Πολιτικη & Οικονομια

Βασιλικοί γάμοι και «εθνική ταύτιση»

Για τους περισσότερους Ευρωπαίους, ο θεσμός της μοναρχίας, ιδιαίτερα της βρετανικής, έχει σκοτεινό περιεχόμενο

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 345
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
14058-31502.jpg

Για τους περισσότερους Ευρωπαίους, ο θεσμός της μοναρχίας, ιδιαίτερα της βρετανικής, έχει σκοτεινό περιεχόμενο–ποιος είναι τελικά ο πολιτικός της ρόλος;– και γελοία μορφή: ασυνάρτητα βασιλικά καπέλα, καρό ταγιέρ, άμαξες και χαιρετούρες· χλιδή, παραδόσεις, εθνικό κουτσομπολιό. Πριν από σαράντα χρόνια, η ροκ μουσική και το κύμα του πανκ –μόδα, συμπεριφορά, υποκουλτούρες– αμφισβήτησε θεαματικά, για πρώτη φορά μετά το «ρεπουμπλικανικό επεισόδιο» του Κρόμγουελ, τη βρετανική μοναρχία. Αλλά τα «παλιόπαιδα» μεγάλωσαν: εξάλλου, η κριτική τους στον θεσμό και στα πρόσωπα ήταν επιφανειακή – ακόμα χειρότερα, έμοιαζε με το «ρεπουμπλικανικό επεισόδιο» του 1659 που κατέληξε σε βραχύβια δικτατορία.

Αντιθέτως προς τους ηπειρωτικούς Ευρωπαίους, οι Βρετανοί σέβονται και θαυμάζουν τον θεσμό της μοναρχίας και τα πρόσωπα που τον συνθέτουν. Όπως σε όλο τον κόσμο, τόσο ο θεσμός όσο και τα πρόσωπα έχουν γράψει αιματηρή ιστορία: συνωμοσίες, φονικές μηχανορραφίες, κατάχρηση εξουσίας, εκτελέσεις, εκμετάλλευση των φτωχών. Όμως ο τρόπος με τον οποίον διδάσκεται η ιστορία στη Βρετανία είναι κάθε άλλο παρά απομυθοποιητικός: χωρίς να αποκρύπτονται τα γεγονότα τοποθετούνται μέσα στο κοινωνικό τους πλαίσιο και αποδυναμώνονται – γίνονται παραμύθι με πριγκίπισσες, όπου, πράγματι, κυλάει ένα δάκρυ και μια σταγόνα αίμα.

Ο γάμος «του Γουίλιαμ και της Κέιτ» φέρνει στο προσκήνιο παλιές και γνωστές αλήθειες για τον βρετανικό λαό, για τα μέλη της βρετανικής κοινωνίας του θεάματος: η βασιλεία –η ιστορία της, η καθημερινότητά της, οι περιπέτειές της– είναι το «όπιο» αυτού του λαού. Υπό την έννοια ότι δημιουργεί μαζική αποβλάκωση και την ίδια στιγμή συγκίνηση, μέθη, ψυχική ανάταση: συναρπάζει, ερεθίζει την περιέργεια και τη φαντασία, προκαλεί οράματα. Ο πλούτος και η επίδειξή του δεν γίνονται αντικείμενα φθόνου: οι Βρετανοί αναγνωρίζουν στους βασιλείς το ιστορικό τους δικαίωμα – και δεν είναι λίγοι όσοι το θεωρούν θεόσταλτο. Το σύστημα των τάξεων γίνεται απολύτως αποδεκτό μαζί με τα κωμικοτραγικά στοιχεία που προκύπτουν από την ακινησία του μέσα στον χρόνο: λέσχες για ευγενείς, κυνήγι της αλεπούς, τελετουργικά τσάγια. Και δυο κοινοβουλευτικά σώματα, απόδειξη της βρετανικής ειλικρίνειας, όχι της «υποκρισίας» όπως φρονούν μερικοί Ευρωπαίοι.   

Οι Βρετανοί δεν θεωρούν τη βασιλεία «εθνική σπατάλη»: αντιθέτως, πιστεύουν, όχι εντελώς άδικα, ότι δημιουργεί πλούτο (που «στάζει» προς τα χαμηλότερα στρώματα) και ότι διαχειρίζεται αποδοτικά την τεράστια περιουσία της. Παρέχει δουλειά σε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που στρέφονται γύρω από τις δραστηριότητές της (προμηθευτές, προσωπικό κτλ) και τονώνει την κατανάλωση: για παράδειγμα, το 1981, 600.000 βρετανικά νοικοκυριά αγόρασαν έγχρωμους τηλεοπτικούς δέκτες για να παρακολουθήσουν τη γαμήλια τελετή Καρόλου-Νταϊάνας. Για τους Ευρωπαίους μια τέτοια κίνηση φαίνεται παράλογη και δουλοπρεπής: το να αγοράζεις έγχρωμο δέκτη για να δεις το μουντιάλ αποτελεί σίγουρα «δημοκρατικότερη» συμπεριφορά. Ωστόσο, και το μουντιάλ μπορεί να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της αποβλάκωσης, στην παράδοση του άρτου και των θεαμάτων. Όταν ο άρτος δεν επαρκεί, εντείνονται τα θεάματα. Φάτε μάτια ψάρια.

