Πολιτικη & Οικονομια

Η εξωκοινοβουλευτική μας χώρα

Το 2003, όταν γράψαμε, ο Ηλίας Ιωακείμογλου κι εγώ, ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Αριστερή τρομοκρατία, δημοκρατία και κράτος»

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 359
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το 2003, όταν γράψαμε, ο Ηλίας Ιωακείμογλου κι εγώ, ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Αριστερή τρομοκρατία, δημοκρατία και κράτος», η τοπική, αριστερή διανόηση (δεν ξέρω πού να πρωτοβάλλω εισαγωγικά) αποδοκίμασε τις θέσεις μας γύρω από την τρομοκρατία, τον αναρχισμό και την απαξίωση των νόμων και των θεσμών. Μας χαρακτήρισε «συντηρητικούς»: στην Ελλάδα, ο όρος ακούγεται σαν βρισιά· οι Έλληνες θεωρούν τον εαυτό τους επαναστάτη. Έτσι, φτάσαμε ώς εδώ: οι νόμοι που ψηφίζονται δεν εφαρμόζονται· τα πλήθη φασκελώνουν το Κοινοβούλιο· πολιτικοί της κοινουβουλευτικής αριστεράς υιοθετούν αντιεξουσιαστικές θέσεις απειλώντας τις εκλεγμένες κυβερνήσεις με «ανατροπή». Oι βουλευτές χρησιμεύουν μόνο για να εκπληρώνουν ρουσφέτια. Όταν δεν τα εκπληρώνουν προπηλακίζονται.

Το 1967, η εύθραυστη ελληνική δημοκρατία που είχε αναπτυχθεί σε μετεμφυλιακό και ψυχροπολεμικό κλίμα καταργήθηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα. Το πραξικόπημα ήταν αναμενόμενο κι επειδή οι Έλληνες δεν έχασαν κάτι που θεωρούσαν πολύτιμο –το Κοινοβούλιο– αποδέχτηκαν λίγο-πολύ αυτή τη μοίρα. Εξάλλου, λόγω της ευνοϊκής διεθνούς οικονομικής συγκυρίας, το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε και δημιουργήθηκε η βάση για τον τρόπο ζωής του νεόπλουτου, πρώην οικονομικά και σεξουαλικά πειναλέου, Νεοέλληνα. Αν η κυβέρνηση των συνταγματαρχών του 1967 δεν είχε προχωρήσει σε διώξεις και βασανισμούς πολιτών, η μάζα θα ήταν ευχαριστημένη: οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί ήταν, έτσι κι αλλιώς, μισεροί και διεφθαρμένοι.

Ωστόσο, από το 1974 οικοδομήθηκε μια δημοκρατία δυτικού τύπου, αβασίλευτη, ανεκτική και επιτρεπτική: όλα τα κόμματα που πιστεύουν στο δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά και όλα όσα δεν πιστεύουν, δρουν ελεύθερα. Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί η πολιτική ασκείται στον δρόμο, εξωκοινοβουλευτικά και αντικοινοβουλευτικά; Γιατί οι νόμοι που ψηφίζονται μένουν στα χαρτιά; Με ποια λογική και δικαίωμα βουλευτές απειλούν ότι το αποτέλεσμα των κοινοβουλευτικών ψηφοφοριών θα ανατραπεί από το «κίνημα»; Σε τι χρησιμεύουν τα νομοθετικά σώματα αν η νομοθεσία κρίνεται έξω απ’ αυτά και εναντίον τους;

Η πολιτική σκέψη στην Ελλάδα έχει προσκολληθεί στο 1860: η ρητορική των εκπροσώπων «του δρόμου» (ΚΚΕ, Σύριζα, αναρχικές ομάδες) θυμίζουν την κοσμοαντίληψη του Εμμανουήλ Δαδάογλου που έστησε οδοφράγματα στην Καπνικαρέα. Αλλά το 1862, η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν πολύ διαφορετική: η μοναρχία του Όθωνα –όλοι θα συμφωνήσουμε, εκτός αν είμαστε εντελώς ανόητοι– δεν μοιάζει με το σημερινό καθεστώς. Η μηχανιστική μεταφορά ιστορικών δεδομένων προκαλεί τερατώδεις ερμηνείες και αντιστοίχως τερατώδεις πράξεις: η Ελλάδα έφτασε στο σημείο της πτώχευσης και της διάλυσης επειδή οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης και της αντι-εξουσίας ήταν και είναι το ίδιο ανίκανοι με τους πολιτικούς της εξουσίας. Κοντολογίς, αν πρόκειται να φασκελώσουμε το Κοινοβούλιο –όπως συνηθίζουμε– ας φασκελώσουμε ταυτοχρόνως τον εαυτό μας.

