Πολιτικη & Οικονομια

Νέες λέξεις που θα έπρεπε να καθιερωθούν (Easter Edition)

Νίκος Ζαχαριάδης
ΤΕΥΧΟΣ 610
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Αρνυποψία» Η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος την καταγωγή των αρνιών ύστερα από μια εβδομάδα βομβαρδισμού από τα κανάλια με τις απάτες που γίνονται για να ελληνοποιηθούν.

«Μπανανόριο» Το προσωπικό όριο ανοχής του καθένα ως προς το πόσο ώριμη μπορεί να είναι μια μπανάνα.

«Μπουφάγχος» Η διαρκής υπενθύμιση στον εαυτό σου να μην ξεχάσεις πουθενά το μπουφάν που πήρες το πρωί επειδή κρύωνες και την υπόλοιπη μέρα το κουβαλάς στο χέρι γιατί ζεσταίνεσαι.

«Μπουκοτάχυνση» Το να μπουκώνεσαι βίαια τα υπολείμματα στο πιάτο σου επειδή ο σερβιτόρος θεωρεί ότι τελείωσες και σου παίρνει το πιάτο.

«Ψαχτηραμολιά» Η διαδικασία κατά την οποία το χέρι εξαντλεί την ελαστικότητά του διερευνώντας στα τυφλά το χώρο ανάμεσα στο κάθισμα του οδηγού και την πλαϊνή κονσόλα για κάποιο χαμένο αντικείμενο.

«Αποκουκούτσωση» Η χρονοβόρα και χειρουργικών απαιτήσεων διαδικασία αφαίρεσης των κουκουτσιών από τα χόρτα στα οποία μόλις κάποιος έστυψε επάνω τους λεμόνι.

«Ανακεφαλαιοκλαμπάνιας» Αυτός που όταν υπάρχει μια μεγάλη ουρά, μόλις εξυπηρετηθεί από τον υπάλληλο πριν φύγει για να περάσει επιτέλους ο επόμενος ανακεφαλαιώνει όσα είπαν ξανά και ξανά.

«Διακοπτονόηση» Το να υποδύεσαι ότι καταλαβαίνεις αυτά που σου λέει ο συνομιλητής σου όταν το κινητό κάνει διακοπές γιατί βαριέσαι να τον βάλεις να τα επαναλάβει. 

«Συνταξιουχοκατάφαση» Το να απαντάς με νεύματα και κινήσεις του κεφαλιού στις επανειλημμένες προσπάθειες ενός συνταξιούχου να σου πιάσει κουβέντα ενώ βρίσκεστε στην ουρά αναμονής.

«Κινηταναμονηχανία» Ο χρόνος που περνάς κοιτάζοντας αμήχανα γύρω-γύρω, περιμένοντας ο συνομιλητής σου να τελειώσει το τηλεφώνημα που διέκοψε τη συζήτησή σας.«Περιστενάρισμα» Η ασυνείδητη επιβράδυνση του αυτοκινήτου όταν ο οδηγός βλέπει μπροστά στο δρόμο ένα περιστέρι να περπατά αμέριμνο, περιμένοντας να απομακρυνθεί την τελευταία στιγμή.

«Τηλεφωνοσμή»Το άρωμα εκείνου που χρησιμοποιούσε το τηλέφωνο πριν και που έχει μείνει επάνω στο ακουστικό.

«Φωταγκωνιά» Το να κλείνεις τον διακόπτη του μπάνιου με τον αγκώνα επειδή δεν θέλεις να τον πιάσεις με βρεγμένα χέρια.

«Οθανικός» Ο πανικός που καταλαμβάνει κάποιον όταν σπεύδει να αλλάξει αυτό που βλέπει στην οθόνη μόλις συνειδητοποιεί ότι ο προϊστάμενός του έρχεται προς το μέρος του.

«Λαθογλωσογραφία» Οταν έχεις πάρει φόρα αλλά ξεχνάς να αλλάξεις τη γλώσσα στο πληκτρολόγιο, οπότε αφού ολοκληρώσεις μια παράγραφο συνειδητοποιείς ότι έγραφες τόση ώρα στα αγγλικά.

«Ψευδόνηση» Η ανεξήγητη αίσθηση που έχεις κάποιες φορές ότι δονείται το κινητό σου στην τσέπη, χωρίς όμως αυτό να συμβαίνει πραγματικά.

«Ξεχασοκούδουνο» Το κουδούνι της πόρτας που χτυπάει αμέσως μόλις έχει φύγει κάποιος, δίνοντας σε όλους να καταλάβουν ότι κάτι έχει ξεχάσει.

«Καφενάκη» H διάψευση των προσδοκιών σου, όταν πηγαίνεις στην κουζίνα του γραφείου με την ελπίδα ότι έχει μείνει καφές στην καφετιέρα.

«Μοιρομπατσία» Η ξαφνική αίσθηση βεβαιότητας ότι ο αστυνομικός που σε κοιτάζει θα σε σταματήσει. Και η οποία εμφανίζεται πάντα λίγο πριν σε σταματήσει όντως.

