Πολιτικη & Οικονομια

Ιδεολογικοί ζουρλομανδύες και εποχικά ταμπού

"I cannot and will not cut my conscience to fit this year’s fashions" - Lillian Hellman

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 418
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ενίσχυση των πολιτικών άκρων που εκδηλώθηκε μαζί με την οικονομική κρίση έχει προκαλέσει μια διφορούμενη κατάσταση: από τη μία πλευρά, περιορίζεται η ελευθερία του λόγου (υπό την έννοια ότι όποιος αποκλίνει από τη λαϊκή φιλοσοφία και τις ιδέες του συρμού δέχεται επιθέσεις), ενώ από την άλλη ο καθένας λέει και γράφει ό,τι του κατεβαίνει. Ο αποπνικτικός κομφορμισμός συμβαδίζει με μια ελευθερία χωρίς ήθος: για παράδειγμα, είμαστε «ελεύθεροι» να υποστηρίζουμε τα ναζιστικά και σταλινικά εγκλήματα και να ψηφίζουμε τα κόμματα που τα εκπροσωπούν. Την ίδια στιγμή υψώνονται εναντίον της ελευθερίας της έκφρασης μια σειρά από ιδεολογικά ταμπού.

Μια διάκριση είναι απαραίτητη: υπάρχουν ταμπού που αποτελούν δομικά στοιχεία του πολιτισμού – απαγορεύεται ο φόνος, απαγορεύεται η αιμομειξία, απαγορεύεται η παιδεραστία. Παραλλήλως, υπάρχουν ταμπού που τοποθετούν όρια στην ελευθερία της έκφρασης: δεν μπορούμε να κηρύξουμε την εξόντωση των Εβραίων, των Μαύρων, των ταξιτζήδων, των ξανθών ή οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής κατηγορίας. Η προσβολή μειονοτήτων, πολιτικών ή επαγγελματικών ομάδων, είτε απαγορεύεται, είτε θεωρείται απολίτιστη συμπεριφορά.

Ο ρατσισμός, υπό την έννοια της πράξης –όχι του λόγου, όχι του κοινωνικού σχολίου– αποτελεί, τουλάχιστον από την εποχή του Ολοκαυτώματος, ένα ακόμη δομικό ταμπού – και δικαίως. Ο ρατσισμός μπορεί να οδηγήσει σε γενοκτονίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται η κριτική σε πολιτισμούς, θρησκείες, ήθη, έθιμα, ιδεολογίες και πεποιθήσεις: ωστόσο, σήμερα, μέσα στο περιβάλλον της ιδεολογικής φλυαρίας, εγείρονται φραγμοί σ’ αυτή την κριτική. Αίφνης, σατιρικά σκίτσα του Μωάμεθ προκαλούν τρομοκρατικές επιθέσεις, θεατρικά έργα κατεβαίνουν βιαίως, δημοσιογράφοι σέρνονται στη λάσπη. Η αντίθεση στο Ισλάμ αποκαλείται ισλαμοφοβία –και γιατί όχι άλλωστε– και η λέξη φορτίζεται αρνητικά, λες και το να φοβάται κανείς τον φονταμενταλισμό είναι μια στάση απαράδεκτη, ή μια αρρώστια.

Στις πλουραλιστικές κοινωνίες η κριτική (και η απόρριψη) των θρησκειών και των πολιτισμών είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Πλην όμως, τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο: σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του Τρίτου Κόσμου, που διαδέχτηκε τον μαρξισμό ως κινητήρια δύναμη των μαζών, οι λευκοί έγιναν οι «κακοί» έναντι των «καλών» πρώην αποικιοκρατουμένων – οι πρώην αποικιοκρατούμενοι είναι τα θύματα και οι βάρβαρες πράξεις τους αποδίδονται ξανά και ξανά στην αποικιοκρατία. Αλλά το μίσος του Τρίτου Κόσμου για τη Δύση δεν οφείλεται στην αποικιοκρατία και ούτε μπορεί να εκληφθεί ως «ιερό»: πρόκειται για έναν ιδεολογικό ζουρλομανδύα που τοποθετεί η αριστερά σε όσους δεν πιστεύουν ούτε στη διαλεκτική του θύτη και του θύματος, ούτε στην ισότητα των πολιτισμών.

