Πολιτικη & Οικονομια

Ανταγωνιστικότητα και Ανάπτυξη

Παρέμβαση στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών «Η Ελλάδα Μετά ΙΙ»

Τάσος Γιαννίτσης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι πολιτικές δυνάμεις που θα βγάλουν τη χώρα όχι από τα ορατά, τα γραπτά, αλλά από τα αόρατα -τα άυλα- Μνημόνια θα είναι αυτές που θα κατανοήσουν και θα διαχειριστούν με συνθετικό τρόπο το πλέγμα των οικονομικών και μη-οικονομικών παραγόντων που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, την απασχόληση, τις ανισότητες και γενικά, την πραγματικότητα του μέσου πολίτη. Όσο η Ελλάδα παραμένει μακριά από το στόχο αυτό, τόσο η πορεία της θα ετεροκαθορίζεται, είτε με γραπτά, είτε με αόρατα Μνημόνια. Ο στόχος αυτός απαιτεί ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής: μια νέα γενική θεώρηση τηςπολιτικής, της σχέσης πολιτικού και εθνικού οφέλους, τωνσυλλογικών αξιών και ικανοτήτων, του ρόλου της Γνώσης, τηςκριτικήςαντίληψης της πραγματικότητας, και τηςικανότητας των πολιτών, ιδίως των νέων,να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες απαιτήσεις ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος, τα ρίσκα και τις επιπτώσεις του. 

Κατά κανόνα, θεωρούμε ότι η ανταγωνιστικότητα στηρίζεται σε στενά οικονομικούς παράγοντες, όπως π.χ. επενδύσεις, κόστος εργασίας και κεφαλαίου, καινοτομίες. Η θεώρηση αυτή είναι ανεπαρκής για μη ομαλές συνθήκες, όπως μια περίοδο βαθύτατης κρίσης. Τότε, η ανταγωνιστικότητα καθορίζεται σε πολύ πιο έντονο βαθμό, από μη-οικονομικούς παράγοντες, όπως: το βαθμό πολιτικής σταθερότητας και ομαλότητας, τη διάσταση της βίας στη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας, το χαμηλό ή υψηλό βαθμό αξιοπιστίας Κράτους, κυβερνήσεων,της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, την εμπιστοσύνη στην εξωτερική πολιτική, τις σχέσεις Δημοσίου και επενδυτών, τη διαφθορά, την απουσία σταθερών θεσμών ή την επιλεκτική και καταχρηστική εφαρμογή τους. Ουσιαστικά κενά στην κρίσιμη αυτή αλυσίδα καθορίζουν όλο το αποτέλεσμα.

Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας είναι το πιο ισχυρό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Ανταγωνιστικότητα αποτελεί μια σχέση πολυπαραγοντική και πολύπλοκη. Είναι σκόπιμο να δούμε την πραγματικότητα, μέσα από κάποια μεγέθη και παράγοντες:

  • Total Factor Productivity Growth
  • Growth
  • Επενδύσεις
  • Οικονομικοί προσδιοριστικοί παράγοντες Επενδύσεων
  • Μη οικονομικοί παράγοντες Επενδύσεων
  • Εξαγωγές- Δείκτης ανταγωνιστικότητας

Η ελληνική οικονομία υστερεί σοβαρά στη διάρθρωση των προϊόντων και υπηρεσιών όπου συγκεντρώνεται η παραγωγική της βάση. Σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία ή η Ισπανία, για να μην αναφερθώ στην Ιρλανδία, επικεντρώνει την εξειδίκευσή της σε προϊόντα και υπηρεσίες που παράγονται κυρίως με εργασία μέσης ή χαμηλής ειδίκευσης. Αυτό σημαίνει, ότι ανταγωνίζεται προϊόντα και χώρες με αντίστοιχα χαρακτηριστικά παραγωγής, με αποτέλεσμα να υφίσταται μια σημαντική ανασταλτική επίδραση στην αναπτυξιακή της διαδικασία.

Η εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας στο πεδίο των διεθνών ανταλλαγών δείχνει μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη:  οι εξαγωγές το 2017 (χωρίς πετρελαιοειδή) ήσαν αυξημένες κατά 16.4% σε σχέση με το 2014 και σημαντική αύξηση σημειώνεται και στον τουρισμό. Τα ποσοστά αυτά είναι σημαντικά. Στα τελευταία χρόνια,δηλαδή, παρατηρείται μια αργή, αλλά ενδιαφέρουσα μεταβολή. Κατ΄αρχάς είναι ορατή η ανάδειξη μιας σειράς νέων καινοτόμων επιχειρήσεων (start-ups)σε νέα, ειδικά, πεδία παραγωγής, που αξιοποιούν ιδέες, καινοτομίες, ποιότητα παραγωγής. Η τάση αυτή δεν έχει πάρει ακόμα κρίσιμο βάρος, ώστε να επηρεάζει σοβαρά τα μακροοικονομικά μεγέθη, δείχνει, όμως, ότι κάτι καινούργιο και αισιόδοξο έχει αρχίσει να κινείται.

Τα μεγέθη αυτά δείχνουν, επίσης, ότι ένας αριθμός επιχειρήσεων, πιεσμένος από την εσωτερική ύφεση, το αναπτυξιακό τέλμα και την αναποτελεσματικότητα της πολιτικής, κατανόησε ότι το εσωτερικό και διεθνές τοπίο έχει αλλάξει ριζικά, και αξιοποίησε τα χρόνια αυτά για να αναπτύξει την εξωστρέφειά του. Μια τέτοια στροφή απαιτεί χρόνο, πόρους, δεν είναι εύκολη και ενέχει κινδύνους, ιδίως για μεσαίες επιχειρήσεις. Αν όμως, η δυναμική αυτή στηριχθεί από την πολιτική και πάρει πιο μεγάλη διάσταση, θα δημιουργήσει ευνοϊκούς όρους για υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης, που θα συμβάλουν στο να μετατοπιστούν κάπως πιο πάνω οι αναιμικοί ρυθμοί μεγέθυνσης που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια.

Γνωρίζουμε, ότι ανταγωνιστικότητα σημαίνει επενδύσεις. Όμως, δεν είναι όλες οι επενδύσεις ίδιες, ούτε περισσότερες επενδύσεις σημαίνουν από μόνες τους ισχυρή ανάπτυξη ή ανταγωνιστικότητα. Σημασία έχει και σε ποιους τομείς και κλάδους γίνονται, από ποιους επιχειρηματικούς φορείς υλοποιούνται και με τι χαρακτηριστικά. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ ήσαν στην Ελλάδα, στην περίοδο 2000-2009, υψηλότερες από ό,τι στην Ιταλία, την Πορτογαλία και την Κύπρο. Αυτό δεν εμπόδισε την κατάρρευση το 2009. Γι’ αυτό, πέρα από τον όγκο των επενδύσεων, είναι ανάγκη η πολιτική να εστιάσει στην κλαδική τους εξειδίκευση και σε άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, όπως και στη σχέση μεταξύ μακροοικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής. Ανάπτυξη σε συνθήκες συνεχούς διεθνοποίησης και έντονων τεχνολογικών-καινοτομικών μεταβολών θα προκύψει από μεγάλης κλίμακας επενδύσεις, πιθανότατα διεθνείς άμεσες επενδύσεις, που θα ενισχύουν το ανταγωνιστικό επίπεδο της παραγωγικής μας βάσης τόσο στην εσωτερική, όσο και στη διεθνή αγορά. Μεγάλες επενδύσεις σημαίνουν ανταγωνιστικό μέγεθος, κρίσιμη μάζα γνώσεων και τεχνολογικών ικανοτήτων, συμμετοχή σε διεθνείς αλυσίδες αξίας, υψηλή προστιθέμενη αξία, και άρα σοβαρές αμοιβές και ενίσχυση του ασφαλιστικού συστήματος. Για όλα αυτά η πολιτική αναζητείται.

Θα δώσω ένα παράδειγμα: λόγω των επενδύσεων που ολοκληρώθηκαν μέχρι το 2012-13 στα δύο διυλιστήρια της χώρας –και ιδίως στα ΕΛΠΕ-, σημειώθηκαν πολύ σημαντικές αυξήσεις εξαγωγών πετρελαϊκών προϊόντων. Τα οφέλη σε απασχόληση, φόρους, μισθούς και εισφορές αποδείχθηκε ότι είναι εκρηκτικά. Ο αρνητικός δείκτης ανταγωνιστικότητας από -0.53 το 2008 βελτιώθηκε κατακόρυφα στο -0.27 το 2017, αν και προς την ίδια κατεύθυνση λειτούργησαν και άλλοι παράγοντες.

