Πολιτικη & Οικονομια

Συνηγορία του δικομματισμού

Tο πολιτικό μας σκηνικό είναι ασυνάρτητο

Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στα προηγμένα κοινοβουλευτικά συστήματα δύο κόμματα αρκούν· όχι μόνο δεν χρειάζονται περισσότερα, αλλά συνήθως αποβαίνουν επιβλαβή: προκαλούν αστάθεια, τροφοδοτούν νοοτροπία διχοστασίας. Εξάλλου, δεν χωρούν περισσότερα: οι κατακερματισμένες κοινωνίες δεν μπορούν να κυβερνηθούν· αναδεικνύοντας υπερβολικά τις διαφορές τους (ταξικές, ιδεολογικές, πολιτιστικές, συντεχνιακές, προσωπικές) αποτυγχάνουν να επιλύσουν ζητήματα που απαιτούν κοινή λογική. Ο πολυκομματισμός, εκτός του ότι καθρεφτίζει κοινωνίες πολλαπλών και συχνά ποταπών πολιτικών φιλοδοξιών (αρχηγίσκων, τοπικιστών κτλ) περιλαμβάνει, μοιραία, σχηματισμούς που δεν εντάσσονται στο κοινοβουλευτικό σύστημα: κομμουνιστικά κόμματα· αναρχοειδείς, φασιστικές και φασιστοειδείς συμμορίες. Επίσης, ακριβώς επειδή ο πολυκομματισμός τρέφεται από τις αντιγνωμίες –που ίσως είναι ιδεολογικές, αν και συνήθως σχετίζονται με τη συμμετοχή στην εξουσία– δεν προωθεί την ενότητα σε κοινές, ευρείες πλατφόρμες όπου μπορεί να συνυπάρξει, αρμονικά, μια ποικιλία αποχρώσεων.

Στον σύγχρονο κόσμο έχουν διαμορφωθεί δύο τάσεις διακυβέρνησης και διαχείρισης των τοπικών και παγκόσμιων προβλημάτων: η «φιλελεύθερη» και η σοσιαλδημοκρατική. Η «τρίτη λύση» είναι είτε υβριδική, είτε ουτοπικο-ολοκληρωτική. Στο πλαίσιο αυτών των δύο τάσεων που παίρνουν διαφορετικές μορφές στην κάθε χώρα (χριστιανοδημοκράτες-σοσιαλιστές, ρεπουμπλικανοί-δημοκράτες, συντηρητικοί-εργατικοί) χωρούν ομάδες και άτομα με διαφοροποιημένη ιδεολογική ατζέντα την οποία έχουν τη δυνατότητα να προωθήσουν χωρίς να προκαλέσουν διάσπαση και δημιουργία νέων κομμάτων.

Το δικομματικό σύστημα είναι, νομίζω, ένδειξη πολιτικού πολιτισμού, υπό τον όρον να υποστηρίζεται από δημοκρατικούς θεσμούς – από δημοκρατικό Σύνταγμα και από δημοκρατικό εκλογικό νόμο που να προστατεύει τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Σε τέτοιες συνθήκες, τα δύο μεγάλα κόμματα γίνονται αυτό που είναι, από τη φύση τους, όλες οι μεγάλες συγκεντρώσεις σκεπτομένων ανθρώπων: συνδυασμoί ποικιλομορφίας και συμφωνίας σε θεμελιώδη ζητήματα· δημοκρατικοί συμβιβασμοί, δημοκρατικές συνθέσεις.

Έχει παρέλθει η εποχή όπου ήταν επιθυμητός ο πολυκομματισμός: τα αιτήματα των κομμάτων ειδικού σκοπού, π.χ. των οικολογικών, των φεμινιστικών, των ακτιβιστών διαφόρων κατευθύνσεων, πρέπει και μπορούν να ενσωματωθούν στους μεγάλους κομματικούς σχηματισμούς. Δεν νοείται αριστερό κόμμα σήμερα χωρίς οικολογικό πρόγραμμα, ή χωρίς αιτήματα εναντίον των διακρίσεων των ομοφυλοφίλων: η πολιτική ωρίμανση είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία κατά την οποία αιτήματα που στο παρελθόν προωθούνταν με ιδιαίτερη κομματική «στράτευση» εντάσσονται, επιτέλους, στην προαναφερθείσα κοινή λογική, άρα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας ευρύτερης ιδεολογικής πλατφόρμας.

Στον σύγχρονο κόσμο και στις ανεπτυγμένες χώρες δεν σημειώνονται πλέον σαρωτικές εκλογικές νίκες και ογκώδεις πλειοψηφίες που σκέφτονται με τον ίδιον τρόπο ή αποθεώνουν έναν και μοναδικό ηγέτη. Οι σαρωτικές εκλογικές νίκες και οι ογκώδεις πλειοψηφίες είναι φαινόμενο προ-νεωτερικών κοινωνιών και αποτέλεσμα περιόδων νοσηρότητας, όπως π.χ. μετά από δικτατορίες και πολέμους ή πριν από δικτατορίες και πολέμους. Σήμερα, οι αποφάσεις κρίνονται σε μια λεπτή γραμμή.

