Πολιτικη & Οικονομια

Ο βασανιστικός θάνατος του δημοσιογράφου

Υπήρχαν και άτομα που έσκυβαν επί ώρες στα κείμενά τους, επαγγελματίες σωστοί και έκαναν τη διαφορά

Νίκος Γεωργιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το βράδυ της Δευτέρας που μας πέρασε μάταια περίμενε ο δημοσιογράφος να χτυπήσει το τηλέφωνό του. Ο αρχισυντάκτης, ο διευθυντής του, τον αγνόησαν παρακολουθώντας τη ροή των ειδήσεων στις οθόνες των υπολογιστών τους. Ο πρέσβης της Ρωσίας στην Άγκυρα έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες ενός εν ενεργεία Τούρκου αστυνομικού των Ειδικών Δυνάμεων, στρατολογημένου από τους Τζιχαντιστές. Στο Βερολίνο ένα φορτηγό θέρισε τους διαβάτες στη χριστουγεννιάτικη αγορά της πόλης. Δώδεκα νεκροί. Φόβοι ότι ο οδηγός του φορτηγού μπορεί να είναι μετανάστης. Στη Ζυρίχη οι ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας ενεπλάκησαν σε αιματηρό επεισόδιο στη συνοικία της πόλης όπου ζουν μουσουλμάνοι μετανάστες. Η κάλυψη αυτών των γεγονότων ανατέθηκε στις ιστοσελίδες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο δημοσιογράφος δεν έλαβε ποτέ την εντολή από τον αρχισυντάκτη του να ταξιδέψει με το πρώτο αεροπλάνο για την Άγκυρα ή το Βερολίνο. Την επομένη όλα τα πρωτοσέλιδα στο Διαδίκτυο ή στα φύλλα των εφημερίδων ήταν πανομοιότυπα. Ακόμη και οι τίτλοι. Τα στοιχεία, οι πληροφορίες σχεδόν φωτοτυπημένα. Τα σχόλια εμφανίζονταν εν είδει αντιγράφων. Το ίδιο και οι αναλύσεις.

Την Τρίτη το πρωί ανακοινώθηκε και επίσημα η έναρξη της τελευταίας πράξης του δράματος του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη. Οι εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε απεργία. Έχουν να πληρωθούν κάτι μήνες. Ο ΔΟΛ χρωστά πάνω από 180 εκατομμύρια ευρώ στις τράπεζες. Αδυνατεί να καταβάλλει μία δόση ύψους 2 εκατ. ευρώ στα τέλη Δεκεμβρίου. Αν τίποτε δεν αλλάξει δραματικά, από 1ης Ιανουαρίου 2017 η επιχείρηση θα ανήκει πλέον στις τράπεζες. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί του ΔΟΛ είναι δεσμευμένοι. Ένας κύκλος δεκαετιών, από το 1923, κλείνει με εκκωφαντικό τρόπο. Ένας δημοσιογραφικός οργανισμός που διαμόρφωσε στο μέτρο που του αναλογεί, πολιτικές εξελίξεις, πολιτικά δράματα, πολιτικά δρώμενα, πολιτικές επιλογές επί δεκαετίες, τείνει να αποβιώσει.

Στην άλλη άκρη της δημοσιογραφικής όχθης, ο τηλεοπτικός σταθμός MEGA βρίσκεται σε κατάσταση επιθανάτιου ρόγχου και οι εργαζόμενοι αγωνίζονται να πληρωθούν για τα δεδουλευμένα του περασμένου Ιουνίου, παλεύουν για τα δεδουλευμένα του Ιουλίου, ελπίζουν να πληρωθούν για τον Αύγουστο, μάταια; Τα αναδυόμενα μιντιακά σχήματα των νεοφιλόδοξων εκδοτών, ποδοσφαιρικής νοοτροπίας και υποκοσμικού προσανατολισμού πιάστηκαν στη φάκα των νεόκοπων κυβερνητών, έδωσαν μερικά εκατομμύρια ευρώ αλλά δεν μπορούν να εκπέμψουν. Τελούν υπό ιδιότυπη ομηρεία ενός κράτους μη κράτους. Μικρό το κακό. Κανείς σοβαρός άνθρωπος, αν έχει απομείνει κανένας πια στη Χερσόνησο του Αίμου, δεν ανέμενε κάτι το συγκλονιστικό από τα επιχειρηματικά σύνολα που εμφανίστηκαν στον τηλεοπτικό ορίζοντα. Τους παλιούς ταγούς τους ξέραμε. Αναγνωρίζαμε από μακριά τις τρικλοποδιές τους, τις κομπίνες και τις διαθέσεις τους, ξέραμε τα χούγια τους, γνωρίζαμε τα κονέ τους, ήμασταν αυτόπτες μάρτυρες του πλαισίου διαπλοκής εντός του οποίου κινούνταν. Παρακολουθούσαμε τις κινήσεις τους, πιάναμε στον αέρα το σκεπτικό τους. Ήταν ένα χάλι σίγουρα, αλλά ένα αναγνωρίσιμο χάλι. Είχε ταυτότητα και ταχυδρομική διεύθυνση. Ήταν μία γνώριμη διαπλοκή, με συγκεκριμένους ρόλους και διακινητές. Υπήρχε, βρε αδερφέ, μία οικειότητα με την παρανομία και την απληστία τους. Ήταν οι δικοί μας διαπλεκόμενοι. Οι γνώριμοι διαφθορείς. Τους αποκαλούσαμε στα καφενεία με τα μικρά τους ονόματα, ο Σταύρος, ο Χρήστος, ο μπαρμπα-Γιώργος, ο άλλος ο Χρήστος, ο Φώτης και πήγαινε λέγοντας.