«Παντελοθόνιασμα» Το σκούπισμα της οθόνης του κινητού πάνω στο παντελόνι για να φύγουν οι δαχτυλιές.

«Δαχτυλομπαγκαζιές» Οι δαχτυλιές που διακρίνονται καθαρά στις άκρες ενός σκονισμένου πορτ-μπαγκάζ, καθώς από εκεί το πιάνει κάποιος για να το κλείσει.

«(Τεχνητή) Στυλαναπνοή» Το να ζεσταίνεις με την ανάσα σου τη μύτη ενός στυλό που έχει τελειώσει, ελπίζοντας ότι θα του δώσεις λίγη ακόμα ζωή.

«Γκουγκλαποφυγή» Το να ρωτάς τους συναδέλφους σου στο γραφείο μια συγκεκριμένη πληροφορία, με την ελπίδα ότι κάποιος θα σου απαντήσει και δεν θα χρειαστεί να γκουγκλάρεις.

«Κινηταθρέφτης» Η χρήση του κινητού σαν καθρέφτη με τη χρήση της μπροστινής κάμερας προκείμενου να διορθωθεί μακιγιάζ, να τσεκαριστούν δόντια κ.ο.κ.

«Ξεκόμπωμα» Η διαδικασία λυσίματος του κόμπου που δημιουργείται αυτόματα στο καλώδιο των ακουστικών.

«Θερινωροσιχτίρισμα» Η αντίδραση όσων πρέπει να ξυπνήσουν πρωί την Κυριακή μετά την αλλαγή της ώρας και δεν είναι σίγουροι ότι το κινητό τους ενημερώνεται αυτόματα για την ώρα, οπότε αναγκάζονται να βάλουν το ξυπνητήρι μια ώρα πριν από το κανονικό για να είναι σίγουροι.

«Μουφανταφυλλάρωμα» Η απόλαυση που υποτίθεται ότι αντλεί μια γυναίκα όταν κάνει πως μυρίζει το τριαντάφυλλο που της πρόσφερες, αν και το συγκεκριμένο λουλούδι δεν έχει το παραμικρό άρωμα.

«Μπομπάχρηστα» Τα επάνω-επάνω κομμάτια μιας μπόμπας που επειδή έχουν ξεραθεί δεν τα παίρνει κανείς και προτιμάει τα από κάτω που παραμένουν φρέσκα.

«Ξεπαρκαναισθησία» Η χαλαρότητα με την οποία ένας οδηγός βγάζει το μπουφάν του, φοράει τη ζώνη και γενικώς προετοιμάζεται να ξεπαρκάρει ενώ έχει δει ότι κάποιος περιμένει να παρκάρει στη θέση του.

«Καρεκλέκταση» Η κενή καρέκλα σε μια ταβέρνα ή σε ένα εστιατόριο που χρησιμεύει αποκλειστικά για αποθήκευση του ψωμιού των χαρτοπετσετών και των αλατοπίπερων προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος στο τραπέζι.

«Καλαματαστροφή» Το σπρώξιμο του καλαμακιού που προεξέχει από τον freddo ή τον frappe από το καλώδιο του τηλεφώνου ή των ακουστικών με αποτέλεσμα να χυθεί όλος πάνω στο πληκτρολόγιο.

«Τραγουδομοίωση» Σύμπτωμα που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια παρακολούθησης διαγωνισμών τραγουδιού όπου ύστερα από λίγο όλα τα κομμάτια σου φαίνονται ίδια.

«Φρεντοβύθιση» Η κίνηση του καλαμακιού από την επιφάνεια προς το βάθος του freddo ώστε να συνδυάσεις στην ίδια γουλιά και αφρόγαλα και καφέ.

«Παρκυστέρηση» Η στιγμή που, αφού έχεις παρκάρει, ανακαλύπτεις ότι έχει αδειάσει η ιδανική θέση δίπλα στον προορισμό σου.

«Αναπαντενοχές»Οι εξηγήσεις που νιώθεις αναγκασμένος να πεις, λόγω ενοχών, όταν συναντάς κάποιον του οποίου αγνόησες μια κλήση και δεν την απάντησες ποτέ.

«Κλικενοχή» Το ένοχο «κλικ» που κάνει κάποιος σε ένα σύνδεσμο στο inetrnet που υπόσχεται «την τάδε που κολάζει με μαγιό στην παραλία», έστω κι αν ξέρει ότι δεν πρόκειται να δει τίποτα ξεχωριστό και ότι ο μόνος λόγος που το κάνει είναι για να καθυστερήσει λίγο ακόμα στη δουλειά του.

«Χειμωνάρνηση» Η επιμονή να φοράς καλοκαιρινά ρούχα, ανοιχτά παπούτσια και να πίνεις κρύο καφέ για να καθυστερήσεις όσο γίνεται την έλευση του χειμώνα.

«Κουφοπορτοβροντία» Το να απευθύνεις ερώτηση (χωρίς να κοιτάζεις) σε συνάδελφο στο γραφείο που φοράει ακουστικά.