Πολιτικη & Οικονομια

Αθήνα, 4/2/2018, συλλαλητήριο για τη Μακεδονία

Το ακραίο δεν μπορεί να συμψηφίζεται

Μαρία Ρεπούση
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ήμουν στο κέντρο της πόλης της Αθήνας την ημέρα του συλλαλητηρίου, πλάι στην πλατεία Συντάγματος. Και παρόλο που ένας κλειστός χώρος θα ήταν ενδεχόμενα η πιο λογική επιλογή για να μην βρεθεί κανείς αντιμέτωπος με τις ομάδες των συμπολιτών μας που συνέρρεαν στο συλλαλητήριο κρατώντας γαλανόλευκες σημαίες, δεν τη συμμερίστηκα και βγήκα στην πόλη. Στην αρχή τρόμαξα. Δέκα και μισή  περίπου το πρωί, το κέντρο κατακλυζόταν από τους πιο αποφασισμένους μακεδονο-ασυμβίβαστους. Η πρώτη εικόνα ήταν από τη Βασιλίσσης Σοφίας που την κατέβαιναν αγήματα πολιτών βροντοφωνάζοντας για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Από κοντά, στολές και περικεφαλαίες έκαναν σποραδικά την εμφάνισή τους και καθώς το τοπίο ήταν ακόμα άδειο φάνταζαν τρομακτικές. Ετοιμοπόλεμες. Και ντουντούκες στημένες σε κεντρικά σημεία περιμετρικά της πλατείας δοκίμαζαν την εμβέλειά τους και έντυναν ηχητικά το χώρο. Σπαρακτικές γυναικείες φωνές καλούσαν από κείμενο τους πολίτες να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους για να μην παραδοθεί η Μακεδονία μας από τους πολιτικούς και τα κόμματα. Στην παρακάτω γωνία το ίδιο. Το ίδιο κείμενο από άλλη φωνή. Κείμενο συναισθηματικά φορτισμένο, φαινομενικά ήπιο και στην πραγματικότητα απειλητικό. Την εικόνα συμπλήρωναν οι πλανόδιοι που έστηναν την πραμάτειά τους με τις γαλανόλευκες χρωματίζοντας εθνικά και απόλυτα όλο το κέντρο. Γαλανόλευκες με κοντάρια. Το μήνυμα πιο ξεκάθαρο δεν γινόταν: Η πόλη είναι δική μας, η Ελλάδα είναι δική μας, η Μακεδονία είναι μόνο δική μας. Όσοι δεν είναι μαζί μας, δεν έχουν θέση στην πόλη.

Πού καταντήσαμε, σκέφθηκα. Πώς φθάσαμε ως εδώ αναρωτήθηκα. Παρακολουθώ τις αναλύσεις, και αυτές που εστιάζουν στην πλατεία με τις κρεμάλες και όσες επικεντρώνονται στο φαινόμενο του εθνικισμού. Σε κάποιες από αυτές μάλιστα, παίρνω προσωπικά μέρος είτε ως αντικείμενο είτε ως υποκείμενο. Χρήσιμες είναι, πολύ χρήσιμες, αλλά αυτό που βίωνα τις υπερέβαινε. Ήταν ακραίο. Και το ακραίο δεν μπορεί να συμψηφίζεται, δεν πρέπει να συμψηφίζεται. Γιατί ξεπλένεται. Και κρύβει τη βαρβαρότητά του.

Όσο πλησίαζε το μεσημέρι και η ώρα της έναρξης, η εικόνα άλλαζε. Λιγότερο αποφασισμένοι πολίτες ντυμένοι με τα κανονικά τους ρούχα, κρατώντας τα παιδάκια τους ή ακόμα και περίεργοι -σωτήριο πράγμα οι περίεργοι- έρχονταν να προστεθούν στους πρωινούς πετυχαίνοντας έναν περίεργο ρούμπο. Από τη μια φυσικοποιούσαν τη βαρβαρότητα, πράγμα δυσάρεστο γιατί την έκαναν στοιχείο της κανονικής ζωής. Από την άλλη όμως τη σχετικοποιούσαν, την μετρίαζαν, πράγμα εξαιρετικά ευχάριστο. Ταυτόχρονα, ξεμύτιζαν από τα σπίτια τους και οι άλλοι, οι αντιφρονούντες, οι μακεδονο-λογικοί, οι κυριακάτικοι. Για να πάρουν τις εφημερίδες τους, να πιούν το καφέ τους, να τα πουν με τους φίλους τους. Είδα την έξοδό τους για καφέ στο συνηθισμένο τους μέρος ακόμα κι αν αυτό βρισκόταν στην περίμετρο του Συντάγματος, την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018, την ώρα που η πλατεία βροντοφώναζε ότι ο Μίκης αλλάζει την ιστορία, ως πράξη αντίστασης. Ήταν σαν να έλεγαν: Η πόλη είναι και δική μας. Δεν σας την χαρίζουμε με τίποτα.