Ήταν η ράτσα τους. Στις εσωτερικές σελίδες υπήρχαν και διαμάντια. Όχι πάντα, αλλά τα έβρισκες. Πεφωτισμένοι αστοί κατάφερναν να συντάσσουν κείμενα πλούσια και ορθογραφημένα, σελίδες γεμάτες γνώση, πρωτοπόρες εκπλήξεις και προφητικά σχόλια. Όχι πάντα επαναλαμβάνω, αλλά τα έβρισκες. Υπήρχαν και άτομα που έσκυβαν επί ώρες στα κείμενά τους, επαγγελματίες σωστοί, όχι όλοι, αλλά υπήρχαν και έκαναν τη διαφορά. Μιλούσαν και έγραφαν σωστά.

Από την ανατολή της «Φούσκας» έως τη Δύση του ελληνικού θαύματος, εκεί μετά τους Ολυμπιακούς και με έναρξη της κατηφόρας το 2008, ανέτειλαν τα νέα, τότε, τζάκια, οι νεόπλουτοι της ρημάδας της Εκάλης, που έστησαν μαγαζιά παρέα με τους απατεώνες της «Εύφορης Μιντιακής Κοιλάδας». Τότε άρχισε το κακό, μπερδεύτηκε το σύστημα, πήρε τα πάνω του ο θεσμικός υπόκοσμος, στον Ταύρο, τη Μεταμόρφωση, το Περιστέρι, το Γηροκομείο, άρχισαν να γεμίζουν οι σελίδες σανό, το πράγμα έδειχνε πού θα κατέληγε, αλλά το σύστημα ακόμη άντεχε. Ξαφνικά βγήκε στην οθόνη το Διαδίκτυο, άπληστο, πλούσιο, ευέλικτο, γρήγορο, σύγχρονο αλλά και ψεύτικο, και παραπλανητικό, και ανυπόγραφο, και ρεζίλι, και αποκρουστικό. Το Διαδίκτυο είναι η αντανάκλαση των κοινωνιών εντός των οποίων λειτουργεί. Πρόκειται για μία σχέση απολύτως ταυτοποιημένη.

Τα «Χρόνια της Χολέρας» συσσώρευσαν τα χρέη, τα απλήρωτα συμβόλαια, τις ξεχασμένες δεσμεύσεις, τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες του θεσμικού υποκόσμου, του προηγούμενου, αφού ακόμη και η Μαφία της εξουσίας είναι τρωτή και από το χρόνο και από το ίδιο το σύστημα. Και έφτασε η στιγμή της αποπληρωμής των επιταγών, χωρίς αντίκρισμα βεβαίως. Οι επιταγές σφραγίστηκαν, οι ταμπέλες ξεθώριασαν και βγήκαν στην επιφάνεια οι οχτροί, η νέα γενιά τρωκτικών, τα νέα τζάκια, βγαλμένα κατευθείαν από τις ταινίες του Ταραντίνο. Το σύστημα, ποιο σύστημα, αυτό που τέλος πάντως αυτοαποκαλείται πολιτικό σύστημα σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία αλλά επειδή δεν είναι σύστημα ακριβώς αλλά ένα παρασύστημα, κάτι σαν παρακράτος αλλά λιγότερο σοβαρό, την πάτησε. Τώρα τρέχουν και οι νεόπλουτοι της «Εύφορης Δημοσιογραφικής Κοιλάδας» και οι μπατιρισμένοι πρώην αυλικοί, και στο ενδιάμεσο συνθλίβονται όλοι εκείνοι, όχι πολλοί, αλλά καλοί κ’ αγαθοί, που κάποτε έσκυβαν πάνω από τα κείμενά τους και μιλούσαν και έγραφαν σε καλά ελληνικά, και διάβαζαν, ναι διάβαζαν. Δεν ήταν ποτέ πολλοί αλλά ήταν εκεί και με την υπογραφή και τα μολύβια τους.

Μάταια περίμενε ο δημοσιογράφος ένα τηλεφώνημα ώστε να πάρει το αεροπλάνο, να ταξιδέψει νύχτα, να φθάσει στο γεγονός νωρίς το πρωί, να οσμιστεί την κατάσταση, να ρωτήσει, να πληροφορηθεί επιτόπου, να αποτυπώσει τα πρόσωπα, να καταλάβει, ώστε μετά να μεταδώσει το «εφήμερον» στην εφημερίδα ή το σταθμό του, με υπογραφή και άρα με ευθύνη, και να κάνει και λάθη, και να διακινδυνεύσει πρόβλεψη, όλα αυτά είναι στο παιγνίδι όταν είσαι εκεί, και ο αναγνώστης ή ο θεατής το καταλαβαίνει, το ανέχεται, ακόμη και το λάθος, αρκεί να είναι αυθεντικό.

Μπήκαμε για τα καλά στην «Έρημη Χώρα» όπου η σκονισμένη στέπα υπόσχεται μόνο κατάντια και υπερβολή. Έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν και οι αυστηροί κειμενογράφοι του εφήμερου, κατάφεραν, μερικοί, να επιβιώσουν, για να ξανασκύψουν κάποια στιγμή πάνω από το κείμενό τους και να μιλήσουν, κάποτε, ή να γράψουν, ενδεχομένως, σε καλά ελληνικά για όλα εκείνα που πονάνε. Κουράγιο.