Πολιτικη & Οικονομια

Συνέντευξη με τον ιστορικό Ευάνθη Χατζηβασιλείου με αφορμή τα 20 χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή

«Ο πολιτικός που αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο κανείς άλλος»

Δημήτρης Φύσσας
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο καθηγητής Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου έχει μελετήσει σε βάθος την περίπτωση «Κωνσταντίνος Καραμανλής», όπως το δείχνουν τα πολυάριθμα βιβλία, ανακοινώσεις, άρθρα, συμμετοχές σε ευρύτερα έργα και επιμέλειες εκδόσεων σχετικά με το θέμα.

Από τα παραπάνω, ο ίδιος ο κ. Χατζηβασιλείου ξεχωρίζει το βιβλίο του «Ελληνικός φιλελευθερισμός: το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010.

Τώρα, με αφορμή την εικοσαετία από τον θάνατο του Έλληνα πολιτικού με τον μακροβιότερο δημόσιο βίο στην Ελλάδα, ο σημαντικός ιστορικός έδωσε στην A.V. την παρακάτω συνέντευξη. Πρόκειται για  ανάπτυξη πολύ πρωτότυπων σκέψεων ενός πνεύματος πολύ ανοιχτού, και διόλου για επανάληψη των γνωστών και τετριμμένων αγιογραφιών ή ύβρεων. 


Ο Καραμανλής έζησε μια μακρότατη ζωή και είχε μια μακρά πολιτική σταδιοδρομία. Πώς θα προχωρούσατε στη σχετική περιοδολόγηση και με ποια «χρονόσημα»;
Θεωρώ ότι στην πορεία του υπάρχει μια πρώτη εποχή προετοιμασίας, από την εκλογή του στη Βουλή το 1935 έως το 1946, οπότε, κατά το ταξίδι του στην Αμερική (ως μέλος ελληνικής αντιπροσωπείας σε διαβουλεύσεις με τις ΗΠΑ) αντιμετώπισε το πρόβλημα της ωτοσκλήρυνσης που απειλούσε να τερματίσει την πολιτική του δράση. Κατόπιν, υπάρχει μια περίοδος ραγδαίας ανόδου, από το 1946 έως το 1955, όταν ανέλαβε κρίσιμα υπουργεία και δημιούργησε την εικόνα ενός ορμητικά επιτυχημένου διοικητή, ο οποίος μάλιστα συνέδεε τη δράση του με τη βελτίωση της κατάστασης των λαϊκών στρωμάτων. Η επόμενη περίοδος είναι αυτή των πρωθυπουργιών του, δηλαδή η εποχή της μείζονος πολιτικής πράξης, το 1955-1980. Τέλος, το 1980-1995, σε δύο προεδρικές θητείες, προώθησε την εδραίωση ενός νέου προτύπου για τον αρχηγό του κράτους, δηλαδή το ενωτικό μοντέλο που είχε τόσο λείψει από την ελληνική πολιτική κατά τον 20ό αιώνα. Αυτό ήταν σημαντικό για τη νομιμοποίηση και σταθεροποίηση της Τρίτης Δημοκρατίας.

Υπάρχουν δύο διαστήματα που πολλοί τα θεωρούν περιόδους σχετικής σιωπής στην πολιτική ζωή του. Το 1936 – 1945  και το 1964 - 1974. Τι θα μπορούσατε να πείτε για αυτές; 
Δεν είναι ίδιες αυτές οι δύο περίοδοι. Το 1936-45, ήταν ένας νέος πρώην βουλευτής της επαρχίας, χωρίς κοινωνικές περγαμηνές. Δεν ήταν σε θέση, και δεν διέθετε το κοινωνικό status, να αναλάβει πρωτοβουλίες. Αυτή είναι μια περίοδος κατά την οποία παρατηρούσε τις διεργασίες, δεν μιλούσε πολύ (γενικά όμως, δεν μιλούσε πολύ) και περισσότερο «σπούδαζε» την πολιτική, ιδιαίτερα το 1942-44 οπότε συνεργάστηκε στην οργάνωση Σοσιαλιστική Ένωση με πρόσωπα όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Ξενοφών Ζολώτας. Είναι μια πολύ κρίσιμη εποχή, που τον καθόρισε, κυρίως επειδή πήρε επαφή με τον Τσάτσο, τον άνθρωπο που θα γινόταν ο ιδεολογικός του μέντορας. Αλλά κάτι παραπάνω από αυτό δεν μπορούσε να κάνει τότε, και κανείς δεν περίμενε κάτι τέτοιο από αυτόν.