Έρχομαι στη δική μας περίπτωση: από το 1974, τα δύο μεγάλα κόμματα που διαμορφώθηκαν ακολούθησαν συγκλίνουσες πορείες, ενώ αναπτύχθηκαν δευτερεύοντα λαϊκιστικά, κρατιστικά και συντηρητικά αντικοινοβουλευτικά κόμματα. Το ΠΑΣΟΚ ήταν το κόμμα με τις κακές ιδέες, η ΝΔ ήταν το κόμμα χωρίς ιδέες. Θα είχαμε αποκτήσει ένα συνετό δικομματικό σύστημα αν το ΠΑΣΟΚ έπαιρνε το σχήμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και η ΝΔ το σχήμα της σύγχρονης κεντροδεξιάς. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Το αποτέλεσμα είναι η σημερινή άνθηση της fringe politics, όπου, μέσα στο κοινοβούλιο κάθονται άνθρωποι που ονειρεύονται να το τινάξουν στον αέρα. Πολλοί από αυτούς συμμετέχουν, παραδόξως, στην κυβέρνηση.

Ο δικομματισμός που εκφράζει δύο ανόμοιες προσεγγίσεις στην οικονομία και στην κοινωνία είναι υγιής και δυναμικός όταν έχει προηγηθεί συμφωνία σε μια σειρά από θεμελιώδη ζητήματα. Δηλαδή, πρόκειται μάλλον για ποσοτικές, παρά για ποιοτικές ρυθμίσεις: πόσο «κράτος» επιθυμούμε; Πόση «πρόνοια»; Πόση εργασία; Τι προσανατολισμούς θα προσδώσουμε στην παιδεία; Πόσο ανοιχτή θα είναι η κοινωνία μας; Τι θα περιέχει το συμβόλαιο μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων; Αν δεν έχουμε συμφωνήσει σε θεμελιώδη ζητήματα, η φωνή του δρόμου (η συνήθως άναρθρη) μπαίνει δυναμικά στο κοινοβούλιο, δημιουργούνται αντικοινοβουλευτικά κόμματα τα οποία προσβλέπουν στη «διάβρωση του συστήματος έσωθεν» --εξού και η συμμετοχή τους στις «αστικές», τις «συστημικές» εκλογές– και, τέλος, αναπτύσσεται η fringe politics με πρόσωπα και σχηματισμούς που δεν ικανοποιούν κριτήρια σοβαρότητας.

Σε μια σύγχρονη δημοκρατία, η οποία θα έπρεπε να είναι το πρότυπο και ο στόχος μας, οι μικροί κομματικοί σχηματισμοί μπορούν να ενταχθούν σε μεγαλύτερους διατηρώντας τις διαφορές τους. Επαναλαμβάνω, με άλλα λόγια, την προϋπόθεση ότι τα μεγάλα κόμματα πρέπει να εκφράζουν τη σύγχρονη μετριοπαθή ευρωπαϊκή σκέψη: από τη μια πλευρά την κεντροδεξιά, από την άλλη τη σοσιαλδημοκρατία – κι ο καθένας, άτομο ή ομάδα, να μπορεί να διαλέγει αυτό που πιστεύει ορθότερο και αποτελεσματικότερο. Η υπογράμμιση των διαφορών ενθαρρύνει την αναχρονιστική συμπεριφορά του μπαϊρακτάρη, της κλεφτουριάς: το πνεύμα αντιλογίας, το ξεσπάθωμα, την αψηφισιά των κανόνων του μη βλάπτειν και της πλειοψηφίας. Το δημοκρατικό στοίχημα δεν έγκειται στο να διαχωρίζει κανείς τη θέση του, σύμφωνα με τη προσφιλή έκφραση των φοιτητικών αμφιθεάτρων, αλλά να μπορεί να συνεργάζεται στη βάση κοινών ιδεωδών και στόχων.

Πράγματι, το πολιτικό μας σκηνικό είναι ασυνάρτητο – αν όχι προ-νεωτερικό, σίγουρα μη ευρωπαϊκό. Προς το παρόν, έχουμε ένα αριστερό κόμμα που χρησιμοποιεί ακροαριστερή ρητορική, προβαίνει σε ακροαριστερού τύπου κοινωνικές παρεμβάσεις, αλλά εφαρμόζει, εκ των πραγμάτων, μη κεϋνσιανή οικονομική πολιτική (συνεχίζοντας το σφάλμα που κληρονόμησε)· έχουμε ένα δεξιό κόμμα που προσπαθεί να εκσυγχρονιστεί παραμερίζοντας τη δεξιά των αγροίκων – και ανάμεσα σ’ αυτούς τους ρευστούς σχηματισμούς που δεν έχουν ακόμα αποκρυσταλλωθεί, ταλαντεύονται απολειφάδια σοσιαλιστικού λαϊκισμού (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) και μικρά κεντρώα κόμματα που υπερβαίνουν σε πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο τον μέσο Έλληνα (Ποτάμι, Δράση) με αποτέλεσμα χαμηλή δημοτικότητα. Οι Έλληνες καταγγέλλουν τον λαϊκισμό αλλά δεν προσεγγίζουν μη λαϊκιστικές κινήσεις.

Τι πρέπει να γίνει: νομίζω ότι πρέπει να επιδιώξουμε αυτόν τον δικομματισμό που θα μας επιτρέψει να διατηρούμε την ατομικότητά μας στο εσωτερικό μεγάλων παρατάξεων. Όλες οι πολιτικές πρωτοβουλίες του, ας πούμε, «μεσαίου χώρου» που ελήφθησαν από το 2010 μού φαίνονται καλοπροαίρετες και χρήσιμες: τώρα, εφόσον έχει ζωντανέψει ο δημόσιος διάλογος, αυτές οι πρωτοβουλίες μπορούν να βρουν τη θέση τους είτε στο πλαίσιο του φιλελευθερισμού, είτε στο πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατίας.