Πολιτικη & Οικονομια

Τα capital controls και το δημογραφικό πλεονέκτημα του αντιμνημονιακού λόγου

Ποιοι πραγματικά έχασαν ή και καταστράφηκαν;

Μάκης Μυλωνάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα άνοιξε το δρόμο προς τις εθνικές εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν λογικά σε μερικές εβδομάδες από σήμερα, δίχως όμως να έχει ακόμα διαφανεί το ακριβές διακύβευμα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης.

Αξιολογώντας τα όσα συνέβησαν κατά την ολιγόμηνη θητεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξάρτητων Ελλήνων, ένας τρίτος αντικειμενικός παρατηρητής βάσιμα θα εκτιμούσε ότι ο απερχόμενος πρωθυπουργός θα εισέπραττε μια τεράστια πολιτική φθορά από την ολέθρια επιλογή της επιβολής περιορισμού κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα (capital controls).

Αυτή του η κίνηση αποτέλεσε τη χαριστική βολή στον ήδη εξουθενωμένο ιδιωτικό τομέα και αύξησε την ανεργία εν μέσω τουριστικής περιόδου(!), προκαλώντας μια συνολική βίαιη επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας.

Κάτι τέτοιο όμως δεν πρόκειται να συμβεί, όπως δεν συνέβη και στην περίπτωση του δημοψηφίσματος. Σύμφωνα με την ανάλυση ψήφου της Public Issue για τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ σάρωσε μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων (44,6%), των ανέργων (44,3%) και των φοιτητών (42,3%).

Oι άμεσες συνέπειες των capital controls σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες ήταν ελάχιστες, έως και μηδαμινές από τη στιγμή που αποφεύχθηκε το κούρεμα καταθέσεων. Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων καταβλήθηκαν κανονικά, οι άνεργοι παρέμειναν άνεργοι και οι φοιτητές συνέχισαν να εξαρτώνται οικονομικά από τους γονείς τους, συμπληρώνοντας το εισόδημα τους από παραδοσιακά μαύρη περιστασιακή εργασία.

Από τη στιγμή που δεν έχουν κάποια επιχειρηματική δραστηριότητα, οι τράπεζες γι’ αυτούς είναι εύλογα ταυτισμένες κυρίως με τις δόσεις των δανείων που οφείλουν, ελάχιστοι έχουν πλέον σημαντικές καταθέσεις.

Τα capital controls έγιναν αντιληπτά κυρίως ως μια κυβερνητική πολιτική... αυτοπεριορισμού στις αναλήψεις. Όχι τυχαία, σύμφωνα πάλι με ανάλυση της Public Issue, μεταξύ αυτών των κοινωνικών ομάδων το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου σάρωσε (70,9% δημόσιοι υπάλληλοι, 72,9% άνεργοι, 85,2% φοιτητές).

Η αντιστοίχιση αυτών των ποσοστών στον πληθυσμό των παραπάνω κοινωνικών ομάδων αποδεικνύει ότι ο αντιμνημονιακός λόγος, ως αίτημα μη αλλαγής του μεταπολιτευτικού status quo, απολαμβάνει ένα σαφές δημογραφικό πλεονέκτημα το οποίο δύσκολα θα ανατραπεί κατά τα επόμενα χρόνια, πόσω μάλλον από τη στιγμή που δεκάδες χιλιάδες καταρτισμένοι νέοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.

Σύμφωνα με τα επίσημα κρατικά στοιχεία, τον Μάιο οι άνεργοι ήταν 1.200.000 και μόνο οι υπάλληλοι του στενού δημόσιου τομέα ήταν λίγο περισσότεροι από 570.000, σε σύνολο μόλις 3.600.000 απασχολούμενων.

Αν μάλιστα τις πρώτες μέρες δεν είχε διαταραχθεί και η καταβολή των 2.650.000 συντάξεων, ενδεχομένως η επίδραση των capital controls στην ελληνική κοινωνία θα ήταν ακόμα μικρότερη.

Αυτοί που πραγματικά έχασαν ή και καταστράφηκαν από την αποκοπή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από το διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι είναι αναλογικά λίγοι και πολιτικά η φωνή τους θα ακουστεί ελάχιστα. Κανείς δεν θα ασχοληθεί με το ό,τι ψόφησε η κατσίκα του γείτονα χωρίς τελικά να κερδίσει κανείς τίποτα.

Το καλύτερο; Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να εισπράξει μια σημαντική πολιτική φθορά στις προσεχείς εκλογές αλλά όχι γιατί έκλεισε τις τράπεζες, όχι γιατί επέλεξε φόρους αντί διαρθρωτικών αλλαγών, όχι γιατί το όραμά του για το μέλλον της χώρας παραμένει άγνωστο. Ίσως τιμωρηθεί γιατί αυτή τη φορά στα δικά του νερά θα ψαρέψουν και οι μέχρι πρότινος σύντροφοί του, επιχειρώντας να υποσχεθούν πιο πειστικά ότι τίποτα δεν πρέπει και δεν πρόκειται να αλλάξει.

Με καύσιμο τη νοσταλγία, θα κυνηγήσουμε ξανά την ουρά μας. Διαστρεβλώνοντας το γνωστό τσιτάτο του Μαχάτμα Γκάντι, θα προσπαθήσουμε ξανά να γίνουμε η αλλαγή που δεν θέλουμε να δούμε στο μικρόκοσμο μας.