Πολιτικη & Οικονομια

Περί εγκληματικότητας και σωφρονισμού

Η φιλολογία γύρω από την αύξηση της εγκληματικότητας στην Ελλάδα, μου θυμίζει τα αμερικανικά δυστοπικά οράματα του '70

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 381
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η αύξηση της εγκληματικότητας στην Ελλάδα, και η φιλολογία γύρω από αυτή, μου θυμίζουν τα αμερικανικά δυστοπικά οράματα της δεκαετίας του 1970: τότε, οι εγκληματολόγοι, οι δικαστές και οι δημοσιογράφοι προέβλεπαν ότι στον 21o αιώνα οι Αμερικανοί θα αποδεκατίζονταν σε διαδοχικές σκηνές μακελειού. Όμως αυτό δεν συνέβη: η εγκληματικότητα, παρά τις διακυμάνσεις της, μειώθηκε στις περισσότερες αμερικανικές μεγαλουπόλεις· σήμερα, η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, ακόμα και η φυλετικά φορτισμένη Ατλάντα είναι παιχνιδότοποι μπροστά σ’ εκείνο που ήταν από το 1965 μέχρι το 1992. Τι συνέβη;

Το ερώτημα έχει ενδιαφέρον διότι, αν στις ΗΠΑ εφαρμόστηκε μια συγκεκριμένη πολιτική εναντίον του βίαιου εγκλήματος (δολοφονίας, ένοπλης ληστείας, βιασμού) ίσως πρέπει να εφαρμοστεί και αλλού – εφόσον απεδείχθη τόσο αποτελεσματική. Αλλά και πάλι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.

Οι αμερικανικές αρχές απάντησαν στην εγκληματικότητα με εντονότερη αστυνομική καταστολή και σκληρότερες δικαστικές αποφάσεις: σημειώνω εδώ ότι η αμερικανική αστυνομική καταστολή και οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις είναι συχνά διαφορετικής τάξεως από τις ελληνικές – για παράδειγμα, στο Τέξας (που αποτελεί ακραία περίπτωση) μπορείς να βρεθείς στη φυλακή για μια πενταετία επειδή συνελήφθης να καπνίζεις (όχι να «εμπορεύεσαι») μαριχουάνα. Αυτή η αυστηρότητα, αυτή η έμμονη ιδέα του Νόμου και της Τάξης, δεν διακρίνει φυλή και ηλικία: σήμερα, στις φυλακές του Τέξας υπάρχουν 400 έφηβοι ισοβίτες.

Το Τέξας μού φαίνεται καλό παράδειγμα, παρότι ακραίο, επειδή εικονογραφεί την άποψή μου για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Οι συντηρητικοί πολίτες πιστεύουν ότι η αυστηρότητα εμποδίζει το έγκλημα, οι «αριστεροί» πολίτες πιστεύουν ότι το έγκλημα εκριζώνεται μαζί με τις κοινωνικές αδικίες – αλλά όχι: το έγκλημα συμβαίνει όπου μπορεί να συμβεί, όπου υπάρχουν οι ευκαιρίες για να συμβεί. Κοινωνικές αδικίες υπάρχουν παντού: ακόμα και στις ουτοπίες. Γιατί λοιπόν στο Τέξας, δεν λειτουργεί η αστυνόμευση και ο παραδειγματισμός μέσω των αυστηρών τιμωριών; Μεταξύ άλλων, επειδή οι πολίτες φέρουν όπλα: τα όπλα διευκολύνουν το βίαιο έγκλημα.

Αν η πολιτεία του Τέξας ήταν αφοπλισμένη, τα βίαια εγκλήματα θα ήσαν λιγότερα, χωρίς αστυνομική πίεση, χωρίς φυλακές υψίστης ασφαλείας και χωρίς καν να εκριζωθούν οι κοινωνικές αδικίες. Ένας άλλος λόγος είναι η αμερικανική δημόσια παιδεία, η οποία, παρεμπιπτόντως, μοιάζει με την ελληνική των τελευταίων είκοσι χρόνων: το δημόσιο σχολείο προσφέρει παιδεία πολύ χαμηλού επιπέδου. Όσο εκπίπτει το σχολείο τόσο θα εντείνεται η εγκληματικότητα. Στις ΗΠΑ, ο προϋπολογισμός για το σωφρονιστικό σύστημα είναι εξαπλάσιος του προϋπολογισμού για την παιδεία.

Η λύση δεν είναι η φυλάκιση, εκτός αν πρόκειται για «επαναληπτικούς» εγκληματίες που πρέπει να απομακρυνθούν από το κοινωνικό σύνολο ώστε να μην ξανασκοτώσουν ή ξαναβιάσουν. Ακόμα κι αυτή η «απομάκρυνση» πρέπει να μελετηθεί. Αν εξετάσουμε το αμερικανικό παράδειγμα, η χειρότερη πολιτική είναι η επέκταση των φυλακών και η αύξηση του πληθυσμού τους: όπως είναι γνωστό σε όλους, το σωφρονιστικό σύστημα δεν είναι «σωφρονιστικό» – αντιθέτως, πρόκειται για μια παγίδα όπου αιχμαλωτίζεται ο άνθρωπος μαζί με τον μετέωρο χρόνο του. Το αποτέλεσμα είναι η παραφροσύνη. Όποιος έχει περάσει ώρες κλεισμένος στο μπάνιο ή σ’ ένα ασανσέρ μπορεί να φανταστεί τι σημαίνει εγκλεισμός. Και παρ’ όλ’ αυτά, η απειλή του εγκλεισμού δεν φαίνεται να αποτρέπει το έγκλημα. Από την άλλη πλευρά, η φυλακή και οι φρικαλεότητες που εκτρέφει κάνουν τον άνθρωπο κοινωνικά χειρότερο· «κοινωνιοπαθή». Η φυλακή ούτε εμποδίζει το έγκλημα, ούτε «σωφρονίζει»: οι περισσότεροι παραβάτες (ιδιαίτερα οι οικονομικοί εγκληματίες) πρέπει να αναγκάζονται σε κάποια κοινωνική εργασία. Από τη φυλάκιση δεν προκύπτει κανένα όφελος – όσο για την «εκδίκηση» δεν έχει κανένα νομικό ή ηθικό περιεχόμενο.

