Πολιτικη & Οικονομια

Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν

Αθηναϊκές στιγμές μιας προπολεμικής άνοιξης

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κυριακή βράδυ, ημέρα εθνικής επετείου. Στο μετρό η συζήτηση ανάμεσα σε έναν άντρα και μία γυναίκα έχει φουντώσει. Δεν μιλούν πολύ φωναχτά, ούτε όμως κάνουν και κάποια προσπάθεια να ελέγξουν την ένταση. Τους ακούει λοιπόν το μισό βαγόνι.

Η φωνή του άντρα έχει, κλασικά, τη χροιά της σιγουριάς και της αυθεντίας. Εξηγεί στη συνομιλήτριά του, που την περισσότερη ώρα κουνάει το κεφάλι της βγάζοντας ήχους κατάφασης, πως όλα είναι προμελετημένα και προαποφασισμένα. Στα μέσα Σεπτέμβρη, ο Ερντογάν θα κάνει ντου και θα καταλάβει Καστελόριζο, Ρω, Ψέριμο, Αγαθονήσι, Φαρμακονήσι, Αρκιούς, Οινούσες και μερικά ακατοίκητα νησιά και βραχονησίδες. Ταυτόχρονα θα εισβάλλει με τεθωρακισμένα στον Έβρο. Εμείς θα αντεπιτεθούμε και θα βομβαρδίσουμε Σμύρνη, Αδριανούπολη, Κουσάντασι και αρκετούς ακόμη στόχους. Θα χάσουμε καμιά δυο φρεγάτες αλλά ο δικός τους στόλος θα έχει μεγαλύτερες απώλειες. Στη θάλασσα τούς έχουμε.

«Ταξιτζής θα είναι, για να ξέρει τόσα πολλά...» ψιθυρίζει ένας τυπάκος απέναντι μου.

Όσο εμείς χαμογελάμε συνωμοτικά, ο άντρας συνεχίζει ακάθεκτος την προφητεία του. Ο πόλεμος θα κρατήσει δύο ή τρεις μήνες και θα τερματιστεί με παρέμβαση Ρωσίας και Αμερικής. Θα χάσουμε βέβαια μερικά νησιά και οι υποδομές της χώρας θα καταστραφούν. Έπειτα όμως θα επιβληθεί κυβέρνηση εθνικής ανάγκης («ή στρατιωτικό καθεστώς, όπως θέλεις πες το») και θα γίνει το πολυπόθητο restart. Θα πεινάσουμε, θα ματώσουμε, θα γίνουμε Συρία, αλλά ίσως να είναι η μόνη λύση. Η γυναίκα ανοίγει επιτέλους το στόμα της: «Α ρε καημένη Ελλαδίτσα. Ο Τσίπρας τα έχει κανονίσει δηλαδή, για να μην πέσει;». Και ναι και όχι, είναι η απάντηση. Τσίπρας και Μητσοτάκης-Μαρέβα τα έχουν βρει μεταξύ τους. Είναι μαριονέτες. Από πίσω βρίσκονται οι Ευρωπαίοι και μεγάλα τραστ εβραϊκών συμφερόντων. Σε κάθε περίπτωση καλό είναι να αρχίσουμε να προμηθευόμαστε μακαρόνια, αλεύρι και κονσέρβες. Η γυναίκα αρχίζει πάλι να βγάζει άναρθρους ήχους και ο συρμός φτάνει στο Μοναστηράκι.

Η βραδιά είναι μάλλον ανοιξιάτικη και υπάρχει πολύς κόσμος. Κανείς δεν δείχνει να ανησυχεί για τον επικείμενο πόλεμο. Στην πλατεία μερικοί Αφρικανοί παίζουν μουσική με κρουστά. Κυκλοφορούν και πολλοί τουρίστες. Σε ένα από τα μεγάλα σουβλατζίδικα, μια παρέα Κινέζων τρώνε κεμπάπ και κάθε τρία λεπτά διώχνουν με αμήχανες χειρονομίες κάποιον μικροπωλητή, μουσικό ή επαίτη. Λίγο παραπέρα, μια γιγάντια τηλεόραση δείχνει Survivor.

Συναντώ την παρέα μου και βολτάρουμε χαλαρά μέχρι το Σύνταγμα και από εκεί στου Μακρυγιάννη, όπου καθόμαστε σ' ένα ουζερί. Ξαφνικά, ακούγεται δυνατά ένα εμβατήριο. Αρχικά νομίζουμε ότι έχει κάποια σχέση με την παρέλαση. Κουτή σκέψη, η παρέλαση είχε γίνει το πρωί. Γρήγορα άλλωστε αποδεικνύεται ότι έρχεται από τα ηχεία ενός μεγάλου σκούτερ το οποίο έχει αναρτημένα, δεξιά αριστερά, ελληνικά σημαιάκια. Ο ιδιοκτήτης του φοράει παντελόνι παραλλαγής και έχει γκρίζα μακριά μαλλιά, πολλές ρυτίδες καθώς και διάφορα χαϊμαλιά που κρέμονται από τον λαιμό και τους καρπούς του. Καθώς το σκούτερ απομακρύνεται φτάνουν στα αυτιά μας τα λόγια της χορωδίας. «Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά, με κανόνια τις πόλεις χαλάσαν, μάς ανάψαν φωτιές στα χωριά».

Τρώμε, πίνουμε και συζητάμε. Ένας από την παρέα είχε χαζέψει στην τηλεόραση την παρέλαση. Αν και κάθε άλλο παρά εθνικιστής, παραδέχεται πως συγκινήθηκε με την εικόνα των αναπήρων πολέμου. Μας περιέγραψε και τους λόγους των πολιτικών. Ο Πάνος Καμένος, φουλ τσαμπουκαλεμένος, απείλησε με συντριβή τους Τούρκους. Το ίδιο βέβαια έκανε και ο εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής ο οποίος, αφού περιέγραψε με ηδονή τη σφαγή των αμάχων μουσουλμάνων της Τριπολιτσάς, απαρίθμησε τα διάφορα οπλικά συστήματα του ελληνικού στρατού για να δείξει στο κοινό του πόσο καλά τα γνωρίζει. Ο δε Βασίλης Λεβέντης μίλησε ακριβώς στο πνεύμα της παλιάς τηλεοπτικής του περσόνας, τότε που ευχόταν καρκίνους και του έστελναν πίτσες μαργαρίτα στο στούντιο. Αυτοί οι τρεις −σύμφωνα με τον φίλο μου− κέρδισαν και τα περισσότερα χειροκροτήματα.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα παίρνω ένα ταξί για να γυρίσω στο σπίτι. Ο οδηγός αποδεικνύεται το αντίθετο από το γνωστό στερεότυπο. Είναι νεαρός, ευγενικός και λιγόλογος. Αισθάνομαι μάλιστα ότι με στραβοκοιτάζει από τον καθρέφτη όταν, ελαφρώς πιωμένος καθώς είμαι, σιγοτραγουδάω το εμβατήριο που έπαιζε το σκούτερ. Όμως τι να κάνω, μου έχει πια κολλήσει και είναι αδύνατο να το ξεφορτωθώ.