Αναμφισβήτητα χρειάζεται κώδικας συμπεριφοράς: όπως δεν μπορούμε να ξεγυμνωθούμε καταμεσής στον δρόμο, ή να κάνουμε σεξ δημοσίως, δεν μπορούμε να καθυβρίσουμε πολίτες και ομάδες με ιδεώδη που μας φαίνονται εξωφρενικά. Ωστόσο, μπορούμε –και οφείλουμε– να επικαλούμαστε τους νόμους οι οποίοι, ευτυχώς για μας στη Δύση και στις παρυφές της, ακυρώνουν πρωτόγονα ήθη και πρακτικές. Ταυτοχρόνως, δεν οφείλουμε να αγαπάμε και να επιδοκιμάζουμε τους συνανθρώπους μας – οφείλουμε να τους ανεχόμαστε στα πλαίσια των νόμων. Ανεχόμαστε τους χριστιανούς χωρίς να πιστεύουμε στην Ανάσταση και σ’ όλα τ’ άλλα, ανεχόμαστε τους μουσουλμάνους χωρίς να πιστεύουμε στους τρελούς παραδείσους και σ’ όλα τ’ άλλα, ανεχόμαστε μια σειρά από προτιμήσεις –πολιτικές, σεξουαλικές, αισθητικές–χωρίς να μας συνδέει τίποτα μαζί τους. Όποιος δεν ανέχεται την ύπαρξη πολλαπλών επιλογών ζωής βρίσκεται σε λάθος αιώνα.

Όμως οι θρησκείες και οι ιδεολογίες δεν ανέχονται αντιρρήσεις, μολονότι η βλασφημία έπαψε να είναι κολάσιμη πράξη ήδη από το 1792. Υπάρχει πλήθος άτυπων απαγορεύσεων, υπάρχει πλήθος ζητημάτων που θεωρούνται δεδομένα, λες και η διαμάχη έχει κλείσει. Για παράδειγμα, ο φιλελευθερισμός εκλαμβάνεται ως σύστημα αντιανθρωπιστικό και αποτυχημένο: η συνηγορία του «απαγορεύεται». Όποιος διαφωνεί με τη σοβιετοποίηση των κοινωνιών χαρακτηρίζεται «αντιδραστικός», «συντηρητικός» ή «φασίστας» – έτσι κι αλλιώς, οι όροι έχουν χάσει το περιεχόμενό τους. Δημιουργείται μια ανισορροπία: καταγγέλλονται οι φασίστες, δεν καταγγέλλονται οι σοσιαλφασίστες· καταγγέλλεται το Άουσβιτς (και πάλι όχι επαρκώς εξαιτίας του «λαϊκού» αντισημιτισμού και της πολιτικής του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή), αλλά δεν καταγγέλλονται τα Γκουλάγκ. Ο Μπαντιού και ο Ζίζεκ θεωρούνται σύγχρονοι φιλόσοφοι ενώ πρόκειται για σοσιαλφασίστες.

Έτσι, στενεύει ο ιδεολογικός ζουρλομανδύας: η αριστερά ορίζει ποιο είναι το Καλό και ποιο είναι το Κακό. Η δεξιά σέρνεται πίσω της, προσπαθώντας να απαλλαγεί από την ταυτότητα του Κακού. Το αποτέλεσμα είναι η απαγόρευση της σκέψης γύρω από το έθνος (τι είναι, τι πρέπει να είναι), από τη μετανάστευση, από το κοινωνικό περιθώριο, από την ασφάλεια, από το κοσμικό κράτος (το οποίο έχει καταντήσει πολυθρησκευτικό αντί για άθρησκο) – κι αυτή η απαγόρευση αποτελεί πολύτιμο δώρο για την άκρα δεξιά.

Παραλλήλως, επικρατεί πνεύμα λογοκρισίας, αυτολογοκρισίας, παθολογίας της γλώσσας· η αστυνομία του πνεύματος υπεραπλουστεύει και εκχυδαΐζει όσες ιδέες δεν μπορεί να κατανοήσει, να ταξινομήσει και να επεξεργαστεί – λειτουργεί με βάση ιστορικά κλισέ, πεποιθήσεις που έχουν γίνει κοινός τόπος χωρίς να εξεταστούν. Βρισκόμαστε σε φάση πνευματικού παγετού, εκκωφαντικών κραυγών και άλλο τόσο εκκωφαντικής σιωπής – το αποτέλεσμα του ζουρλομανδύα.