Με τα φάσκελα πάντως δεν πρόκειται να πάμε μπροστά. Η περιφρόνηση των θεσμών δικαιολογείται μόνο στο πλαίσιο της αναρχίας: όταν δηλαδή αυτοί οι θεσμοί έχουν καταλυθεί προς όφελος μιας χαρούμενης αυτοοργάνωσης. Είμαστε μακριά απ’ αυτό – πολύ μακριά: υπάρχει κράτος, υπάρχουν όργανα του κράτους, υπάρχουν συστήματα. Και όλα πρέπει να ενισχυθούν, να γίνουν δικαιότερα και πιο ευέλικτα: όποιος επιζητεί την κατάργησή τους ζει ακόμα στην εποχή των αναρχο-σοσιαλιστών προτροπών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Τότε υπήρχαν μεγάλες προκλήσεις, εξελίξεις που περίμεναν να συμβούν: το εργατικό δίκαιο, η νομοθεσία για την ισότητα ανδρών-γυναικών, η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, ο χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος…

Ποιες είναι οι προκλήσεις σήμερα; Για πολλούς εκπροσώπους «του λαού» που δεν σέβονται ούτε το σύνταγμα, ούτε το κοινοβούλιο, διανύουμε την εποχή, αν όχι του Δαδάογλου, τουλάχιστον του Κιλελέρ. Η ανάλυση της σύγχρονης κοινωνίας επηρεάζεται ακόμα από τον αναρχοσυνδικαλισμό – μέχρις εκεί φτάνουν οι σημερινοί επαναστάτες του γλυκού νερού: η εξέλιξη της πολιτικής σκέψης μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τούς διαφεύγει εντελώς, εκτός αν αποτελεί αναμάσημα της προπολεμικής σκέψης. Πράγματι, υπάρχουν μερικές ομάδες που εμπνέονται από πιο πρόσφατα γεγονότα: από εκείνα του Μαΐου του 1968, τα οποία όμως αντιστοιχούσαν σε μια δημοκρατική κοινωνία πιο προηγμένη από τη δική μας.

Η καταφρόνηση των δημοκρατικών θεσμών (που εκφράζεται, μεταξύ άλλων, από την όλο και μεγαλύτερη αποχή από τις εκλογές) είναι παλιά όσο οι δημοκρατικοί θεσμοί: το ΚΚΕ, στη διάρκεια της ιστορίας του, απείχε από εκλογικές διαδικασίες – με τρομακτικές συνέπειες (χωρίς να αναλάβει ποτέ την ευθύνη αυτών των συνεπειών). Όσο για τις αναρχικές ομάδες καλούν σε εκλογικές απεργίες· αν δεν καλούσαν δεν θα ήταν αναρχικές. Ωστόσο, η στάση του κ. Χαλβατζή στην ψήφιση του νομοσχεδίου για την ανώτατη παιδεία μού φαίνεται υποκριτική: όταν το κοινοβούλιο ψηφίζει κάτι που μας αρέσει θεωρείται «νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων», ενώ όταν ψηφίζει κάτι που δεν μας αρέσει απειλούμε ότι θα εμποδίσουμε την εφαρμογή του…

Η πολιτική μας ζωή ήταν και παραμένει παιδαριώδης: θυμάμαι πως, όταν ήμουν φοιτήτρια, οι τροτσκιστές και οι αναρχικοί κατέβαιναν στις διαδηλώσεις με πλακάτ που έγραφαν «Κάτω το Κεφάλαιο» και «Κάτω το Κράτος». Με τα ίδια αιτήματα κατεβαίνουν και τώρα, τριάντα πέντε χρόνια αργότερα. Όμως αυτά δεν είναι «αιτήματα»: είναι εξελίξεις που μπορεί να συμβούν, ή να μη συμβούν, μέσα από άλλες εξελίξεις. Δεν μπορείς να ζητάς την κατάργηση του κεφαλαίου και του κράτους λες και πρόκειται για την παραγραφή ενός ενοχλητικού νόμου.

Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην ανεδαφικότητα και την έλλειψη σεβασμού στην πολιτική. Η συμπεριφορά μας ως πολιτών κατέληξε σε μια εξωκοινοβουλευτική δημοκρατία, σε μια χώρα που μοιάζει με ελεύθερη ζώνη όπου συνωστίζονται τα κουρέλια της επαναστατικής ιστορίας: παλαιομαρξιστές, αριστεροδεξιοί, ξεχασμένοι χίπις, αναρχοφασίστες, αναρχο-ληστές και γνωστοί-άγνωστοι κουκουλοφόροι. Όλοι αυτοί και μερικοί άλλοι ευθύνονται για την έκπτωση του λαϊκού και εργατικού κινήματος σε όργια βανδαλισμού –όπως συνέβη στο Πολυτεχνείο το 1995– ή σε φαιδρότητες, όπως είναι οι μαζικές εκδηλώσεις απείθειας εναντίον του αντικαπνιστικού νόμου ή της πληρωμής των διοδίων.

Σήμερα το μείζον ζήτημα δεν είναι ο αυταρχισμός του κράτους –που αποτελεί την έμμονη ιδέα των αναρχικών (επειδή πιστεύουν στην κατάλυσή του) και των κομουνιστών (επειδή πιστεύουν στο «σοσιαλιστικό» κράτος)– αλλά η επιβίωση σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Με το να εξαντλείται το κοινό σε εκδηλώσεις οργής και μίσους το πρόβλημα επιδεινώνεται· με το να αποδίδονται ευθύνες στους «λακέδες του ιμπεριαλισμού» χάνεται ο προσανατολισμός μας· με το να δείχνουμε κατανόηση και επιείκεια σε πράξεις ατομικής και συλλογικής τρομοκρατίας –αρκεί να είναι «αριστερή»– υποπίπτουμε σε σφάλμα της λογικής.