σχετική μνήμη που ενισχύεται από τη συνολική κατάσταση των πραγμάτων στην Ελλάδα. Όταν η ανεργία καλά κρατεί, τα χρέη αυξάνονται, οι μισθοί και οι συντάξεις λιμοκτονούν, οι κατασχέσεις προχωρούν, τότε η ανασφάλεια διογκώνεται και μαζί της η τάση προς την περιχαράκωση. Ας μην ξεχνάμε ότι ο κόσμος αντιλαμβάνεται την πρεμούρα των ευρωπαϊκών και διεθνών θεσμών για μια συμφωνία, πράγμα που του ενισχύει τη δυσανεξία. Ο αντιευρωπαϊσμός που καλλιεργήθηκε όλη την προηγούμενη περίοδο έχει πολλές ουρές και σήμερα βλέπουμε μία από αυτές. Η προσπάθεια του πρωθυπουργού στα καλά καθούμενα να εμφανιστεί ως ευρωπαίος ηγέτης δύσκολα πείθει ακόμα και το δικό του ακροατήριο.

Ο έλληνας πολίτης δυσκολεύεται να κατανοήσει την ανάγκη να κλείσει η πληγή με το όνομα. Δεν έχει master στις διεθνείς σχέσεις, ούτε διδακτορικό στην ιστορία των Βαλκανίων. Δεν βίωσε δα και καμιά καταστροφή τα 30 αυτά χρόνια που το θέμα έμενε ανοιχτό. Η εθνική του υπερηφάνεια, αυθεντική ή υποκριτική, γεννάει φυσιολογικά την ευαισθησία, τον εθνικό τσαμπουκά αν θέλετε, εκείνο το πατροπαράδοτο ελληνικό «γαμώτο» που του βγάζει αυθόρμητα το «όχι» στη συμφωνία. Ο εθνικιστικός του περίγυρος, κόμματα, οργανώσεις, εκκλησία, αναλυτές, του δίνουν μια επίφαση αιτιολόγησης γι’ αυτή του τη στάση. Μια αίσθηση δικαίωσης. Τον καταλαβαίνω, έστω και αν δεν ανήκω σ’ αυτή την κατηγορία. Αδύνατον να τον αγνοήσεις ή να τον προσπεράσεις. Αν δεν τον εκφράσεις εσύ θα το κάνει κάποιος άλλος.

Αυτή την τάση και στάση μέτρησαν και κόμματα της αντιπολίτευσης όπως η ΝΔ, το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ και αρνήθηκαν να σταθούν στο πλευρό του ΣΥΡΙΖΑ, το καθένα βέβαια για τους δικούς του λόγους και με το δικό του αφήγημα. Βρήκαν τα αδύναμα στοιχεία της συμφωνίας τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη διαδικασία, πιάστηκαν από αυτά, μέτρησαν τα υπέρ και τα κατά και είπαν το όχι. Ειδικά κόμματα με φιλοευρωπαϊκές ηγεσίες, όπως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, προτίμησαν να σταθούν απέναντι στην επιθυμία των ευρωπαίων και ατλαντικών συμμάχων προκειμένου να διαφυλάξουν την ενότητα και την απήχησή τους στο εκλογικό ακροατήριο. Η πολιτική ως τέχνη του εφικτού εμπεριέχει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ήδη οι ΑΝΕΛ εξαερώνονται.

Αν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ήταν στην κυβέρνηση και αν οι ηγεσίες τους αισθάνονταν ισχυρές και ασφαλείς τόσο στο πολιτικό όσο και στο κομματικό στερέωμα, πιθανόν η στάση τους να ήταν διαφορετική σε μια ανάλογη πρόταση συμφωνίας. Ήδη στο εσωτερικό τους υπάρχουν φωνές που θα συμφωνούσαν. Αλλά στη μάχη που δίνουν με αντίπαλο την παρούσα κυβέρνηση, κανείς δεν τους περισσεύει. Απέφυγαν να θέσουν σε κίνδυνο το απτό πολιτικό διακύβευμα απέναντι σε ένα εθνικό θέμα, που είναι αμφίβολο αν στο τέλος επιλυθεί.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ηγείται ενός μεγάλου κεντροδεξιού, συντηρητικού κόμματος με ιδιαίτερη δύναμη στη Βόρεια Ελλάδα, έντονη ιστοριογραφική αντίληψη της εθνικής μας ταυτότητας και ανάγλυφο πατριωτισμό. Ανεξάρτητα με τις άγνωστες προσωπικές του αντιλήψεις θα ήταν άφρων αν παρασύρονταν από μια αμφιλεγόμενη για πολλούς πολιτική ορθότητα και συγκατένευε ή έστω κρατούσε μια πιο συμβιβαστική θέση. Θα άνοιγε μέτωπα τόσο προς το εσωτερικό της παράταξης όσο και προς την κοινωνία. Θα έδινε λαβές για φημολογίες και ίσως απόπειρες δημιουργίας μιας «λέγκας του Βορρά», θα δέχονταν πιέσεις από τις ανάλογες φυλές του κόμματος και θα άνοιγε την παροχή προς ακροδεξιούς ταμιευτήρες. Απέφυγε την επικίνδυνη σέντρα που έκανε ο Α. Τσίπρας προς τη μεγάλη του περιοχή, βγάζοντας την μπάλα με ασφάλεια προς τις πτέρυγες ως σωστός αμυνόμενος. Είναι αλήθεια ότι ζορίστηκε στη Βουλή, ότι κατέφυγε σε μια απέλπιδα πρόταση δυσπιστίας, αλλά απέφυγε το γκολ. Διαφύλαξε την ενότητα της κοινοβουλευτικής του ομάδας. Ποιος άλλος πολιτικός ηγέτης θα έκανε κάτι διαφορετικό;

Η Φώφη Γεννηματά επέδειξε μια αντίστοιχη σωφροσύνη και υψηλό πολιτικό αισθητήριο. Παρόλο που είχε να αντιμετωπίσει τους εταίρους του ΚΙΝΑΛ οι οποίοι εν σώματι της ζητούσαν να στοιχηθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί ηγείται ενός θεσμικού και παλαιού κόμματος που λέγεται ΠΑΣΟΚ με ισχυρή πατριωτική συνιστώσα. Γιατί έχει κλείσει τα αυτιά της στις φίλιες Σειρήνες που την καλούν να τα βρει με την αριστερά για τη νεφελώδη σοσιαλδημοκρατία του μέλλοντός μας. Αντιθέτως έχει βάλει πλώρη να κατακτήσει ικανό μέρος του κέντρου και την ενδιαφέρει το 70% του εθνικού ακροατηρίου και οι ευαισθησίες του. Σίγουρα θα έχει να αντιμετωπίσει ένα μέρος της πολιτικά σκεπτόμενης κεντροαριστεράς, που φλερτάρει με τον ΣΥΡΙΖΑ και ίσως το χάσει. Αλλά έκανε κι αυτή τους υπολογισμούς της.

Ο Αλέξης Τσίπρας ως σκακιστής και wannabe Κασπάροφ έπαιξε ταυτόχρονα σε πολλά τραπέζια. Έδειξε πολιτικά ορθός σε αυτό καθαυτό το πρόβλημα. Έφερε μια ανεκτή, για πολλούς ειδήμονες, συμφωνία. Ικανοποίησε τον κόσμο της ριζοσπαστικής αριστεράς που δεν καίγεται για εθνικούς αστερίσκους ή φλερτάρει με τον εθνομηδενισμό. Επέδειξε ευρωπαϊκό ηγετικό προφίλ φιλοτεχνώντας την ανάλογη εικόνα, δέχτηκε τα εύσημα  των ευρωπαίων και ίσως προσδοκά πιο έμπρακτα οφέλη. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να διασπάσει τη ΝΔ και διάνοιξε περισσότερο τον δίαυλο προς τον χώρο της κεντροαριστεράς. Αναμένεται να πολιτευτεί με συνθήματα αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, συνεργασίας με τους δανειστές και σκληρό ροκ απέναντι στη Δεξιά, στην οποία αποδίδει πλέον ακροδεξιό προφίλ.

Η ουσία είναι ότι η ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βγαίνει εκλογικά κερδισμένος από την κίνηση αυτή. Δείχνει ότι έχει αποδεχτεί την ήττα του και νοιάζεται να συσπειρώσει τον κόσμο της ευρύτερης Αριστεράς ώστε να έχει  καβάντζα για το μέλλον. Το μέλημά του είναι η αριστερά παντός είδους. Ανέχεται τη σχετική βία για να ικανοποιήσει τους ακραίους, αλλά προχωρά και τη συμφωνία για να προσελκύσει τους μετριοπαθείς. Αδύναμοι πλέον εκπρόσωποι αυτής της συνομοταξίας ούτως ή άλλως κυκλοφορούν πέριξ της Κουμουνδούρου, αλλά διστάζουν να χτυπήσουν το κουδούνι. Η εκλογιμότητα είναι το ζητούμενο.

Η συμφωνία έχει μακρύ δρόμο, δύσκολο να τον προβλέψει κάποιος μέχρι το τέλος. Σύντομα θα φύγει από την επικαιρότητα για να έρθουν άλλα, πιο καυτά θέματα που αφορούν την επιβίωσή μας. Η ΝΔ ανοίγει τον διασκελισμό της προς τη νίκη και ίσως την αυτοδυναμία, νιώθοντας τώρα πιο έντονη την παρουσία της εθνικιστικής της συνιστώσας. Αναρωτιέμαι πώς θα τη διαχειριστεί όταν έρθει στην εξουσία, η οποία προφανώς ενώνει. Όλα θα κριθούν στο εφαρμοστήριο. Εκεί φαίνονται ή κρύβονται οι ατέλειες και τα λειτουργικά προβλήματα.