Πολιτικη & Οικονομια

Ας ξανασκεφθούμε τον Πολιτισμό

Aς αποτελέσει τη νέα πρόκληση της εποχής μας

Βασίλης Λεβαντίδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Ευρώπη γιόρτασε πρόσφατα και φέτος τις Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς, έναν θεσμό που καθιέρωσε το 1991 το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με στόχο την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την προστασία και την ανάδειξη της κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς και ταυτότητας και το άνοιγμα στην κοινωνία πολιτιστικών μνημείων, μουσείων και αρχαιολογικών τόπων.

«Ο πολιτισμός είναι πιο σημαντικός απ΄την οικονομία» είχε παραδεχθεί κλείνοντας την ομιλία του στα εγκαίνια του νέου Μουσείου της Ακρόπολης ο τότε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζοζέ Μπαρόζο. Και είχε δίκιο. Διότι η οικονομία έχει αναφορά στην ψυχολογία της στιγμής, ενώ ο Πολιτισμός αποτελεί διαχρονική αξία και πλεονέκτημα, δημόσιο αγαθό που εκτείνεται πέρα από χρόνο και τόπο λειτουργώντας ως πρεσβευτής της Ιστορίας, της παρουσίας και των επιτευγμάτων ενός λαού. Μόνο θετικό είναι το πρόσημο που μπορεί να προσδώσει στην ανάπτυξη.

Ας ξανασκεφθούμε τον Πολιτισμό. Ας επενδύσουμε στη δυναμική που μπορεί να δημιουργήσει η «πολιτιστική βιομηχανία» στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και στη διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος. Η ιστορία του τόπου μας είναι ταυτισμένη με τον Πολιτισμό. Η Φιλοσοφία, η Ποίηση, η Λογοτεχνία, οι Τέχνες, οι Επιστήμες, η Δημοκρατία, έχουν ευθεία αναφορά στα επιτεύγματα του Ελληνικού Πολιτισμού. Τα μουσεία, τα ιστορικά και θρησκευτικά μνημεία, οι αρχαιολογικοί χώροι, το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον, είναι τα διακριτά «hotspots» της δυναμικής που μπορούν να προσδώσουν σε κάθε αναπτυξιακή στρατηγική, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο από το 20% του ΑΕΠ την καταγεγραμμένη άμεση και έμμεση συνεισφορά του Τουρισμού στην οικονομία και συμβάλλοντας στην προβολή της Ελλάδας ως διεθνούς τουριστικού προορισμού.  

Η πρόσφατη εγγραφή του αρχαιολογικού χώρου των Φιλίππων στον Κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, που ανεβάζει σε 18 τα πολιτιστικά μνημεία που έχουν αναφορά στην Ελλάδα είναι βέβαιο ότι θα συμβάλλει τόσο στην πολιτιστική όσο και στην τουριστική ανάδειξη και προβολή του σημαντικού αυτού τοπόσημου της Βόρειας Ελλάδας, όπου ιδρύθηκε η πρώτη χριστιανική Εκκλησία σε ευρωπαϊκό έδαφος από τον Απόστολο Παύλο (49/50 μ.Χ.).  

Η Ευρώπη με πλήθος μνημείων, μουσείων και θεάτρων, παραμένει ίσως ο πιο σημαντικός πολιτιστικός τουριστικός προορισμός παγκοσμίως, με τον Πολιτιστικό Τουρισμό να αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 40% του ευρωπαϊκού τουρισμού. Ένας στους τέσσερις ευρωπαίους επιλέγει προορισμό με κριτήριο την πολιτιστική κληρονομιά (έρευνα Mintel, 2010). Κατά συνέπεια, η Ελλάδα, χώρα κατεξοχήν τουριστική, μπορεί να αξιοποιήσει και να αναδείξει ένα από τα βασικά συγκριτικά της πλεονεκτήματα ενισχύοντας το διεθνές της brand name.