Αντίθετα, το 1964-74 ήταν πλέον ο πιο προβεβλημένος Έλληνας πολιτικός. Μετά την πρώτη του πρωθυπουργία, οπότε είχε επιβλέψει τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη που άλλαξε τη μοίρα της Ελλάδας, έμεινε επί 11 σχεδόν χρόνια άπραγος και (με ελάχιστες εξαιρέσεις) σιωπηλός. Δέχθηκε τρομερές λαϊκιστικές επιθέσεις, όπως ήταν η απόπειρα παραπομπής του, το 1965 από την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, στο Ειδικό Δικαστήριο για τη βιομηχανία αλουμινίου – έγραψε στον Τσάτσο ότι θα προτιμούσε να τον είχαν δολοφονήσει παρά να τον διασύρουν και να τον συκοφαντούν με αυτόν τον τρόπο. Κατά τη χούντα, είδε τους δικτάτορες να διακυβεύουν τον μεγαλύτερό του στόχο, την προσπάθεια για ένταξη στην Ευρώπη. Αυτό που έκανε κατά τη χούντα, με τις δηλώσεις του, ήταν βασικό: την αποκήρυξε και έτσι της στέρησε τη δυνατότητα να αποκτήσει προσβάσεις στη λαϊκή βάση της ελληνικής Δεξιάς, δηλαδή λαϊκό έρεισμα. Σε όλη αυτή την περίοδο, πάντως, απέρριψε προτάσεις να επανέλθει στην ενεργό δράση, όσο απουσίαζαν οι βασικές προϋποθέσεις που ο ίδιος αναγνώριζε για μια δημιουργική πορεία, δηλαδή η δυνατότητα για την αναθεώρηση του Συντάγματος που είχε προτείνει το 1963 και που είχε προκαλέσει την εχθρότητα του Στέμματος και την αποπομπή του από την πρωθυπουργία. Χωρίς αυτό, πίστευε, δεν είχε το περιθώριο να δράσει δημιουργικά.

Σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, πάντως, τα χρόνια 1964-74 ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής του. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο για αυτόν τον άνθρωπο, τον εργασιομανή, ο οποίος δικαιωνόταν από την πράξη, να παραμένει άπραγος σε μια εποχή κατά την οποία ήταν τόσο φανερό ότι αυτοί που τον είχαν διώξει τα είχαν κάνει θάλασσα. Το λογικό στις συνθήκες αυτές, θα ήταν να «ορμήξει» ξανά στην πολιτική δράση, αν μη τι άλλο για να επιζητήσει τη δικαίωση. Πιστεύω όμως ότι κανένα από τα πολιτικά του επιτεύγματα δεν καταδεικνύει τόσο ξεκάθαρα την ψυχική δύναμη του ανδρός, όσο ο σιδερένιος αυτοπεριορισμός που επέβαλε στον εαυτό του στα χρόνια εκείνα, ειδικά το 1964-67. Θεωρούσε ότι, εφόσον έλειπε η δυνατότητα της συνταγματικής αναθεώρησης, δεν έπρεπε να πράξει, ακόμη και εάν του το ζητούσαν: γιατί χωρίς την εκπλήρωση της βασικής προϋπόθεσης που θεωρούσε αναγκαία, δεν θα έφερνε – δεν θα μπορούσε να φέρει – αποτέλεσμα. Αυτή η καθαρότητα στην πολιτική εκτίμηση και η επικέντρωση στην ουσία, στοιχεία σπάνια στους πολιτικούς, έδειχναν μια τρομερή αυτοπειθαρχία και αυστηρότητα. Από την άλλη πλευρά, οι δημόσιες σιωπές του Καραμανλή (και το 1963-74, καθώς και το 1985-89) ήταν ένα εξαιρετικά ασυνήθιστο χαρακτηριστικό σε ένα πολιτικό σύστημα τόσο εθισμένο στη φλυαρία, τα μεγάλα λόγια και συχνά τη ρηχότητα. Ήταν ένα «υπερόπλο» που τον βοηθούσε να διατηρεί ανοιχτές τις επιλογές του, να αποφεύγει την άσκοπη φθορά και να έχει τη μέγιστη αποτελεσματικότητα όταν αποφάσιζε να δράσει ή να μιλήσει.