Με την ευκαιρία λοιπόν του γάμου του Γουίλιαμ και της Κέιτ φανερώνεται, για μια ακόμη φορά, η δημοτικότητα της γηραιάς βασίλισσας Ελισάβετ –η οποία στερείται, νομίζω, οποιουδήποτε χαρίσματος (ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες)– καθώς και η λαϊκή ικανοποίηση για τη σχετική προσαρμοστικότητα που δείχνουν, αναγκαστικά και με χαρακτηριστική καθυστέρηση, οι κύκλοι της μοναρχίας. Ο πρίγκιπας παντρεύεται μια κοπέλα της αστικής τάξης: ας μην το παρακάνουμε, δεν παντρεύεται μια εργάτρια της κλωστοϋφαντουργίας...

Παρ’ όλ’ αυτά, οι Βρετανοί είναι ενθουσιασμένοι: ο έρωτας δεν γνωρίζει ταξικά σύνορα! Αυτή η ρομαντική ιδέα τρέφει τα πλήθη ακριβώς όπως τρέφει τα παιδιά που διαβάζουν παραμύθια με πρίγκιπες. Η βασιλική οικογένεια –παιδιάστικη η ίδια– μεταμορφώνει με την παρουσία της ολόκληρο το νησί σε νηπιαγωγείο. Συμπαρασύρει μάλιστα το παγκόσμιο κοινό που βλέπει τηλεόραση, διαβάζει εικονογραφημένα περιοδικά για διασήμους και χειροκροτεί «συμπαθητικές» ταινίες όπως «Η Βασίλισσα» και «Ο λόγος του βασιλιά». Η μοναρχία φαίνεται ανώδυνη, καλοήθης και της μόδας. Κι όμως το πράγμα είναι λίγο πιο σύνθετο.

Οι Βρετανοί αναζητούν ελπίδα στον θεσμό – μια ελπίδα μυστικιστική. Όσοι αντιτίθενται στη μοναρχία (15-25% του πληθυσμού) σχολιάζουν την «προκλητική» μεγαλοπρέπεια των τελετουργιών: οι πολίτες όμως επιζητούν αυτή τη μεγαλοπρέπεια· την οικειοποιούνται μέσα από το θέαμα, τη θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι της μικρής τους χώρας και σημάδι της αίγλης της. Επίσης, «ταυτίζονται» μαζί της: παρά την ευπαθή οικονομική κατάσταση σήμερα («ευπαθής» ήταν και το 1981) οι Βρετανοί θα απογοητεύονταν αν οι πριγκιπικοί γάμοι γίνονταν διακριτικά και με ταπεινότητα. Το πομπώδες είναι καθησυχαστικό: όλα φαίνονται στη θέση τους.

Ένα άλλο ζήτημα σχετίζεται, νομίζω, με ένα είδος εθνικού χαρακτήρα. Οι Βρετανοί επιθυμούν τη «συνέχεια», όχι τις ρήξεις. Η βασιλεία εγγυάται αυτή τη συνέχεια, τη σταθερότητα, τη βρετανικότητα: ακόμα κι αν η Βρετανία φτωχύνει, ποτέ δεν θα πτωχεύσει... Και παρότι οι βασιλείς «βρετανοποιήθηκαν» μόλις προσφάτως (η βασίλισσα Βικτορία έκανε λάθη στα αγγλικά – θα μπορούσαμε να μιλήσουμε μάλλον για «γερμανικότητα» παρά για «βρετανικότητα») εγγυάται, στα μάτια τους, την ενωμένη Βρετανία που αγκαλιάζει την Κοινοπολιτεία. Αυτή είναι η λογική που δεν είναι λογική αλλά μαζική ψευδαίσθηση. Σ’ αυτή την ψευδαίσθηση προστίθεται ο μύθος ότι οι βασιλείς δεν κατέχουν εκτελεστική εξουσία: πράγματι, σύμφωνα με το σύνταγμα, αν το κοινοβούλιο αποφασίσει την κατάργηση της μοναρχίας, οι βασιλείς πρέπει να υπογράψουν τον νόμο και να παραιτηθούν. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άμοιροι εξουσίας: σε επίπεδο μορφής το πολιτικό σύστημα της Βρετανίας παραμένει απαράλλακτο εδώ και τριακόσια χρόνια· στα χαρτιά η βασίλισσα «διαλύει» το κοινοβούλιο, «επιλέγει» τον πρωθυπουργό (σύμφωνα με τα αποτελέσματα των εκλογών), αποτελεί τον «αρχηγό» του κράτους και της εκκλησίας. Η εξουσία των μοναρχών είναι συμβολική και ηθική – και ενισχύεται ανυπολόγιστα από τον πιο τερατώδη προπαγανδιστικό μηχανισμό στον κόσμο. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