Πολιτικη & Οικονομια

Τα φαντάσματα του «Ντολμά Μπαχτσέ»

Κάθισε στο μπαρ, δίπλα από τον Σπύρο.

4766-35219.jpg
Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 247
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
40851-91957.jpg

Κάθισε στο μπαρ, δίπλα από τον Σπύρο. Φαινόταν λίγο πάνω από τα πενήντα. Στα νιάτα της θα ήταν μια πανέμορφη γυναίκα. Ψηλή, προικισμένη, καλλιεργημένη. Ηθοποιός, από τα γεννοφάσκια της γνώριζε τον Ολγκάτς. «Από μικρός ήταν φευγάτος. Προβληματικός. Σπούδασε χημικός μηχανικός και αμέσως μετά μπήκε σε δραματική σχολή» επιμένει η φίλη και κοιτάει έξω τον Βόσπορο. Η υγρασία είναι αισθητή στο Ντολμά Μπαχτσέ.

«Όταν γύρισε από την Κύπρο ήταν άλλος άνθρωπος. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Παρέμενε κλεισμένος στον εαυτό του σαν κάτι να τον βασάνιζε. Όχι όμως κάτι απλό. Αυτή η κατάσταση παγιώθηκε. Ο Ολγκάτς δεν θα ήταν ποτέ όπως πριν».

Στην Τουρκία ανθεί αυτό που ευγενικά θα αποκαλούσαμε στην Ευρώπη, «άρρωστος - επιθετικός εθνικισμός». Ξεκίνησε με μια μικρή ιστορία ενός πιτσιρικά στον Νότο με μια τουρκική σημαία και έλαβε διαστάσεις πανδημίας. Η «Κοιλάδα των Λύκων», το τελευταίο κινηματογραφικό δημιούργημα αυτής της παθογένειας, αποτελεί την κορύφωση αυτού του φαινομένου. Ο… «Τούρκος» σε όλο του το μεγαλείο. Κάτι σαν τον Βαλκάνιο «Ελληνάρα», αλλά σε ακόμη πιο άθλια και ακατέργαστη εκδοχή. Μέσα στην «Κοιλάδα των Λύκων» υπάρχει και μια σκηνή όπου ο ήρωας καταφέρνει να αποδράσει με ένα ελικόπτερο. Σοβαρές εφημερίδες μάλιστα άρχισαν να υποστηρίζουν πως ο Βασίλης Παλαιοκώστας εμπνεύστηκε τον τρόπο απόδρασής του από αυτή τη σκηνή. Μιλάμε για μεγαλείο μικρόνοιας, αλλά ας το πάρει το ποτάμι. Σε αυτή την παραγωγή, λοιπόν, συμμετέχει και ο Ολγκτάτς ως ηθοποιός. Γενικώς οι ρόλοι που του πήγαιναν ήταν αυτοί του σκληρού, του «θηρίου», του «ογκώδους». Θα πείτε, πώς είναι δυνατόν να έχει παίξει σε ταινίες του Γιλμάζ Γκιουνέι, και μάλιστα εκείνα τα χρόνια της σημαντικής πολιτικής κινητικότητας και της αντεπίθεσης της Αριστεράς; «Δεν ήταν δα και κανένας χαραμοφάης ο Ολγκάτς» εξηγεί η ηθοποιός. «Άλλωστε η συνεργασία του με τον Γκιουνέι έγινε πριν το 1974».

«Τώρα είναι κλεισμένος στο σπίτι του, δεν απαντά στο τηλέφωνο, δεν συναντά κανέναν». Φοβάται και φοβίζει ο πρωταγωνιστής αυτής της αλλόκοτης υπόθεσης, όπου ένας ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου της Τουρκίας αποφασίζει να εξομολογηθεί μπροστά στις κάμερες, σε μια μεσημεριανή εκπομπή με ξανθιές «γλάστρες», πώς εκτέλεσε, κατόπιν διαταγής, 10 Κύπριους αιχμαλώτους κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Αττίλα» στην Κύπρο, το 1974.

Στα νύχια του «πάνθηρα»

Έκανα ένα flash back που με έφερε πίσω, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, σε μια αλλόκοτη συνάντηση με την «Ταξιαρχία των Πανθήρων» κάπου κοντά στο Ζβόρνικ, στην περιοχή των Σερβοβοσνίων. Η επίλεκτη ομάδα με την αιμοδιψή ταυτότητα «Πάνθηρες» αποτελούσε την αιχμή του δόρατος των μονάδων κρούσης του σερβικού στρατού στη Βοσνία. Με μία διαφορά, από τις υπόλοιπες μονάδες. Ήταν όλοι τους «πανεπιστημιακού επιπέδου». Γιατροί, νομικοί, αρχιτέκτονες, φιλόλογοι, καλλιτέχνες. Σκότωναν και σκοτώνονταν. Άθλιοι μεταξύ άλλων αθλίων. Τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα, όπως και όλο το σκηνικό γύρω τους. Πρόσωπα χαρακωμένα, φάτσες διαλυμένες, ψυχές που προσφέρθηκαν στο διάβολο. Ζωντανοί νεκροί. Κανείς δεν θα περίμενε πως μια στρατιωτική μονάδα κρούσης θα αποτελείτο από «επιστήμονες». Ο πόλεμος είναι περίεργο εργαστήρι ψυχών, όλα είναι δυνατά εκεί που φαντάζουν όλα αδύνατα.

Η εύφημος μνεία

Η υγρασία είναι ανυπόφορη στον Βόσπορο. «Πολλοί είπαν πως ο Ολγκάτς καθάριζε πατάτες κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Κύπρο. Δεν είναι αλήθεια. Ο ηθοποιός γύρισε στην Τουρκία με μία εύφημο μνεία από το Γενικό Αρχηγείο, καλά τυλιγμένη στις αποσκευές του. Ο τουρκικός στρατός δεν μοιράζει τέτοια χαρτιά για πλάκα» σχολιάζει ο Σπύρος και η όμορφη πενηντάρα συμφωνεί με μια κίνηση του κεφαλιού της. Ξέρει καλά την πόλη της, γνωρίζει απέξω τα σοκάκια, επιβλέπει με μαεστρία τον μπακάλη όταν γεμίζει μια σακούλα με αποξηραμένες ντομάτες, παραγγέλνει με σιγουριά και με χάρη τα μπαχάρια της. Είναι από εκείνες τις γυναίκες που έχουν ζήσει και έχουν καταλάβει, και κυρίως μπορούν να οσμιστούν. Τον ήξερε εδώ και πολύ καιρό τον Ολγκάτς. Τον είχε μετρήσει. 

«Κοίτα να δεις. Το έκανε ο μπάσταρδος. Τους εκτέλεσε τους δέκα Κύπριους. Στην ψύχρα. Όπως τα είπε. Σήκωσε το 45άρι και τους έριξε, όπως ήταν γονατισμένοι. Δεν ξέρω αν πιέστηκε να το κάνει, αλλά πάντως το έκανε» καταλήγει κοιτώντας στα μάτια το συνομιλητή της. «Ο Ολγκάτς είναι δολοφόνος και αν συνδυάσει κανείς χρονικά τη μετέπειτα συμπεριφορά του με τα γεγονότα, καταλαβαίνει πως αυτό τον άνθρωπο τον βάραινε όλα αυτά τα χρόνια το “απάνθρωπο μυστικό του”. Το ξέρασε μπροστά σ’ αυτές τις “γλάστρες” στην τηλεόραση και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως κατανοούσε όλες τις πιθανές επιπτώσεις από την ομολογία του». Είπε και πήρε μια ανάσα.

Τα ισλαμικά δάκρυα

Η σύζυγος του πρωθυπουργού της Τουρκίας βγήκε βουρκωμένη από την κινηματογραφική αίθουσα. Είχε παρακολουθήσει μία πρόσφατη παραγωγή, με ήρωα έναν Τούρκο που τα έβαλε με τους Αμερικανούς στο Βόρειο Ιράκ για να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφού του και τους κατατρόπωσε. Πρόκειται για έναν Σιλβέστερ Σταλόνε αλά τούρκα. Η κυρία Ερντογάν προβαίνει σε δηλώσεις στα κανάλια. «Συγκινήθηκα», ομολογεί. Αυτό το μείγμα εθνικισμού και ισλαμισμού σκοτώνει. Είναι άρρωστο, αντιαισθητικό, ρυπαρό. Είναι ανίκητο όταν προσλαμβάνει διαστάσεις μαζικής κατανάλωσης. Φέρνει στο νου εκείνη την απείρου κάλλους σκηνή στην Κράινα. Μεσημέρι του Ιουλίου του 1992. Ζέστη και άπνοια. Ένα ελικόπτερο προσγειώνεται με κόκκινη άτρακτο. Ο Αρκάν κατεβαίνει και κατευθύνεται προς μία ταβέρνα. Πλησιάζω. Με χαιρετά με εκείνο το baby face που ξετρέλανε τη λαϊκή τραγουδίστρια, την Τσέτσα, που τον παντρεύτηκε τελικά. Ερχόταν για «δουλειές» με τους τοπικούς Σέρβους. Στυγνός εκτελεστής, μαφιόζος, σκληρός, αποτρόπαιος. Με κοίταξε και άνοιξε μερικά κουμπιά από το πουκάμισό του. Στην άκρη της καδένας του κρεμόταν ένας σταυρός από μασίφ χρυσό που κάλυπτε όλη την παλάμη του. «Μου τον χάρισε με τις ευλογίες του ο επίσκοπος Ερζεγοβίνης για τις υπηρεσίες μου προς το σερβικό έθνος» είπε. Αυτό το μείγμα δολοφονικού εθνικισμού και μουζαχεντίν ορθοδόξων είναι τόσο άρρωστο, ρυπαρό, απάνθρωπο και βάρβαρο, που σε γεμίζει πανικό και είναι ανίκητο όταν προσλαμβάνει διαστάσεις μαζικής υστερίας.

Η υγρασία είναι αφόρητη τα βράδια του Φλεβάρη στο Ντολμά Μπαχτσέ. Βγήκαν έξω από το μπαράκι και ανασήκωσε το γιακά της καπαρντίνας της. Ο αέρας του Βοσπόρου διαπερνά το πυκνό μαλλί του παλτού και παγώνει τα κόκαλα. «Το έκανε. Τους σκότωσε ο μπάσταρδος» ακούστηκε η φωνή της ηθοποιού ανάμεσα στα τριξίματα των κάβων που κρατούσαν τα πλοία δεμένα στο ντόκο. Ήταν η ώρα που συνηθίζουν να βγαίνουν στο σεργιάνι τα φαντάσματα. 

n.georgiadis1@yahoo.com

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