Έχετε ασχοληθεί ιδιαίτερα με την αρχική  ανάληψη της πρωθυπουργίας εκ μέρους του, το 1955. Πώς τη σχολιάζετε;
Υπάρχουν δύο επίπεδα. Το ένα αφορά τις βραχυπρόθεσμες εξελίξεις του 1955. Ήταν μια εποχή κατά την οποία ο γενάρχης της νέας Δεξιάς, ο Αλέξανδρος Παπάγος, είχε ασθενήσει, ενώ οι δύο πιο εμφανείς διάδοχοί του, οι Στ. Στεφανόπουλος και Π. Κανελλόπουλος είχαν σοβαρά φθαρεί στην κοινή γνώμη και δεν μπορούσαν να κρατήσουν το κόμμα ενιαίο. Την ίδια στιγμή, και η αντιπολίτευση, μικρά κόμματα των 20-25 βουλευτών το καθένα που σπαράσσονταν μεταξύ τους, δεν μπορούσε να δώσει λύση. Σε αυτές τις συνθήκες, ο βασιλιάς στράφηκε στον πολιτικό που ήταν, πλέον, το τρίτο ανώτερο στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος, μπορούσε να το διατηρήσει ενιαίο, διέθετε εξαιρετική εικόνα στην κοινή γνώμη ως αποτελεσματικός και είχε τη δυνατότητα να εγγυηθεί τη συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης. Εκ των υστέρων, είναι φανερό ότι αυτή η επιλογή του βασιλιά Παύλου, του «βγήκε».

Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, με μια πιο ευρεία ματιά, η ανάδειξη του Καραμανλή στην πρωθυπουργία υπήρξε καμπή για την εξέλιξη του πολιτικού συστήματος. Προκάλεσε τη ραγδαία ανανέωση του πολιτικού προσωπικού (έφερε μια νέα γενιά, μια μεταπολεμική γενιά, στην εξουσία), ενώ οδήγησε στην εμφάνιση μιας οριστικής μορφής της νέας Δεξιάς, αν θέλετε μιας Κεντροδεξιάς που συνομιλούσε με τις άλλες ομοειδείς δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις με όρους σύγχρονους οι οποίοι αφορούσαν τον εκσυγχρονισμό, την ανάπτυξη και την ένταξη στη Δύση.

Ο ριζοσπαστισμός ήταν έμμονη ιδέα του («Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση», «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» κλπ). Ποια  θεωρείτε ότι ήταν τα συστατικά του;
Αν και τελικά ηγήθηκε του χώρου, δεν επινόησε ο Καραμανλής την έννοια του ώριμου αστικού/φιλελεύθερου ριζοσπαστισμού. Η ιδεολογική αυτή αναζήτηση είχε ήδη γίνει από διανοουμένους όπως ο Κ. Τσάτσος, ο Π. Κανελλόπουλος, ο Ξ. Ζολώτας, ο Γ. Θεοτοκάς και άλλοι (ο Θεοτοκάς ήταν αυτός που πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο, το 1934, επιζητώντας μια νέα πολιτική κίνηση «πλατιά φιλελεύθερη και ριζοσπαστική»). Τα χαρακτηριστικά της νέας αυτής οπτικής, από τη δεκαετία του 1940 οπότε τα ζητούμενά της αποκρυσταλλώθηκαν, ήταν η αναπτυξιακή κρατική παρέμβαση στην ελεύθερη οικονομία στο πρότυπο του αμερικανικού New Deal του προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ (δηλαδή, όχι ο απλός κρατικός προστατευτισμός που έφερνε μαζί του οικονομικό εθνικισμό και πελατειακές σχέσεις), η αναζήτηση ενός νέου Συντάγματος που θα θεσμοθετούσε αυτή τη δυνατότητα (αυτό κάνουν, υπό τον Καραμανλή, και το 1963 με την πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης και το 1975 με το νέο Σύνταγμα), η προσπάθεια για υπέρβαση του Εθνικού Διχασμού και των ρηγμάτων του εμφυλίου πολέμου, η διασφάλιση της ισότητας των ευκαιριών ως μια μορφή φιλελεύθερης κοινωνικής δικαιοσύνης (κυρίως μέσω της εκπαίδευσης που θα τόνωνε την κοινωνική κινητικότητα και συνακόλουθα τη νομιμοποίηση του δυτικού καθεστώτος της χώρας), η ένταξη στην Ευρώπη, η αδιαπραγμάτευτη απόρριψη κάθε ολοκληρωτισμού είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς. Οι αρχές αυτές είχαν προβληθεί δημοσίως από εκείνους τους διανοουμένους, αλλά ο Καραμανλής διασφάλισε την επικράτησή τους στο πολιτικό σκηνικό και την πρακτική εφαρμογή τους. Υπό την έννοια αυτή, έχω υποστηρίξει ότι το φαινόμενο «Καραμανλής» δεν είναι, στην πράξη, ένα πρόσωπο, αλλά μια ομάδα προσώπων που προσέφεραν στην ελληνική Κεντροδεξιά ένα θετικό, συμπαγές και στιβαρό ιδεολογικό πρόσημο.

Πώς εξηγείτε ότι εκτιμήθηκε και μισήθηκε, ταυτόχρονα, τόσο παθιασμένα; Από ποιους και γιατί;
Ο Καραμανλής έκανε πραγματικότητα ένα όνειρο του ελληνισμού, την ένταξη στον ανεπτυγμένο κόσμο. Δεν το έκανε μόνος του: ήταν ο τελευταίος μιας μακράς σειράς ηγετών που το προσπάθησαν και των οποίων οι προσπάθειες βοηθούσαν καταλυτικά τους επόμενους. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο το ότι εκτιμήθηκε από μια γενιά – των γονιών μας – που είχαν περάσει μέσα από κόλαση και από διαδοχικές καταστροφές το 1922-49 και καταλάβαιναν ότι έπρεπε να χτίσουν, αλλιώς θα πέθαιναν. Γι’ αυτό ανέχθηκαν αυτόν τον περίεργο, εσωστρεφή και κατά βάση κοινωνικά ανασφαλή άνθρωπο: τους εγγυήθηκε αυτό που θεωρούσαν ως προϋπόθεση επιβίωσης και προόδου. Επιπλέον, ο Καραμανλής προερχόταν ο ίδιος από τα αγροτικά στρώματα, είχε μια άμεση αίσθηση της λαϊκότητας, συνομιλούσε με τον κόσμο του.

Δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το ότι μισήθηκε. Ως ιστορικό, με εκπλήσσει περισσότερο το ότι, αν και έκανε και αυτός (όπως και οι άλλοι Έλληνες μεταρρυθμιστές) το «αγροτικό» του, δηλαδή την περίοδο της αυτοεξορίας του στο Παρίσι, δεν πέθανε αυτοεξόριστος εκεί, όπως ο Τρικούπης και ο Βενιζέλος… Κατά τα άλλα, ήταν λογικό κι αναμενόμενο να μισηθεί ο Καραμανλής: η φιλελεύθερη μεταρρύθμιση που εκπροσωπούσε, αναιρούσε και τα δύο άκρα (και το δεξιό και το αριστερό), αναιρούσε επίσης και τη στατικότητα και την επανάσταση. Υπάρχουν άνθρωποι – νομίζω ότι τώρα πλέον, πρέπει να το έχουμε καταλάβει – που θέλουν εκείνα και όχι την προσαρμογή. Πάντως, στο τέλος της ζωής του, διέθετε μια τεράστια θετική αποδοχή, που υπερέβαινε τις κομματικές διαχωριστικές γραμμές.

Ποια θεωρείτε ότι είναι τα κύρια επιτεύγματά του και ποια τα κύρια λάθη του;
Ο Καραμανλής συνδέθηκε με τα μείζονα επιτεύγματα της σύγχρονης Ελλάδας: ανάπτυξη, δημοκρατία, Ευρώπη. Άλλαξε τη μοίρα των Ελλήνων με την ανάπτυξη, δημιούργησε το 1974-75 την εδραιωμένη ελληνική δημοκρατία, έβαλε τη χώρα ως ισότιμο μέλος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και τη Δύση.

Η μεγαλύτερη αποτυχία του – και εδώ, παρά στα επιτεύγματά του, θα ήθελα να επιμείνω – ήταν η αδυναμία του να αναθεωρήσει το Σύνταγμα το 1963. Ηττήθηκε λόγω της σύγκλισης εναντίον του και του Στέμματος και του Κέντρου και της Αριστεράς. Αλλά η αποτυχία στη συνταγματική αναθεώρηση ήταν κομβική. Δεν επέτρεψε τη θεσμική προσαρμογή της Ελλάδας στη δυτική διακυβέρνηση και την κατάργηση του μετεμφυλιακού «παρασυντάγματος» (όπως προβλεπόταν στην πρόταση αναθεώρησης), άφησε εκτεθειμένη θεσμικά τη χώρα που υπέκυψε τελικά σε μια δικτατορία γελοίων ανθρώπων το 1967, και τέλος, δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση της οικονομικής προσαρμογής στο θεσμικό επίπεδο, η οποία έγινε πολύ αργότερα, το 1975 και μετά την απώλεια πολλών κρίσιμων ετών.

Στις αρχές του 1964, ο Παναγής Παπαληγούρας έγραφε στον Καραμανλή στο Παρίσι: «[η Ελλάς] καλείται να επιλέξη αν θα εντατικοποιήση την ανάπτυξή της και θα εισέλθη εις το στάδιο της μαζικής και διεθνώς συναγωνιστικής παραγωγής ή αν – αντιστρόφως – θα χρησιμοποιήση τα ήδη κτηθέντα εις την πρόωρο δημιουργία ενός κράτους προνοίας, καταδικασμένου εις τον δι’ αλληλοεπιδοτήσεων μεταξύ των υπηκόων του μαρασμό». Οι αναγνώστες ας εκτιμήσουν αν αναγνωρίζουν τη χώρα που περιγράφει ο Παπαληγούρας.

Ισχύει η εκτίμηση ότι «η αυτοεξορία στο Παρίσι τον άλλαξε και γύρισε άλλος άνθρωπος»; 
Όχι, δεν ισχύει. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν στόχος του και πριν το 1963 και μετά το 1974, και την επιδίωξε με τα ίδια μέσα, την αναπτυξιακή παρέμβαση του κράτους. Η ένταξη στην ΕΟΚ τέθηκε ως στόχος το 1959, προβλέφθηκε στη Συμφωνία Σύνδεσης του 1961 και υλοποιήθηκε το 1979. Η συνταγματική αναθεώρηση του 1975 εμφανίζεται σε βασικές της αρχές όχι μόνον στη «βαθεία τομή» του 1963 αλλά και στη διακήρυξη της Σοσιαλιστικής Ένωσης του Τσάτσου το 1943. Αν οι στόχοι του και η μεθοδολογία του είναι κοινοί και πριν και μετά την περίοδο της αυτοεξορίας του, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η θέση του «διαφορετικού Καραμανλή».

Αναρωτιέμαι όμως αν δεν ήταν ο Καραμανλής αυτός που άλλαξε, αλλά οι άνθρωποι που είχαν χαρακτηρίσει την πρόταση της «βαθείας τομής» του 1963 «φασιστική», και το Σύνταγμα του 1975 (που βασιζόταν σε εκείνη) δημοκρατικό.

Πώς νομίζετε ότι τον αποτιμά η Ιστορία;
Ας μην λέμε μεγάλες κουβέντες… Σήμερα, η εικόνα του είναι πιο θετική από ποτέ. Το πώς θα αποτιμηθεί στο μέλλον εξαρτάται από πολλά πράγματα, μεταξύ των οποίων από το εάν η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να είναι μέλος του δυτικού κόσμου, ή ακόμη και από το εάν θα υπάρχει, στο μέλλον, η επιστήμη που εμείς σήμερα αποκαλούμε Ιστορία. Μπορεί η επιστήμη της Ιστορίας να έχει αντικατασταθεί από θεολογικές προσεγγίσεις ή από τη ρηχή ημιμάθεια. Δεν είναι σίγουρα αυτά τα πράγματα και οι ενδείξεις δεν είναι πάντοτε οι καλύτερες.

Με το παλάτι εμφανίζεται να έχει μια σχέση όλο σκαμπανεβάσματα. Έχει αποτιμηθεί ιστορικά αυτή η σχέση; 
Ο Καραμανλής ανήκε στους βουλευτές ενός Λαϊκού Κόμματος το οποίο ο βασιλιάς Γεώργιος Β' είχε «πουλήσει» και το 1935 για να επιστρέψει (με στρατιωτικό κίνημα που ανέτρεψε κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος) και το 1936 όταν επέτρεψε στον Μεταξά να επιβάλει δικτατορία. Το 1942-44 ο Καραμανλής μετείχε στη Σοσιαλιστική Ένωση του Τσάτσου, μια οργάνωση που επιζητούσε προεδρευομένη, όχι βασιλευομένη δημοκρατία. Το 1963 το Στέμμα έριξε τον ίδιο. Βέβαια, το 1955 ήταν ο βασιλιάς Παύλος αυτός που τον επέλεξε για την πρωθυπουργία.

Πιστεύω όμως ότι πρέπει να πάμε ένα βήμα πιο πέρα από τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη των σχέσεών του με το Στέμμα. Το μείζον για τον Καραμανλή δεν ήταν το εάν θα υπήρχε βασιλεία, αλλά το εάν οι θεσμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (βασιλευομένης ή προεδρευομένης) ήταν ισχυροί. Στο πλαίσιο αυτό, επέλεξε το 1974 να επιτρέψει την απρόσκοπτη έκφραση του λαού στο δημοψήφισμα – το μόνο έντιμο της ελληνικής πολιτικής ιστορίας – αποζητώντας οριστική επίλυση του θέματος. Ως πολιτικός που αποδοκίμαζε τις τακτικές του Εθνικού Διχασμού, δεν θα επέτρεπε να υπάρξει ένα οριακό αποτέλεσμα που θα είχε διαμορφώσει ο ίδιος και επομένως θα εξαρτάτο από τη δική του παραμονή στην εξουσία. Ήθελε να δημιουργήσει μια σταθερή δημοκρατία, όχι ένα πολίτευμα που θα αμφισβητείτο αμέσως μόλις αποχωρούσε ο ίδιος. Και πάλι, η τάση του να επικεντρώνεται στην ουσία και όχι στα σύμβολα, είναι χαρακτηριστική.

Θεωρείται ευρέως ότι δεν ήταν τυπικός «δεξιός» στις σχέσεις του με την εκκλησία.  Πώς το σχολιάζετε;
Εξαρτάται τι εννοείτε «τυπικός δεξιός». Είναι αδιαμφισβήτητο ότι σεβόταν το θρησκευτικό αίσθημα του λαού και τον θεσμό της Εκκλησίας της Ελλάδας, καθώς ο ίδιος προερχόταν από αυτά τα λαϊκά, και μάλιστα τα αγροτικά, στρώματα. Από την άλλη πλευρά, ένα συχνό χαρακτηριστικό, διεθνώς, των φιλελεύθερων πολιτικών είναι και η απόσταση που παίρνουν – αναγκαστικά, για την ομαλή λειτουργία του κράτους – από τις θεσμικές εκφράσεις του χριστιανισμού, χωρίς πάντως να συγκρούονται με αυτές. Τούτο, για παράδειγμα, είναι εμφανές στο σημαντικό έργο του Κ. Τσάτσου «Διάλογοι σε μοναστήρι». Είναι εμφανές ακόμη και στα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, που επίσης θεωρούνται «τυπικά δεξιά».

Ποιες ήταν οι σχέσεις του με την Αριστερά;  (Επαναπατρισμοί, αντικομμουνισμός, δολοφονία Λαμπράκη, νομιμοποίηση του ΚΚΕ κλπ).
Ο Καραμανλής ανήκε στη γενιά των Ελλήνων πολιτικών που διασφάλισαν την παραμονή της Ελλάδας στη Δύση ακόμη και κατά τον εμφύλιο πόλεμο, οπότε υπηρέτησε ως υπουργός. Ο ίδιος απέρριπτε κατηγορηματικά τον ολοκληρωτισμό είτε από τα Δεξιά είτε από τα Αριστερά. Και κλήθηκε να χειριστεί εποχές έντονου αντικομμουνισμού, π.χ. μετά τις εκλογές του 1958 οπότε η ΕΔΑ αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση. Ωστόσο, βασική προτεραιότητα του Καραμανλή ήταν η υπέρβαση και των δύο ελληνικών διχασμών του 20ού αιώνα – και του Εθνικού Διχασμού και του εμφυλίου πολέμου. Οι εκτελέσεις κομμουνιστών σταμάτησαν όταν ο ίδιος έγινε πρωθυπουργός το 1955, οπότε και άρχισαν μεγάλης έκτασης απελευθερώσεις κομμουνιστών από την εξορία και από τις φυλακές. Όσο για τη δολοφονία Λαμπράκη το 1963, ασφαλώς δεν μπορεί να αποδοθεί στον ίδιο (παρά την απαράδεκτη δήλωση του Γ. Παπανδρέου περί της «ηθικής αυτουργίας», την οποία ο Καραμανλής ουδέποτε του συγχώρησε). Αντίθετα, το 1963, η πρότασή του για αναθεώρηση του Συντάγματος αποσκοπούσε στην κατάργηση του αντικομμουνιστικού «παρασυντάγματος» του 1952 (επομένως και του παρακράτους), τα οποία διέσωσαν, κυριολεκτικά, το Κέντρο και η Αριστερά, νομιμοποιώντας την ανατροπή του από τα Ανάκτορα. Το 1974 ο Καραμανλής νομιμοποίησε τα κομμουνιστικά κόμματα, κάνοντας μια κρίσιμη υπέρβαση του κλίματος του εμφυλίου. Και η μεγάλη μάζα των εξορίστων στην Ανατολική Ευρώπη κομμουνιστών επαναπατρίστηκε ή έλαβε άδεια να επαναπατριστεί, το 1974-81, πριν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την αναγνώριση του ΕΑΜ.

Ο Καραμανλής ήξερε ότι οι συνέπειες, πάνω από όλα οι ψυχολογικές, ενός εμφυλίου πολέμου δεν μπορούν να ξεπεραστούν σύντομα ή με απλές διοικητικές πράξεις, δηλαδή αποκλειστικά από «πάνω». Επιζήτησε, και ενεργά επιδίωξε, την οριστική υπέρβαση των ρηγμάτων του εμφυλίου πολέμου ως τμήμα της προσπάθειας για ομαλοποίηση της δημόσιας ζωής και για τη δημιουργία μιας εδραιωμένης δημοκρατίας. Σε τούτο πάντως βοηθήθηκε σημαντικά από την ηγεσία της Αριστεράς μετά το 1974 (Χ. Φλωράκης, Λ. Κύρκος) η οποία και αυτή ήθελε να ξεπεράσει, και όχι να αναπαράγει, το κλίμα του εμφυλίου πολέμου. Το τελευταίο ήταν πολύ ουσιαστικό στοιχείο, που διαμόρφωνε τα δεδομένα.

Θεωρείται ευρέως ότι ευνόησε τόσο την εγκατάλειψη της υπαίθρου, όσο και τη λεγόμενη «αστυφιλία», με το σύστημα της αντιπαροχής και τη γιγάντωση των πόλεων. Πώς κρίνονται ιστορικά οι σχετικές αιτιάσεις;
Το αντίθετο συνέβη. Η τάση για εγκατάλειψη της υπαίθρου ήταν μεταπολεμικά ένα γενικότερο φαινόμενο στη Νότια Ευρώπη, που τότε αναπτυσσόταν οικονομικά. Ειδικά στην Ελλάδα, υπήρξε και το αποτέλεσμα της καταστροφής της χώρας κατά την Κατοχή, αλλά και των συγκρούσεων του εμφυλίου πολέμου. Πώς, άραγε, περιμένει κανείς, μετά από χρόνια εμφυλίου πολέμου στην ύπαιθρο, να μην υπάρξει εγκατάλειψή της;

Οι μεταναστευτικές ροές ακολουθούν τις ευρύτερες τάσεις της οικονομίας στη μακρά διάρκεια, και αφορούν το επίπεδο ζωής και την δυνατότητα των ανθρώπων να επιβιώσουν οικονομικά. Η Ελλάδα που γνώρισε διαδοχικές τραγωδίες το 1922-49 (Μικρασιατική Καταστροφή, χρεωκοπία το 1932, πόλεμο το 1940-41, Κατοχή το 1941-44, εμφύλιο το 1943-49, πείνα, υπερπληθωρισμό κλπ) ασφαλώς είχε προβλήματα που δημιουργούσαν το μεταναστευτικό ρεύμα. Αυτές οι τάσεις δεν ανακόπτονται με την έκδοση βασιλικών διαταγμάτων, αλλά μόνον με την πραγματική αλλαγή των οικονομικών δεδομένων.

Ο Καραμανλής είναι ο ηγέτης των ανθρώπων που προσπάθησαν και επέτυχαν να αναστρέψουν αυτή την κατάσταση των διαδοχικών καταστροφών. Είναι δηλαδή οι άνθρωποι που κατάφεραν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να ανακοπεί και να αναστραφεί το ρεύμα της μετανάστευσης. Ειδικά η ύπαιθρος υπήρξε αντικείμενο μεγάλης μέριμνας από τον Καραμανλή, με κομβικές πρωτοβουλίες που επέτρεπαν στον κόσμο της να μείνει στα σπίτια του (ή τουλάχιστον περιόρισαν το ρεύμα της μετανάστευσης). Ενδεικτικά και μόνον αναφέρω για τα χρόνια 1952-63: μεγάλα έργα, αρδευτικά, εγγειοβελτιωτικά, εξηλεκτρισμού που ενίσχυαν τη γεωργία∙ τα μεγάλα κοινωνικά μέτρα της μεταπολεμικής εποχής που αφορούσαν τον κόσμο της υπαίθρου (π.χ. ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των αγροτών το 1955 και αγροτική κοινωνική ασφάλιση το 1961)∙ παροχή φθηνού ηλεκτρικού ρεύματος στα χωριά μετά το 1956, που αναβάθμιζε δραματικά την καθημερινότητα στην ύπαιθρο και την εισήγαγε στη σύγχρονη εποχή∙ δημιουργία των γεωργικών βιομηχανιών μετά το 1959∙ συγκρότηση τριών μεγάλων βιομηχανικών κέντρων στη Βόρεια Ελλάδα (Πτολεμαϊδα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα). Πράγματι, μετανάστευση υπήρχε έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 λόγω των καταστροφών της προηγούμενης περιόδου. Και ανακόπηκε επειδή η Ελλάδα, υπό την ηγεσία του Καραμανλή, αναπτύχθηκε.

Οι ισχυρισμοί περί της γιγάντωσης των πόλεων και περί «αντιπαροχής» επί Καραμανλή δεν είναι πολύ σοβαροί. Η οριζόντια ιδιοκτησία θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα το 1929, όχι από τον Καραμανλή. Το 1961 η Αθήνα είχε ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους και συμπεραίνουμε ότι φταίει ο Καραμανλής – ενώ σήμερα έχει πέντε και εξακολουθεί να φταίει ο ίδιος και όχι εμείς; Αν δούμε γύρω μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι πολυκατοικίες που βλέπουμε χτίστηκαν όχι επί Καραμανλή το 1955-63, αλλά μετά το 1963 και κυρίως επί της χούντας. Επί Καραμανλή χτίστηκαν πολλές πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αλλά οι άλλες – οι πολύ περισσότερες – χτίστηκαν μετά. Αλλά ίσως αυτή είναι η αναπόφευκτη μοίρα των μεγάλων ηγετών: παίζουν τον βολικό ρόλο της κρεμάστρας των δικών μας ευθυνών. Επί 60 χρόνια χτίσαμε μανιωδώς ό,τι βρήκαμε μπροστά μας – μάλιστα, μετά την άνοδο του χρηματιστηρίου το 1999, όταν σπουδαιολογούσαμε για τη «στροφή στο real estate», χτίσαμε όποιο βορειοδυτικό οικόπεδο δεν είχε χτιστεί πιο πριν και το μοσχοπουλήσαμε με όρους φούσκας και με μαζικά στεγαστικά δάνεια χωρίς εγγυήσεις – αλλά λέμε ότι μας φταίει εκείνος, 60 χρόνια πριν… Αυτό, πάλι – όχι τόσο σε επίπεδο διαχείρισης αλλά σε επίπεδο νοοτροπίας – ίσως να λέει πολλά και γιατί είμαστε εδώ που είμαστε σήμερα.

Πώς βλέπετε την «κληρονομιά» του στο κόμμα που ίδρυσε, τη Νέα Δημοκρατία, η οποία πλησιάζει το μισό αιώνα ζωής;
Ίσως αναπόφευκτα στην ελληνική πραγματικότητα, η αναγνώριση του Καραμανλή έγινε και με όρους ιδιαζόντως προσωποκεντρικούς παρά περισσότερο ιδεολογικούς και ικανούς να προσφέρουν τις απαραίτητες γενικεύσεις. Έτσι, ίσως, σε κάποιο βαθμό, και να ξενίζει τον απαιτητικό πολίτη. Αλλά η αναγνώριση αυτή είχε μείζονες θετικές συνέπειες ακόμη έως και τις ημέρες μας. Ο Καραμανλής – όχι μόνος του: μαζί με τους επιτελείς του που ανέφερα πιο πάνω – έδωσαν στο κόμμα τους έναν άξονα αξιών και μια κληρονομιά επιτευγμάτων που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Προσέφεραν στην ελληνική Κεντροδεξιά ένα esprit de corps, μια θετική στοχοθεσία και ένα βασικό σημείο αναφοράς, που της επέτρεψαν, στη διάρκεια της κρίσης που διερχόμαστε, έστω και πληγωμένη, να επιβιώσει ως η κύρια δύναμη του φιλοευρωπαϊκού χώρου.

Από εκεί και πέρα, το κόμμα του (όπως όλα τα ομοειδή κόμματα στην Ευρώπη), οφείλει, νομίζω, να ακολουθήσει την παράδοση που δημιούργησε ο Καραμανλής: την παράδοση της προσαρμογής στα δεδομένα, που θα υπακούει σε θεμελιώδεις ιδεολογικούς άξονες οι οποίοι προστατεύουν την πολιτική πράξη και την αποτρέπουν από το να υποπέσει σε οπορτουνισμό. Αυτή είναι η ιδεολογική σταθερά. Εφόσον αυτή υφίσταται, ο πραγματισμός, εγγενής και αποδεκτός σε μια δυναμική ιδεολογία όπως ο φιλελευθερισμός, μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό που ο μέντορας του Καραμανλή, ο Τσάτσος, αποκαλούσε «καθημερινή ανατοποθέτηση όλων των σημείων προσανατολισμού […] την ανάγκη μιας αδιάκοπα άγρυπνης συνειδητότητας».

d.fyssas@gmail.com