 Ανατρέχοντας στα στοιχεία θα δούμε ότι ο Πολιτιστικός Τουρισμός αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό 15% έναντι 8% του μαζικού τουρισμού, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (UNWTO). Η θετική αυτή προοπτική του έχει απασχολήσει έντονα τις εθνικές τουριστικές πολιτικές αλλά και πολλούς διεθνείς οργανισμούς όπως η UNESCO, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, το Συμβούλιο της Ευρώπης κ.α. Μάλιστα, στην ετήσια έκθεσή του ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι «Πολιτισμός και Τουρισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι και αμοιβαία επωφελείς ο ένας για τον άλλο», επισημαίνοντας ότι «η αξία της πολιτιστικής βιομηχανίας σε αρκετές σημαντικές οικονομίες (π.χ. ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία κ.α.), ισοδυναμεί με ποσοστό της τάξης του 3% εως 6% του ΑΕΠ τους» (OECD, Παρίσι 2009).

Σε κάθε νέα αναπτυξιακή πρωτοβουλία για τον Πολιτιστικό Τουρισμό είναι καλό να ανατρέξει κανείς σε υφιστάμενες έρευνες και μελέτες όπως της McKinsey&Company η οποία διεξήχθη το 2011 για τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) και την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, για το νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας στην επόμενη 10ετία. Επίσης, στην τριμηνιαία έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (Ι.Ο.Β.Ε.), για την Ελληνική Οικονομία, 4/12 όπου τονίζεται ότι «ο Πολιτιστικός Τουρισμός μπορεί να συμβάλλει στη μεγαλύτερη ανάπτυξη  του τουριστικού προϊόντος, άρα και της ελληνικής οικονομίας γενικότερα.» (τχ.70, Ιαν. 2013). Στην έρευνα της τριμηνιαίας έκδοσης του Κέντρου Ερευνών και Προγραμματισμού (Κ.Ε.Π.Ε.), «Οικονομικές Εξελίξεις» (τχ. 24, Ιούν. 2014), αλλά και στον Οδικό Χάρτη Υλοποίησης του Τουριστικού Σχεδιασμού 2021 του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.), ο οποίος εντάσσει τον Πολιτιστικό Τουρισμό στα έξι κύρια προϊόντα του νέου ισχυρού και διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου (12ο συνέδριο ΣΕΤΕ, «Τουρισμός & Ανάπτυξη», Οκτ. 2013).   

Η εποχή μας διαθέτει πλέον σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης που μπορούν να καταστήσουν το πολιτιστικό και το τουριστικό μας προϊόν διεθνώς ακόμη ελκυστικότερο. Η Οικονομία των Εμπειριών, οι άυλες αξίες, οι θρύλοι, οι μύθοι, οι παραδόσεις κάθε τόπου, ο πολιτισμός της καθημερινής ζωής, το μοναδικό φυσικό περιβάλλον και η ποιότητα της φιλοξενίας, μπορούν να φέρνουν τουρισμό όλο τον χρόνο.    

Ανατρέχοντας στο παράδειγμα του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, διαπιστώνουμε από τα στοιχεία ότι αυτό λειτουργεί ως ισχυρός πόλος έλξης για τον παγκόσμιο τουρισμό αφού η επισκεψιμότητά του από την έναρξη λειτουργίας του, το 2009 μέχρι σήμερα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία ξεπέρασε τα 8 εκ. επισκέπτες και βρίσκεται στην 3η θέση της λίστας με τα 50 καλύτερα μουσεία στον κόσμο (British Sunday Times, 2013).

Κατά συνέπεια και σύμφωνα με τα πορίσματα έγκυρων μελετών, η επένδυση στον Πολιτισμό με συγκροτημένο σχέδιο marketing και management, με συνέργειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και αξιοποίηση του ψηφιακού πολιτισμού, μπορεί να προσδώσει νέα πνοή στην προσέλκυση επενδύσεων αλλά και στην ανάπτυξη της πολιτιστικής αλλά και της τουριστικής επιχειρηματικότητας.

Είναι ανάγκη να διερευνηθεί με συνέπεια η επενδυτική διάσταση του Πολιτισμού. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας στον Πολιτισμό πρέπει και μπορεί να λειτουργήσει ως ατμομηχανή για την περιφερειακή ανάπτυξη, να ενισχύσει την απασχόληση και την κοινωνική ευημερία, ιδιαίτερα στην παρούσα δημοσιονομική συγκυρία. Αυτό ας αποτελέσει τη νέα πρόκληση της εποχής μας.