Θα το πω με ένα τρόπο που ίσως ακουστεί δυσάρεστος. Αναμφίβολα, σε κάθε χώρα, ο κύριος όγκος των επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες. Όμως, στην Ελλάδα η μονο-κουλτούρα της ΜΜΕ στην πολιτική και μιντιακή συζήτηση και στην πραγματική οικονομία έχει επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη μιας μεγαλύτερης ομάδας σοβαρών μονάδων, οι οποίες απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές πάλι θα ήσαν σε πολύ αδύναμη θέση. Αυτή, η μονο-κουλτούρα της ΜΜΕ ως στρατηγικό εργαλείο ανάπτυξης είναι η οικονομική όψη της άποψης, ότι η αριστεία είναι επιλήψιμη για την εξέλιξη της κοινωνίας μας. Οι χώρες δεν πάνε πολύ μακριά με τέτοιες ιδεοληψίες. Πρέπει να δούμε, ότι όλες οι σωστές κριτικές απέναντι στην άποψη αυτή περί αριστείας ισχύουν και στην περίπτωση που υιοθετείται η ίδια αντίληψη στο πεδίο της ανάπτυξης, με ακόμα πιο αρνητικές επιπτώσεις. Για να μη δημιουργούνται εντυπώσεις, να σημειώσω, ότι την θέση αυτή την έχω διατυπώσει εδώ και δεκαετίες.

Θα ολοκληρώσω με μια επιλεκτική αναφορά σε πέντε μεγάλες προκλήσεις, που θα καθορίσουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας σε μια φάση διεθνών αβεβαιοτήτων και έντονων διακυμάνσεων.

Πρώτον, η κρίσιμη σημασία μιας βιομηχανικής πολιτικής, στην οποία όμως είχα αναφερθεί πέρυσι, στην πρώτη συνάντηση για την ‘Ελλάδα Μετά’. Δεν είναι λογικό να αναφερθώ ξανά στα ίδια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια πολιτική δεν έχει κορυφαία θέση σε μια αναπτυξιακή πολιτική.

Δεύτερο κέντρο βάρους αποτελεί η κατανόηση, ότι ανάπτυξη, επενδύσεις και εισοδήματα έχουν ως αναγκαία προϋπόθεση μια μακροοικονομική πολιτική, που θα βρίσκεται στον αντίποδα πολλών πρακτικών και κυρίαρχων ιδεολογημάτων, που προβλήθηκαν ή εφαρμόστηκαν στα οκτώ χρόνια της κρίσης.

Τρίτον, έμφαση στις τεχνολογικές γνώσεις και, γενικά, στις γνώσεις για το σύγχρονο κόσμο, τις μεταβαλλόμενες διεθνείς οικονομικές και τεχνολογικές ισορροπίες και το ρόλο των καινοτομιών στην ανάπτυξη των αδύναμων οικονομιών. Γνωρίζουμε, ότι οι δραστηριότητες Έρευνας και Ανάπτυξηςκαι καινοτομίας στη χώρα μας κινούνται σε πολύ αδύναμο επίπεδο και ότι διατυπώνονται συνεχώς προτάσεις για σύνδεση των πανεπιστημίων με την παραγωγή και άλλα συναφή.  Όμως, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη, ότι, με τα σημερινά δεδομένα, ηίδια ηελληνική επιχείρηση δεν ενδιαφέρεται για Έρευνα και Ανάπτυξη. Οι λόγοι είναι πολλοί: μικρό μέγεθος, κλαδική διάρθρωση της παραγωγής, κόστος σε σχέση με την εισαγόμενη τεχνολογία και γνώση,όπως και κόστος μετεξέλιξής της, προβληματικό πλαίσιο για συνεργασίες με τα πανεπιστήμια.

Τέταρτον, τις εξελίξεις στην κλιματική αλλαγή και στο κυρίαρχο ενεργειακόμοντέλο. Οι εξελίξεις αυτές έχουν ήδη οδηγήσει και θα οδηγούν όλο και περισσότερο σε πολύ σημαντικές  τεχνολογικές μεταβολές σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα σημειωθεί μια τάση έντονης αναζήτησης νέων λύσεων στα μεγάλα προβλήματα που θα προκύπτουν, για δύο, τουλάχιστον, λόγους: πρώτον, γιατί θα υπάρχει ισχυρή πίεση από την πραγματικότητα, και, δεύτερον, γιατί έτσι δημιουργούνται νέες πηγές κέρδους, απασχόλησης και μεγέθυνσης. Οι χώρες που θα μπορέσουν να βρουν ή να εφαρμόσουν πιο γρήγορα από άλλους λύσεις στα νέα προβλήματα, θα δημιουργούν γι αυτές ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Στα πεδία αυτά θα πρέπει να κάνουν επενδύσεις για να βγουν κερδισμένες. 

Αδύναμα κράτη μπορεί να μην μπορούν να αναπτύξουν σημαντικές καινοτομίες, μπορούν, όμως, να κάνουν πάρα πολλά για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της μεταβολής στο ενεργειακό πρότυπο στην ανταγωνιστικότητα, το παραγωγικό σύστημα, την υγεία, τη γεωργία, τον τουρισμό και σε πολλά προβλήματα που προκύπτουν. Μια από τις μεγάλες προκλήσεις της επόμενης δεκαετίας είναι να προβλέψουμε, να προετοιμαστούμε και να προσαρμοστούμε όσο το δυνατό αποτελεσματικότερα, αλλά και έγκαιρα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Πέμπτον, θα αναφερθώ στη Γήρανση. Η αδύναμη συλλογική μας ικανότητα να χειριστούμε τα μακροοικονομικά και διαρθρωτικά/μικροοικονομικά μας προβλήματα, έχει ήδη οδηγήσει σε συνθήκες, που ταυτίζονται με τα χειρότερα σενάρια γήρανσης που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί: Σύνολο εργαζόμενων προς σύνολο συνταξιούχων 1.35 : 1. Οι προοπτικές είναι πολύ δύσκολες. Ο παράγοντας της γήρανσης σημαίνει μειωμένη ικανότητα αξιοποίησης της νέας γνώσης και προώθησης καινοτομιών και τεχνολογικών αλλαγών, λόγω της διαφορετικής ικανότητας προσαρμογής των μεγαλύτερων ηλικιών στις εξωτερικές εξελίξεις. Σημαίνει, επίσης, μείωση της διάθεσης για ανάληψη επενδυτικών ρίσκων από ένα γηρασμένο πληθυσμό, αύξηση των ανισοτήτων και του βαθμού φτώχειας καιαποδυνάμωση της διεθνούς θέσης της χώρας. Τρίτον, σημαίνει αυξανόμενες μεταφορές εισοδήματοςμέσω εισφορών και φόρων από τους απασχολούμενους που παράγουν προς τα κοινωνικά στρώματα που δεν παράγουν, και μέσω της μείωσης δημόσιων δαπανών (για εκπαίδευση, υγεία κλπ), που θα υποκαθίστανται από ιδιωτικές, με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση το διαθέσιμου εισοδήματος. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, η ανάγκη υψηλών ρυθμών αύξησης της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και των αναπτυξιακών ικανοτήτων αποτελεί παράγοντα επιβίωσης για την κοινωνία που τα υφίσταται.

Για τις ανεπτυγμένες χώρες, στις οποίες εντάσσεται μέχρι τώρα και η χώρα μας, από περισσότερες αφετηρίες οδηγούμαστε στο ίδιο αποτέλεσμα: αδυναμία να πετύχουμε μια πιο ισχυρή ανταγωνιστική-παραγωγική βάση θα σημαίνει χαμηλή ανάπτυξη, στάσιμη ή χαμηλή εξέλιξη εισοδημάτων, συμπιεσμένες κρατικές δυνατότητες για παροχές, και δυσαρέσκεια ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, το οποίο βλέπει να έχουν χαθεί οι παλιές καλές εποχές, αλλά δεν έχει ακόμα κατανοήσει το γιατί. Ο κίνδυνος μετατόπισης της οικονομίαςαπό αρνητικούς σε απλώς τελματωμένους ρυθμούς μεγέθυνσης,σε αυξανόμενες ανισότητες, μεταναστευτικές εκροές και μορφές κοινωνικού κατακερματισμού είναι υπαρκτός. Τις προεκτάσεις τέτοιων κοινωνικο-πολιτικών τοπίων τις γνωρίζουμε.