Ποια είναι λοιπόν η λύση; Από τη θετική αμερικανική πείρα συμπεραίνουμε ότι η αστυνομική παρουσία –η απλή, καθημερινή αστυνομική παρουσία– δημιουργεί λιγότερες ευκαιρίες για βίαια εγκλήματα. Χρειάζεται μεταρρύθμιση της αστυνομικής «παρουσίας»: το ζήτημα δεν είναι η παρενόχληση χρηστών ή μικροεμπόρων ναρκωτικών, ούτε νεαρών με θορυβώδη συμπεριφορά· το ζήτημα είναι η πρόληψη του βίαιου εγκλήματος. Εξάλλου, αν οι μικροπαραβάτες απελευθερωθούν, υπό όρους, θα υπάρξει χώρος στις ήδη υπάρχουσες φυλακές για τους επικίνδυνους εγκληματίες. Ο «χώρος» αυτός πρέπει να μεταρρυθμιστεί με βάση τη νομοθεσία που εξασφαλίζει το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Το έγκλημα, όπως όλες οι ανθρώπινες επιλογές, είναι συνδυασμός προθέσεων και περιθωρίου δράσης. Αν εκδιωχθούν οι έμποροι ηρωίνης από το κέντρο της Αθήνας, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θα μεταφερθούν σε κάποιο προάστιο: μπορεί πράγματι η δουλειά τους να καταστραφεί, εν μέρει τουλάχιστον. Υπάρχει ένας κύκλος αρετής, αντίθετα από τον «φαύλο κύκλο» που έχουν μάθει να βλέπουν παντού οι πολίτες: αν οι συνεργάτες σου πάψουν να κάνουν ληστείες θα πάψεις κι εσύ. Η εγκληματική συμπεριφορά είναι εύθραυστη, συλλογική και αναστρέψιμη: αν ο δρόμος είναι καθαρός, κανείς δεν πετάει τα σκουπίδια του· αν είναι βρόμικος το πιθανότερο είναι ότι θα τα πετάξει. Αν ένα παράθυρο είναι σπασμένο, θα σπάσει ένα ακόμη παράθυρο... Για να μη σπάσει, για να μη «μεταδοθεί» η παραβατικότητα, χρειάζεται λειτουργικό σύστημα παιδείας –δηλαδή σχετικά αυστηρό ως προς τους κανόνες– και λειτουργικό σύστημα σωφρονισμού –δηλαδή σχετικά ήπιο: ακόμα και το «ήπιο», δημοκρατικό και φιλεύσπλαχνο σωφρονιστικό σύστημα είναι εφιαλτικό για οποιονδήποτε άνθρωπο.

Χρειάζεται λοιπόν αστυνομία με κοινή λογική που να μην εξαντλεί την εξουσία της σε μικροπαραβάτες· χρειάζονται δικαστές με κοινή λογική που να διατηρούν το μέτρο στην επιβολή των ποινών· χρειάζονται πολίτες που να επαγρυπνούν έναντι των συνανθρώπων τους. Το έγκλημα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την κοινωνική παθολογία: επηρεάζεται από τα κωλύματα που εγείρουμε σ’ αυτό. Για παράδειγμα, αν οι τραπεζικές κάρτες δεν χρειάζονταν το μυστικό PIN, πιθανότατα ο ένας να έκλεβε τον άλλον… Άρα, χρειάζεται ένα σχέδιο αντιμετώπισης της εγκληματικότητας – ακόμα κι ένα όχι και τόσο ευφυές σχέδιο είναι καλύτερο από την πλήρη απουσία σχεδίου.

Η ιστορία μάς δείχνει ότι ένας άνθρωπος στους χίλιους κάνει κάτι «κακό».

Η αστυνομία και το δικαστικό σύστημα έχουν λοιπόν δύο καθήκοντα: να εντοπίσουν αυτόν τον άνθρωπο (ανάμεσα σε πολλούς που ακροβατούν στο μεταίχμιο της παραβατικότητας) και να τον εμποδίσουν να ξαναβλάψει τους άλλους. Για να γίνει αυτό χρειάζεται στρατηγική και τακτική – ευτυχώς για όλους μας, δεν χρειάζεται να περιμένουμε το τέλος της φτώχειας και των ανισοτήτων, ούτε την ανάδυση καινούργιων θεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης. Τέλος, αυτή η «αριστερή» προσδοκία ανατρέπεται εύκολα: όταν ένας «αριστερός» πολίτης πέφτει θύμα ένοπλης ληστείας, μετατρέπεται σε «δεξιό» – παρά τις ενοχικές και politically correct δηλώσεις, απαιτεί την κοινωνική προστασία την οποία δικαιούται.