Πολιτικη & Οικονομια

Σοσιαλισμός και νηπιοπρέπεια

Οι οικονομολόγοι της άκρας αριστεράς έχουν καθηλωθεί στις συντηρητικές ιδέες της τριτοκοσμικής λύσης

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 392
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το παρακάτω αρθρίδιο αποτελεί, για μια ακόμη φορά, έκκληση για σοβαρότητα. Οι Έλληνες έχουν παρασυρθεί από τους πολιτικούς τους σε μια σειρά από παρεξηγήσεις και, κατά συνέπεια, σε μια σειρά από παράλογες πράξεις. Οι Ευρωπαίοι απαιτούν την αποπλήρωση των δανείων μέσα σε συγκεκριμένες προθεσμίες· ελάχιστα τους ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίον θα γίνει αυτή η εξόφληση. Το μνημόνιο είναι μια πρόταση, φιλελεύθερου τύπου, σύμφωνα με την οποία εξασφαλίζονται χρήματα γι’ αυτή την εξόφληση.

Αν οι Έλληνες μπορούν να φανούν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους κατεδαφίζοντας τον «καπιταλισμό» και κτίζοντας τον «σοσιαλισμό», εμπρός λοιπόν για τον σοσιαλισμό: η Γερμανίδα καγκελάριος δεν θα ενθουσιαστεί με την ανάδυση μιας σοσιαλιστικής χώρας στις εσχατιές της Ευρώπης· το πρόβλημά της όμως αυτή τη στιγμή δεν είναι το καθεστώς μας – είναι το ότι η Ελλάδα στοιχίζει ακριβά στην Ευρώπη και η αστάθειά της επηρεάζει αρνητικά την ευρωζώνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ –το έχουμε γράψει ξανά και ξανά– παρουσιάζουν παραλλαγές μιας προοπτικής που μοιάζει υλικό πολιτικής φαντασίας· όμως, τόσες και τόσες εξελίξεις ήταν αδιανόητες προτού γίνουν πραγματικότητα... Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι γίνεται πραγματικότητα, τι θα συμβεί άραγε;

Ένα εμπόδιο για τη σοσιαλιστική κυβέρνηση θα είναι η ακατανόητη, για μας τους αντικομμουνιστές («αριστερούς» και «δεξιούς»), ασυνεννοησία  μεταξύ των δύο κομμουνιστικών κομμάτων και των υπεραριστερών ομάδων. Ας υποθέσουμε όμως ότι γεφυρώνουν τις διαφορές τους και συνεργάζονται σε μια αντικαπιταλιστική βάση. Μοιράζουν τα υπουργεία τα οποία αλλάζουν περιεχόμενο –για παράδειγμα, χρειάζεται κορμός σοσιαλιστικής οικοδόμησης: σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί μια σειρά μηχανισμών– και ξεκινούν τις επαναστατικές διαδικασίες. Αποχωρούμε από την ΕΕ (δηλαδή μας εκδιώκουν εφόσον δεν τηρούμε τα συμβόλαιά μας), επανερχόμαστε στη δραχμή και αναζητούμε καινούργιες πολιτικές και οικονομικές συμμαχίες.

Εδώ προκύπτει ένα ακόμη εμπόδιο: αυτές οι αποφάσεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν από τη μία ημέρα στην άλλη· θα χρειαστεί μακρά περίοδος εκκρεμότητας και φρενιτιώδους νομισματικής και διπλωματικής αναδιοργάνωσης. Ξέρουν οι αριστερές παρατάξεις πώς να κινηθούν ώστε να μην καταρρεύσει πλήρως το τραπεζικό σύστημα; Εκτός αν επιζητούν την κατάρρευσή του, όπως υπαινίχθηκε ο κ. Στρατούλης αποδεικνύοντας την ασχετοσύνη του. Η εθνικοποίηση δεν λύνει τα πρακτικά ζητήματα: ξέρουν οι κομμουνιστές οικονομολόγοι τι πρέπει να κάνουν ώστε να κυκλοφορεί χρήμα μεταξύ των πολιτών για να γίνονται οι στοιχειώδεις συναλλαγές; Αν καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα και οι «στοιχειώδεις συναλλαγές» θα ενσκήψει λιμός... Όχι «πείνα» – λιμός. Και, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις λιμού, θα ακολουθήσει κοινωνική βία. Η άκρα αριστερά που επαναλαμβάνει το σύνθημα «Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» φρονεί ότι η ανησυχία περί λιμού και βίας αποτελεί «κινδυνολογία» – έστω, συνεχίζω.

Προβλέπονται λοιπόν εθνικοποιήσεις των τραπεζών και των επιχειρήσεων εκτός από τις μικρές και ίσως τις μικρομεσαίες. Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος οι επιχειρηματίες να τις μεταφέρουν στο εξωτερικό – ίσως δεν μείνει τίποτα για να εθνικοποιηθεί. Πράγματι, ορισμένες επιχειρήσεις δεν μεταφέρονται: οι πρώτες ύλες –τα ορυκτά ας πούμε– και ο πρωτογενής τομέας παραμένουν «εθνικός πλούτος». Ωστόσο, για να εξορυχθούν τα μέταλλα και να καλλιεργηθεί η γη μέσω αγροτικών συνεταιρισμών χρειάζεται η οργανωμένη και ενθουσιώδης συμμετοχή όλων. Στην περίπτωσή μας, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συνεργαζόμενοι (που ίσως υπάρχουν, ίσως δεν υπάρχουν τελικά δεδομένου του αριστερού δογματισμού) θα αναγκαστούν να εφαρμόσουν μαοϊκά πρότυπα: να υποχρεώσουν τους πολίτες να επιστρέψουν στη γη, να γίνουν αγρότες και σκαφτιάδες...

Η σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν στηρίζεται στην ατομική πρωτοβουλία και στις επιθυμίες μας αλλά σ’ ένα γενικό σχέδιο το οποίο υποτίθεται ότι αφορά το γενικό καλό. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό, ο καθένας από μας θα πρέπει να εξασκήσει μια δουλειά που δεν έχει επιλέξει. Είμαστε έτοιμοι και πρόθυμοι για κάτι τέτοιο; Υπάρχει πιθανότητα να αρνηθούν οι εργαζόμενοι να εργαστούν σε εθνικοποιημένες επιχειρήσεις και να προσφέρουν τεχνογνωσία με χαμηλούς και «εξισωμένους» μισθούς. Ίσως σημειωθεί έντονη αντίδραση των μεσαίων στρωμάτων. Όπως καταλαβαίνουμε όλοι μας, οι εθνικοποιήσεις δεν γίνονται αυτομάτως, ούτε οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις μπορούν να διοικηθούν χωρίς ειδικευμένα στελέχη. Ας υποθέσουμε ότι σε κάθε επιχείρηση δημιουργούνται συμβούλια εργαζομένων: τι θα κάνουν αυτά τα συμβούλια; Πώς θα παίρνουν αποφάσεις; Με τι προσόντα; Η διοίκηση των επιχειρήσεων είναι μια επιστήμη, δεν είναι προέκταση του συνδικαλισμού.

Ας πούμε ότι δημιουργούνται συμβούλια κι ότι οι επιχειρήσεις παράγουν αγαθά. Αυτά τα αγαθά θα φτάνουν στην αγορά σε λογικές τιμές; Θα μπορούν να εξαχθούν; Σε ποιες χώρες; Πρέπει να αναζητηθούν αγορές... Χρειάζεται χρόνος γι’ αυτό – στο μεταξύ, τι γίνεται; Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, επιστρέφοντας στη δραχμή και εθνικοποιώντας βιαίως επιχειρήσεις, να σημειωθεί έλλειψη βασικών προϊόντων: ψωμιού, ηλεκτρικού ρεύματος, πετρελαίου... Πώς σχεδιάζουν τα κομμουνιστικά κόμματα να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

Έστω ότι η Ελλάδα που μπαίνει στον δρόμο που σοσιαλισμού εξασφαλίζει την υποστήριξη της Κίνας, της Βόρειας Κορέας και της Κούβας. Εδώ αναδύεται ένα ακόμη πρόβλημα: για να αντιμετωπίσει τη γεωπολιτική πίεση, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να αυξήσει, όχι να μειώσει, τις στρατιωτικές δαπάνες.

Έτσι κι αλλιώς, όταν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ κάνουν λόγο για περιορισμό των στρατιωτικών δαπανών δεν εννοούν τη δημιουργία αφοπλισμένου κράτους αλλά την αγορά όπλων από μη δυτικές πηγές. Για να προσεταιριστεί τον στρατό η σοσιαλιστική κυβέρνηση πρέπει να προβεί σε πολλές παραχωρήσεις: αλλιώς, θα επακολουθήσει πόλεμος – εμφύλιος πόλεμος.

Το κεντρικό πρόβλημα παραμένει η οικονομία. Πώς θα αντιμετωπιστεί η φτώχεια; Η υπερφορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων (εξάλλου, ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί «μεγάλα» τα μεσαία εισοδήματα) δεν αρκεί για να καλυφθούν τα κενά – δεν εννοώ τα χρέη και τα ελλείμματα προς τρίτους εφόσον τα κομμουνιστικά κόμματα, αποκόπτοντας την Ελλάδα από τη Δύση, την απαλλάσσουν από τέτοιες δεσμεύσεις. Εννοώ τα κενά στην παιδεία, στην υγεία, στη δημόσια διοίκηση, στις μεταφορές... Για να λειτουργήσουν τα σχολεία, τα νοσοκομεία, ο κρατικός μηχανισμός που εξυπηρετεί τον πολίτη (π.χ. οι υπηρεσίες του δήμου) χρειάζονται χρήματα – από πού θα προκύψουν αυτά τα χρήματα εφόσον θα έχουμε αθετήσει τις υποσχέσεις μας προς την ΕΕ; Επαναλαμβάνω: ακόμα κι αν δημευτούν οι μεγάλες περιουσίες, συμπεριλαμβανομένης της εκκλησιαστικής περιουσίας, τα κενά αυτά δεν πληρούνται αμέσως ή σχεδόν αμέσως. Χρειάζονται οι επάρατες «επενδύσεις», χρειάζεται ανάπτυξη: πώς θα επιτευχθεί αυτό;

Ακόμα και στην περίπτωση που ο ελληνικός λαός παραδώσει, δίκην πειράματος, την εξουσία στα κομμουνιστικά κόμματα, πρέπει διαρκώς να ζητείται η συναίνεσή του. Αλλιώς θα αντιδράσει βιαίως, έτσι όπως έχει διδαχθεί παραδοσιακά από το ΚΚΕ και προσφάτως τον ΣΥΡΙΖΑ. Άρα, κατά τη διάρκεια της επαναστατικής πορείας, είναι απαραίτητο να συμβαίνουν θετικά πράγματα: άνοδος του βιοτικού επιπέδου, προστασία των φτωχών, κάποιου είδους νομιμότητα, σταθερότητα και ασφάλεια... Η κατάργηση του χρηματιστηρίου, η εθνικοποίηση των τραπεζών και των επιχειρήσεων δεν εγγυώνται άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών – θα έλεγα μάλιστα ότι πρόκειται για δυο ζητήματα άσχετα μεταξύ τους.

Δεν σχολιάζω εδώ τα επιμέρους δεινά της κοινωνίας μας: τη μεταναστευτική και μουσουλμανική πίεση, την τουρκική και τη βαλκανική επιθετικότητα – τα οποία δεν αναγνωρίζονται από τα κομμουνιστικά κόμματα. Απλώς αναφέρω κάποιες διεργασίες, αναπόφευκτες σε περίπτωση σοσιαλιστικής ανατροπής, οι οποίες ίσως δεν έχουν προβλεφθεί: θα νομιμοποιηθούν όλοι οι μετανάστες; Κι αν νομιμοποιηθούν τι δουλειά θα κάνουν; Η Τουρκία θα συνεργαστεί στην οικοδόμηση του ελληνικού σοσιαλισμού ή θα βρει ευκαιρία να εκδηλώσει επεκτατικές προθέσεις; Εκτός αν πιστεύουμε ότι οι Τούρκοι εργάτες είναι σύντροφοι: Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε και τέτοια...

Τέλος, πόσο καιρό μπορούμε να παραχωρήσουμε στα κομμουνιστικά κόμματα για να συγκροτήσουν ένα πρώιμο σοσιαλιστικό κράτος που να λειτουργεί στοιχειωδώς; Πέντε χρόνια; Δέκα χρόνια; Ακόμα και με τις καλύτερες πολιτικοοικονομικές κινήσεις, ακόμα και μέσα στο ευνοϊκότερο κοινωνικοοικονομικό συγκείμενο, η σοσιαλιστικοποίηση της χώρας συνιστά μια διαδικασία εξαιρετικά περίπλοκη και χρονοβόρα. Οι ηγέτες της κομμουνιστικής αριστεράς υπόσχονται πράγματα που αδυνατούν να κάνουν – που δεν ξέρουν πώς να τα κάνουν και για τα οποία λείπουν οι απαραίτητες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες. Ακόμα κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρεσβεύει ένα υβριδικό μοντέλο, οι υπεραριστερές πιέσεις είναι, νομίζω, πολύ οδυνηρές: αν στραφεί σε πιο ρεαλιστικές λύσεις, η κομμουνιστική αριστερά θα τον κατηγορήσει για προδοσία. Στην Ελλάδα, ποτέ δεν είσαι αρκετά αριστερός ή αρκετά δεξιός: πάντοτε υπάρχει κάποιος που σε υπερβαίνει σε αριστεροσύνη ή δεξιοσύνη. Προτείνει λοιπόν ο καθηγητής Κώστας Λαπαβίτσας ο οποίος εκπροσωπεί την «ανατρεπτική αριστερά»: «Έξοδο της Ελλάδας από την ΟΝΕ, σύγκρουση με την ΕΕ και υιοθέτηση εκτεταμένου αντικαπιταλιστικού προγράμματος που θα λειτουργήσει ως παράδειγμα για τους ευρωπαϊκούς λαούς». 

Μα, με ποιες πολιτικές αρετές θα γίνουμε «παράδειγμα»; Φέραμε τη χώρα μας στο σημείο που τη φέραμε, αναδείξαμε σε θέσεις εξουσίας ανίκανους και κλέφτες και το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων θέλει απλώς την ησυχία του και τα κεκτημένα του… Συνεχίζει ο κ. Λαπαβίτσας: «Οι επιλογές της ελληνικής αστικής τάξης αποδείχθηκαν απολύτως τυχοδιωκτικές απειλώντας τη χώρα και την κοινωνία της με κατάρρευση. Πρόκειται για τεράστια ιστορική αποτυχία που οδηγεί σε νέα μορφή αποικιοποίησης της Ελλάδας […] Παρά την αδυναμία σχηματισμού ταξικής αντιπρότασης, η αντίδραση της μεγάλης πλειοψηφίας ήταν εντυπωσιακή το 2010-11. Είναι απολύτως λάθος να λέγεται ότι ο ελληνικός λαός συναίνεσε σιωπηλά στην πολιτική της τρόικας. Απεναντίας, αποδείχτηκε μαχητικός, δημιουργικός και με πλήρη συναίσθηση της κατάρρευσης της εθνικής του αξιοπρέπειας. Τον πρώτο λόγο είχε η εργατική τάξη με κύματα απεργιών και καταλήψεων που δεν σταμάτησαν ποτέ, παρά την ταχύτατη άνοδο της ανεργίας.

Εμφανίστηκαν οι πρώτες μορφές αυτοδιαχείρισης και αυτοδιοίκησης επιχειρήσεων και άλλων μονάδων, όπως νοσοκομεία, που δείχνουν τη δυνατότητα  εναλλακτικής οργάνωσης της κοινωνικής ζωής». Μα, τι λογής ανάλυση είναι αυτή; Πού βλέπει ο κ. Λαπαβίτσας την «αστική τάξη»; Πού βλέπει την «εργατική τάξη» και τους αγώνες της; Απλούστατα, το ΠΑΜΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ κινητοποιούν τους «αγανακτισμένους»: δεν είναι κίνημα αυτό – άλλο κινητοποίηση, άλλο κίνημα. Οι οικονομολόγοι της άκρας αριστεράς έχουν καθηλωθεί στις συντηρητικές ιδέες της τριτοκοσμικής λύσης: Μιρ, Μιρ, Φενταγίν, Τουπαμάρος, Βιετκόνγκ· κι αντί να συμβάλουν σε βαθιές και δίκαιες μεταρρυθμίσεις, παραπλανούν το κοινό με μεσσιανικά συνθήματα.

Μεταξύ των προβλημάτων μας συγκαταλέγεται η αναξιοπιστία μας: το πολιτικό προσωπικό δεν προέβη στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις – όχι αναγκαστικά με οδηγό το μνημόνιο, αλλά με οδηγό την απλή λογική και τους κανόνες της δικαιοσύνης. Αν, έστω τώρα, μετά από τόσα χρόνια αδράνειας, προχωρήσουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, οι σχετικές με τη διαφθορά, το πελατειακό κράτος και τους αναχρονιστικούς νόμους (όπως είναι π.χ. η ασυλία των βουλευτών, το φορολογικό σύστημα, οι παράλογες γραφειοκρατικές απαιτήσεις που εμποδίζουν την επιχειρηματικότητα), θα ξεμπλοκάρει η οικονομία και δεν θα χρειαστούν τα ανόητα και άκαρπα μέτρα που εφαρμόστηκαν. Ακόμα κι εμείς οι απλοί πολίτες κατανοούμε ότι οι πολιτικοί της εξουσίας διαπράττουν το ένα λάθος μετά το άλλο· αυτό που δεν φαίνεται να κατανοούμε αυτή τη στιγμή είναι ότι και οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης είναι επιρρεπείς, όχι μόνο σε «λάθη» αλλά σε καταστροφές, σε ναυάγια.

Αυτή τη στιγμή εκτυλίσσεται ένα ακόμη λάθος – δείχνουμε έλλειψη «μπέσας» προς την ΕΕ, ενώ οι εκλογές αποκαλύπτουν τα παραδοσιακά, εθνικά μας ελαττώματα, εκείνα που μας χαρακτήριζαν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και μετά την απελευθέρωση: χωριάτικο πείσμα, καραγκιοζιλίκια, ασυνεννοησία, εξουσιομανία των πολιτικών, άναρχο πνεύμα των πολιτών. Κοντολογίς, απουσία πολιτικού ήθους που οδηγεί στον αντισυστημικό παραλογισμό, στη συλλογική νηπιοπρέπεια.