Πολιτικη & Οικονομια

Ιστορία δύο πόλεων

Η Ιερουσαλήμ λίγο μετά τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο, ήταν μια πόλη χωρισμένη στα δύο με ένα τείχος από μπετόν

Περικλής Δημητρολόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Η εβραϊκή Ιερουσαλήμ», γράφει ο Άμος Οζ στην «Ιστορία αγάπης και σκότους», «δεν ήταν ούτε οπλισμένη ούτε με σηκωμένες τρίχες, αλλά μια τσεχοφική κωμόπολη: φοβισμένη, αναστατωμένη, γεμάτη κουτσομπολιά και μάταιες φήμες, σαστισμένη και παραλυμένη από την πολύ σύγχυση και τον τρόμο». Αυτή ήταν η Ιερουσαλήμ του 1948, η Ιερουσαλήμ λίγο πριν ξεσπάσει ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος. Εκείνη που προέκυψε μετά το τέλος του πολέμου, ήταν μια πόλη χωρισμένη στα δύο με ένα τείχος από μπετόν.

Αν πρέπει να πιάσει κανείς το νήμα από εκείνη την περίοδο, είναι επειδή ακριβώς εκείνη την περίοδο συντελείται μια τεράστια αλλαγή. Είναι μια αλλαγή που περιγράφει και πάλι ο Οζ στην «Ιστορία αγάπης και σκότους». Ο πόλεμος που κήρυξαν οι Άραβες στο Ισραήλ, αμέσως μετά την ίδρυσή του, έχει τελειώσει με νικητές τους αμυνόμενους. Κι ένας λαός της διασποράς που δεν είχε υπερασπιστεί ποτέ τον εαυτό του με όπλα, ένας λαός υπό συνεχή διωγμό, μεταμορφώθηκε ενόψει του δεύτερου γύρου σε έναν ατσάλινο στρατιώτη γεμάτο μυς που σκορπίζει τον θάνατο. Υπάρχει ένα σημείο της Ιστορίας που οι Εβραίοι αρχίζουν να σκοτώνουν για να μην τους σκοτώσουν. Ένα σημείο που η μόνη προοπτική απέναντι σε αυτή τη μεταμόρφωση είναι η πλήρης εξαφάνιση. Για να μην εξαφανιστούν, μεταμορφώθηκαν σε μια κτηνώδη δύναμη.

Από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ στις 14 Μαΐου του 1948 έως την κήρυξη του πολέμου πέρασαν μόλις επτά ώρες. Σε αυτές τις επτά ώρες ειρήνης, κάποιος πρόλαβε να πει ότι οι Εβραίοι θα αποκτούσαν επιτέλους μια δική τους κυβέρνηση έπειτα από 1.900 χρόνια. Αλλά η ιστορία είναι πολύ πιο παλιά: Εδώ και 4.000 χρόνια, παρατηρεί ο συγγραφέας Ζίγκμουντ Τζίντζμπεργκ, οι άνθρωποι σφάζονται στην Ιερουσαλήμ για την Ιερουσαλήμ. Και δεν ήταν πάντοτε Αραβες και Εβραίοι – η δική τους σύγκρουση είναι σχετικά πρόσφατη, μόλις εκατό χρόνων.

Το πραγματικό επίδικο δεν είναι η ίδια η πόλη αλλά το δικαίωμα που διεκδικούν οι παλαιστίνιοι πρόσφυγες να επιστρέψουν στα μέρη που εγκατέλειψαν μετά την «Καταστροφή» του 1948 και εκείνες που ακολούθησαν. «Στο θέμα της Ιερουσαλήμ μπορεί να συμφωνήσουν, στο θέμα της επιστροφής ποτέ» είχε πει κάποτε ένας παλιός και σοφός ραβίνος. 

Σε αυτά τα εκατό χρόνια, η Ιστορία της περιοχής παραμένει απαράμιλλα πυκνή. Και η Ιερουσαλήμ, μια πόλη που το Ισραήλ ελέγχει ολοκληρωτικά από το 1967, είναι το σύμβολο αυτής της πύκνωσης. Είναι το σύμβολο μιας κοινής εδαφικής διεκδίκησης: «Δεν μπορώ να προδώσω τον λαό μου. Θα με σκότωναν. Θα έρθετε στην κηδεία μου; Δεν μπορώ να δεχθώ την ισραηλινή κυριαρχία στο Όρος του Ναού» θα έλεγε ο Αραφάτ στον Μπιλ Κλίντον στις συνομιλίες του Καμπ Ντέιβιντ. «Κανένας ισραηλινός πρωθυπουργός δεν θα αναγνώριζε την κυριαρχία των Παλαιστίνιων στο Όρος του Ναού. Είναι το λίκνο της ταυτότητας του εβραϊκού λαού εδώ και 3.000 χρόνια» θα έλεγε ο Εχούντ Μπάρακ.

Στους «Ψαλμούς», ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, μπορεί να διαβάσει κανείς στίχους σαν κι αυτούς: «Εάν σε ξεχάσω Ιερουσαλήμ, να παραλύσει το δεξί μου χέρι/ να κολλήσει η γλώσσα μου στον ουρανίσκο μου εάν αφήσω να χαθεί η ανάμνησή σου, εάν δεν βάλω την Ιερουσαλήμ πάνω από κάθε χαρά». Αλλά η Ιερουσαλήμ, η «Αγία Ιερουσαλήμ», είναι ο τόπος όπου ο Μωάμεθ αναλήφθηκε στον παράδεισο του Αλλάχ. Οι Εβραίοι αισθάνονται απόγονοι του Δαβίδ, οι Άραβες απόγονοι των Αμορραίων και Ιεβουσαίων που ζούσαν εκεί πολύ πριν τους Εβραίους. Κι όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μύθοι και θρύλοι ανακατεύονται. «Είναι λίγοι εκείνοι που δεν ξεχνούν», υπενθυμίζει ο Τζίντζμπεργκ, «ότι κανένας δεν είναι ιδιοκτήτης της Ιστορίας».

Για τον ίδιο, ωστόσο, το πραγματικό επίδικο δεν είναι η ίδια η πόλη αλλά το δικαίωμα που διεκδικούν οι παλαιστίνιοι πρόσφυγες να επιστρέψουν στα μέρη που εγκατέλειψαν μετά τη «Νάκμπα», την «Καταστροφή» του 1948 και εκείνες που ακολούθησαν. «Στο θέμα της Ιερουσαλήμ μπορεί να συμφωνήσουν, στο θέμα της επιστροφής ποτέ» του είχε πει κάποτε ένας παλιός και σοφός ραβίνος. Η Ιερουσαλήμ είναι μια πόλη όπου πλειοψηφούν οι Εβραίοι και το κράτος του Ισραήλ έτσι θέλει να μείνει. Στους Εβραίους που πλειοψηφούν, όμως, οι κοσμικοί Εβραίοι, οι προφήτες της ανοχής και της συνύπαρξης, είναι πλέον μειοψηφία. Η Ιερουσαλήμ είναι μια πόλη φανατικών, έλεγε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του και πάλι ο Οζ, ένας συγγραφέας που εγκατέλειψε τη γενέθλια Ιερουσαλήμ του επειδή του φαινόταν πια πολύ συντηρητική, τόσο ιδεολογικά όσο και θρησκευτικά.

Αυτή η Ιερουσαλήμ, η ιδεοληπτική και συντηρητική Ιερουσαλήμ, γιόρτασε προχθές την εγκατάσταση της πρεσβείας των ΗΠΑ σε ένα παλιό προξενείο ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική πλευρά της πόλης. Κι αυτό το κράτος, ένα κράτος όλο και πιο εσωστρεφές, όλο και πιο εβραϊκό, ανοίγει πυρ αδιακρίτως στους αμάχους με το επιχείρημα ότι η Χαμάς τους χρησιμοποιούσε ως ανθρώπινες ασπίδες για να περάσουν στο Ισραήλ οι ανθρώπινες βόμβες της.

Αλήθεια ή ψέματα; Στην ισραηλινή «Haaretz», πάντως, ένας αρθρογράφος, ο Σεμί Σαβέλ, θυμήθηκε την ανεπανάληπτη αρχή από την «Ιστορία δύο πόλεων» του Ντίκενς: «Ήταν τα καλύτερα χρόνια, ήταν τα χειρότερα χρόνια, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν η περίοδος της πίστης, ήταν η περίοδος της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του Φωτός, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα μπροστά μας, δεν είχαμε τίποτα μπροστά μας, πηγαίναμε όλοι κατευθείαν στον Παράδεισο, όλοι μας πηγαίναμε προς την αντίθετη κατεύθυνση».

Αυτές οι δύο πόλεις θα μπορούσαν να είναι η Ιερουσαλήμ και η Γάζα. Μπορεί να είναι όμως και οι δύο Ιερουσαλήμ. Η εβραϊκή του Άμος Οζ. Και η άλλη.