Πολιτικη & Οικονομια

Κλινικές μελέτες, μια τεράστια χαμένη ευκαιρία για την Ελλάδα

​Μπορούν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις να συμβάλουν στην πολυπόθητη ανάπτυξη;

Μάκης Μυλωνάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αν κάποιος είχε το κουράγιο να αναλύσει τις ομιλίες όλων των Ελλήνων πολιτικών στα χρόνια της κρίσης, είμαι αρκετά βέβαιος ότι θα έβρισκε ότι η λέξη «ανάπτυξη» είναι με διαφορά εκείνη που έχει χρησιμοποιηθεί πιο πολύ, τόσο που σήμερα μάλλον κανείς δεν θυμάται τι ακριβώς σημαίνει. Συνήθως, η σχετική συζήτηση ξεκινά με την ανάγκη προσέλκυσης μεγάλων ξένων επενδύσεων, συνεχίζει με προτροπές επιστροφής στην ύπαιθρο και την αγροτική παραγωγή και ολοκληρώνεται... εντυπωσιακά με αναφορές στη νεανική επιχειρηματικότητα και στις start-up επιχειρήσεις.

Έπειτα όμως από τόσα χρόνια ύφεσης, σε κανέναν από τους παραπάνω κλάδους δεν έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδο, ίσως γιατί τελικά γύρω μας δεν έχουν αλλάξει και τόσα πολλά. Οι φορολογικοί κανόνες εξακολουθούν να αλλάζουν κάθε 5-6 εβδομάδες, η ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης παραμένει εξωφρενικά χαμηλή ενώ παράλληλα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να αδυνατεί να ενθαρρύνει το όποιο επιχειρηματικό ρίσκο.

Κυνηγώντας τη «μαγική λύση» μιας μεγάλης ξένης επένδυσης ή της σύλληψης μιας καινοτόμου ιδέας που θα γεννήσει το νέο Facebook, μικρή σημασία έχει δοθεί στην παροχή κινήτρων μεγαλύτερης ανάπτυξης στις πολλές μεγάλες επιχειρήσεις που ήδη δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, σε εκείνες δηλαδή που γνωρίζουν πια το επιχειρηματικό περιβάλλον, την κουλτούρα και το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.

Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί ο κλάδος των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, ο οποίος αποτελεί βασικό πυλώνα ανάπτυξης και εξωστρέφειας της εθνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων για το πρώτο εξάμηνο του 2016, η αξία των εξαγωγών συσκευασμένων φαρμάκων άγγιξε τα 352 εκατομμύρια ευρώ, αποτελώντας ουσιαστικό το πλέον σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν της χώρας, μετά τα πετρελαιοειδή. 

Μπορούν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις να συμβάλουν ακόμα περισσότερο στην πολυπόθητη ανάπτυξη; Φυσικά, αρκεί να πάψει επιτέλους η χώρα μας να είναι ουραγός στις κλινικές μελέτες.

Να ποιοι συμμετέχουν σε μια κλινική μελέτη για την αποτελεσματικότητα ενός νέου φαρμάκου: η φαρμακευτική επιχείρηση που χορηγεί δωρεάν το φάρμακο, το νοσοκομείο που φιλοξενεί την κλινική έρευνα, το ελληνικό πανεπιστήμιο (Ιατρική σχολή) που συνεπικουρεί την έρευνα, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και φυσικά οι ασθενείς. Το νέο και συνήθως ιδιαίτερα ακριβό φάρμακο χορηγείται δωρεάν και όλοι κερδίζουν. Καμία δαπάνη δεν προκύπτει για το Δημόσιο. Το Πανεπιστήμιο, το νοσοκομείο και το προσωπικό του αποκτούν καλύτερη τεχνογνωσία και κερδίζουν έξτρα αμοιβή για τη μελέτη ενώ κερδισμένοι φυσικά είναι και οι ασθενείς, οι οποίοι λαμβάνουν ένα απόλυτα ασφαλές και καινοτόμο φάρμακο, σε άριστες συνθήκες παρακολούθησης και νοσηλείας.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων (EFPIA), κάθε χρόνο στην Ευρώπη επενδύονται περισσότερα από 30 δισεκατομμύρια ευρώ στη φαρμακευτική έρευνα. Θα περίμενε κανείς ότι η Ελλάδα των εξαιρετικών γιατρών, των πολλών καλών νοσοκομείων και του ιδανικού ήπιου κλίματος θα απορροφούσε ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της πίτας. Δυστυχώς όμως, στη χώρα μας φτάνουν μόνο 80 εκατομμύρια ευρώ, την ώρα που ακόμα και χώρες όπως η Ουγγαρία και η Τσεχία καταφέρνουν να προσελκύσουν μεγαλύτερα κεφάλαια. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί και το Βέλγιο, το οποίο προσελκύει περίπου 2,5 δισ. τέτοιων μελετών, αριθμός που αντιστοιχεί περίπου στη μισή ετήσια φαρμακευτική δαπάνη του! Κοινώς, το Βέλγιο καλύπτει με αυτόν τον τρόπο σχεδόν το 50% των αναγκών των πολιτών του σε φάρμακα ενώ το ίδιο ποσοστό στην Ελλάδα αγγίζει μόλις το 4%!

Γιατί όμως αποτυγχάνουμε και σε αυτό τον τομέα; Για τους... γνωστούς λόγους. Ενώ στο Βέλγιο ο χρόνος έγκρισης ή απόρριψης του αιτήματος για μια κλινική μελέτη είναι περίπου 15 με 30 μέρες, στην Ελλάδα η διαδικασία μπορεί να κρατήσει και 6 μήνες, ενώ διαχρονικά μάλλον κανένας υπουργός Υγείας δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ενθάρρυνση τέτοιων επενδύσεων.

Τον περασμένο Οκτώβριο, με επιστολή του στην ελληνική κυβέρνηση, ο ΣΦΕΕ, το συλλογικό όργανο των φαρμακευτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ισχυρίζεται ότι με τις κατάλληλες κινήσεις, μπορεί να σημειωθεί τριπλασιασμός των σχετικών επενδύσεων στην Ελλάδα μέσα σε μόλις 2 χρόνια. Μιας και στα χρόνια της κρίσης οι δημόσιοι προϋπολογισμοί για την Υγεία έχουν μειωθεί δραματικά, γιατί μια τέτοια «πρόκληση» μένει αναπάντητη από το Υπουργείο Υγείας; 

Αυτά που πρέπει να γίνουν δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολα αλλά απαιτούν σοβαρή και οργανωμένη δουλειά. Αν δεν εξελιχθεί σε μια ακόμα περιττή γραφειοκρατική δομή, ίσως η ίδρυση μιας Ειδικής Γραμματείας Κλινικών Μελετών στο Υπουργείο Υγείας να βοηθούσε. Ενδεικτικά, θα πρέπει επιτέλους να αρχίσει να εφαρμόζεται το νομοθετικό πλαίσιο που καθορίζει τις διορίες έγκρισης ή απόρριψης ενός αιτήματος για κλινική μελέτη, να ενισχυθεί ουσιαστικά η Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας του ΕΟΦ, να εκσυγχρονιστεί το νομικό πλαίσιο για την ικανοποιητική αποζημίωση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού που απασχολείται –συχνά υπερωριακά– στις κλινικές μελέτες και φυσικά να εξεταστεί στα σοβαρά η παροχή κάποιων σχετικών φορολογικών κινήτρων στις φαρμακευτικές εταιρείες. 

Δεν είναι κρίμα να στερείται το ταλαιπωρημένο Εθνικό Σύστημα Υγείας πολύτιμους πόρους επειδή κάποιοι εδώ και δεκαετίες δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους;