- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Το ριφιφί στην Τράπεζα Εργασίας το 1992: Η πραγματική ιστορία πίσω από τη σειρά
Η ληστεία που ξεπέρασε τα γεγονότα και έγινε μύθος
Ριφιφί: Τι συνέβη πραγματικά το 1992 στην Τράπεζα Εργασίας - Το χρονικό του ριφιφί τριάντα χρόνια μετά
Ο όρος «ριφιφί» δεν είναι ελληνικός. Καθιερώθηκε παγκοσμίως μετά την προβολή της θρυλικής ταινίας «Ριφιφί» του Ζιλ Ντασέν το 1955. Στην ταινία, μια ομάδα επαγγελματιών κακοποιών εκτελεί μια υποδειγματική ληστεία κοσμηματοπωλείου στο Παρίσι, σε μια σκηνή διάρκειας σχεδόν μισής ώρας, χωρίς διάλογο και μουσική – ένα κινηματογραφικό μάθημα ακρίβειας, υπομονής και σιωπής. Από τότε, η λέξη «ριφιφί» έγινε συνώνυμη μιας ληστείας που πραγματοποιείται με υπόγεια διείσδυση, χωρίς βία και χωρίς άμεση αντιπαράθεση.
Τον χειμώνα του 1992, διαπιστώθηκε ότι το σενάριο του Ντασέν θα αποκτούσε και εγχώρια εκδοχή. Αυτή η ξεχασμένη λέξη από τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο επανήλθε αιφνιδιαστικά στο ελληνικό λεξιλόγιο της επικαιρότητας. Δεν επρόκειτο για αναφορά σε ταινία, αλλά για την περιγραφή μιας πραγματικής ληστείας που είχε μόλις αποκαλυφθεί σε υποκατάστημα της Τράπεζας Εργασίας.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1992, η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με μια από τις πιο εντυπωσιακές και αινιγματικές ληστείες της σύγχρονης ιστορίας της. Άγνωστοι δράστες είχαν καταφέρει να αφαιρέσουν εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές (η αξία των κλοπιμαίων υπολογίστηκε τελικά κοντά στα 5 δισεκατομμύρα δραχμές) από υποκατάστημα της Τράπεζας Εργασίας στην οδό Καλλιρρόης, αφήνοντας πίσω τους ερωτήματα. Το λεγόμενο «ριφιφί της Τράπεζας Εργασίας» δεν ήταν απλώς μια ληστεία μεγάλης αξίας, ήταν ένα γεγονός που αποκάλυψε τις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος ασφαλείας, εξέθεσε τις μεθόδους της αστυνομίας και τροφοδότησε έναν αστικό μύθο που επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Η υπόθεση ήρθε στο φως ένα συνηθισμένο πρωινό Δευτέρας, όταν υπάλληλοι της τράπεζας διαπίστωσαν ότι θυρίδες είχαν παραβιαστεί και μεγάλα χρηματικά ποσά έλειπαν. Αρχικά, επικράτησε σύγχυση. Δεν υπήρχαν εμφανή ίχνη διάρρηξης από τις εισόδους, ούτε ενδείξεις βίαιης παραβίασης των συστημάτων ασφαλείας. Όσο περνούσαν οι ώρες και γινόταν η καταμέτρηση, άρχισε να γίνεται σαφές το μέγεθος της ζημιάς. Τα ποσά που είχαν αφαιρεθεί υπολογίζονταν σε εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές – ένα ιλιγγιώδες νούμερο για την εποχή, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς την οικονομική κατάσταση της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η αστυνομία κλήθηκε άμεσα και το υποκατάστημα αποκλείστηκε. Ακολούθησαν σύνθετες έρευνες.
Οι πρώτες ώρες κύλησαν σε κλίμα αμηχανία. Δεν υπήρχαν ίχνη διάρρηξης από τις εισόδους, ούτε ενεργοποίηση συναγερμών. Σύμφωνα με υποτιθέμενο εσωτερικό υπηρεσιακό σημείωμα που φέρεται να συντάχθηκε εκείνη την ημέρα, αναφερόταν χαρακτηριστικά: «Η εικόνα του χώρου δεν παραπέμπει σε βίαιη ενέργεια. Η πρόσβαση φαίνεται να έχει επιτευχθεί με τρόπο που δεν ενεργοποίησε τα υπάρχοντα συστήματα ασφαλείας». Οι αστυνομικές αρχές κατέληξαν γρήγορα στο συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο για τυχαία ή πρόχειρη ενέργεια. Όλα έδειχναν μια επιχείρηση που είχε σχεδιαστεί επί μήνες, ίσως και χρόνια.
Οι ληστές είχαν εισέλθει από τούνελ 25 μέτρων που είχαν ανοίξει από την κοίτη του ποταμού Ιλισσού ο οποίος περνάει κάτω από την οδό Καλλιρόης. Στο μήκος της διαδρομής είχαν τοποθετήσει ράγες και με ένα βαγονέτο έβγαζαν τα μπάζα έξω. Ένας αξιωματικός της Ασφάλειας, μιλώντας ανώνυμα σε δημοσιογράφο της εποχής, φέρεται να δήλωσε: «Αυτό δεν είναι δουλειά ανθρώπων της στιγμής. Όποιος το έκανε ήξερε πότε, πώς και κυρίως τι να αποφύγει. Είναι ριφιφί με την κλασική έννοια». Η ληστεία έδειχνε να είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιου σχεδιασμού, υπομονής και γνώσης των εσωτερικών λειτουργιών της τράπεζας. Οι δράστες δεν άφησαν πίσω τους σχεδόν κανένα στοιχείο. Δεν υπήρχαν δακτυλικά αποτυπώματα, δεν υπήρχαν μάρτυρες και τα τότε συστήματα παρακολούθησης είτε δεν κάλυπταν κρίσιμα σημεία είτε δεν παρείχαν αξιοποιήσιμο υλικό.
Η λέξη «ριφιφί» κυριάρχησε αμέσως στα πρωτοσέλιδα.
Καθώς οι έρευνες δεν απέδιδαν καρπούς και η πίεση της κοινής γνώμης αυξανόταν, οι αρμόδιες αρχές προχώρησαν σε ένα ασυνήθιστο μέτρο: εκδόθηκε επικήρυξη για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στον εντοπισμό των δραστών. Η επικήρυξη ύψους δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, στόχευε στο να «σπάσει» το τείχος της σιωπής. Ωστόσο, παρά τις προσδοκίες, δεν προέκυψαν αξιόπιστες πληροφορίες που να οδηγούν σε συλλήψεις. Ένας δημοσιογράφος σημείωνε χαρακτηριστικά: «Η επικήρυξη περισσότερο επιβεβαίωσε το αδιέξοδο των ερευνών, παρά το έλυσε. Κανείς δεν μίλησε. Ή κανείς δεν ήξερε».
Από νωρίς, η πιθανότητα εσωτερικής πληροφόρησης βρέθηκε στο μικροσκόπιο. Μια υποτιθέμενη μαρτυρία πρώην εργαζόμενου αναφέρει: «Δεν λέω ότι κάποιος συμμετείχε άμεσα. Αλλά υπήρχαν άνθρωποι που ήξεραν πράγματα: ώρες, αδυναμίες, ρουτίνες. Αυτές οι πληροφορίες δεν ήταν δημόσιες». Παρά τις υποψίες, καμία κατηγορία δεν στοιχειοθετήθηκε.
Για να κατανοήσει κανείς τον αντίκτυπο της υπόθεσης, πρέπει να τη δει στο πλαίσιο της εποχής. Το 1992 η Ελλάδα βρισκόταν σε περίοδο οικονομικής αβεβαιότητας. Ο πληθωρισμός, η ανεργία και η γενικευμένη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς δημιουργούσαν ένα περιβάλλον κοινωνικής έντασης. Οι τράπεζες θεωρούνταν τότε σύμβολα εξουσίας και οικονομικής ανισότητας. Έτσι, για ένα μέρος της κοινής γνώμης, η ληστεία δεν αντιμετωπίστηκε μόνο ως έγκλημα, αλλά και ως μια πράξη που προσέλαβε χαρακτηριστικά «χτυπήματος στο σύστημα». Αυτή η αντίληψη δεν άργησε να αποτυπωθεί και στον δημόσιο λόγο. Σε καφενεία, εφημερίδες και τηλεοπτικές εκπομπές, το ριφιφί σχολιαζόταν ως ένα μείγμα θαυμασμού και ανησυχίας.
Η Ασφάλεια κινητοποιήθηκε σε πλήρη κλίμακα. Εξετάστηκαν υπάλληλοι, πρώην εργαζόμενοι, τεχνικοί, ακόμα και εξωτερικοί συνεργάτες της τράπεζας. Το ενδεχόμενο «εκ των έσω» πληροφόρησης θεωρήθηκε από την αρχή πολύ πιθανό. Παρά τις ανακρίσεις και τις έρευνες, τα στοιχεία παρέμεναν αποσπασματικά. Κανένα πρόσωπο δεν μπορούσε να συνδεθεί άμεσα με την πράξη. Τα χρήματα δεν εμφανίστηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς, ούτε εντοπίστηκαν ύποπτες αγορές μεγάλης κλίμακας που θα πρόδιδαν τους δράστες. Η υπόθεση άρχισε σταδιακά να «παγώνει». Οι φάκελοι μεγάλωναν, αλλά οι απαντήσεις λιγόστευαν. Για την κοινή γνώμη, το ριφιφί άρχισε να αποκτά σχεδόν μυθικές διαστάσεις.
Τα ΜΜΕ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας της υπόθεσης. Πρωτοσέλιδα μιλούσαν για «ληστές-φαντάσματα», για «το τέλειο έγκλημα», για «μια ελληνική εκδοχή κινηματογραφικής ληστείας». Αυτή η αφήγηση, αν και αύξησε το ενδιαφέρον του κοινού, δυσκόλεψε ενδεχομένως και την έρευνα. Οι δράστες μπορούσαν να παρακολουθούν τη δημόσια συζήτηση και να προσαρμόζουν τη στάση τους αναλόγως. Παράλληλα, η υπόθεση χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για να τεθεί υπό αμφισβήτηση το επίπεδο ασφάλειας των τραπεζών στη χώρα. Πολιτικές παρεμβάσεις και δηλώσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, χωρίς όμως άμεσες και ορατές αλλαγές. Τα μέσα ενημέρωσης αγκάλιασαν την υπόθεση με πρωτοφανή ένταση. Ο χαρακτηρισμός «τέλειο έγκλημα» επαναλαμβανόταν συχνά, ενώ οι συγκρίσεις με την ταινία του Ζιλ Ντασέν ήταν αναπόφευκτες. Η αφήγηση αυτή συνέβαλε στη μυθοποίηση των δραστών. Για μερίδα της κοινής γνώμης, το ριφιφί δεν ήταν απλώς μια ληστεία, αλλά μια «έξυπνη» πράξη απέναντι σε έναν απρόσωπο θεσμό.
Με τα χρόνια, το ριφιφί της Τράπεζας Εργασίας πέρασε από το πεδίο της επικαιρότητας στο πεδίο της μνήμης. Δεν υπήρξε μια θεαματική εξιχνίαση, ούτε συλλήψεις που να κλείσουν οριστικά την υπόθεση στο συλλογικό φαντασιακό. Αν και η υπόθεση δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, ο αντίκτυπός της υπήρξε ουσιαστικός. Οι τράπεζες άρχισαν να επενδύουν περισσότερο σε σύγχρονα συστήματα ασφαλείας, ενώ οι αστυνομικές υπηρεσίες αναθεώρησαν πρωτόκολλα και διαδικασίες. Ένα εσωτερικό έγγραφο αξιολόγησης κατέληγε: «Το περιστατικό της Τράπεζας Εργασίας κατέδειξε ότι ο σχεδιασμός και η πληροφορία μπορούν να υπερκεράσουν την τεχνολογία». Η αστυνομία αναθεώρησε διαδικασίες, ενώ η υπόθεση διδάχθηκε ανεπίσημα ως παράδειγμα για το πώς ένα έγκλημα μπορεί να στηθεί χωρίς θόρυβο, αλλά με τεράστιες συνέπειες.
Τριάντα και πλέον χρόνια μετά, το ριφιφί της Τράπεζας Εργασίας παραμένει ένα άλυτο κεφάλαιο. Όπως και στην ταινία του Ζιλ Ντασέν, έτσι και στην πραγματικότητα, η σιωπή υπήρξε το ισχυρότερο όπλο. Ίσως γι’ αυτό η υπόθεση εξακολουθεί να συναρπάζει: επειδή κινείται στο όριο ανάμεσα στο πραγματικό έγκλημα και τον κινηματογραφικό μύθο. Ένα ριφιφί που δεν ακούστηκε ποτέ, αλλά συνεχίζει να αντηχεί στη συλλογική μνήμη.
Η τηλεοπτική σειρά με θέμα το ριφιφί της Τράπεζας Εργασίας έχει τον τίτλο «Ριφιφί» και αποτελεί παραγωγή της COSMOTE TV, σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Τσαφούλια και σενάριο των Βασίλη Ρίσβα και Δήμητρας Σακαλή. Πρόκειται για μια σειρά μυθοπλασίας έξι επεισοδίων, βασισμένη ή εμπνευσμένη από τα γεγονότα της μεγάλης ανεξιχνίαστης ληστείας στην Τράπεζα Εργασίας το 1992 στην Αθήνα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η σειρά βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά αλλά τα αναδιαμορφώνει δραματουργικά, με σκοπό να εξερευνήσει όχι μόνο τα γεγονότα της ληστείας αλλά και τις ανθρώπινες ιστορίες και τα κίνητρα πίσω από τους χαρακτήρες.
→ Ακούστε εδώ τα Podcast Criminal minds | Διάσημα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα και τον κόσμο
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Συνεχίζεται το θρίλερ με τον θάνατο του βρέφους στο κρεβάτι των γονιών του
Η κατηγορία που τη βαρύνει είναι αυτή της ανθρωποκτονίας διά παραλείψεως με ενδεχόμενο δόλο
Η ληστεία που ξεπέρασε τα γεγονότα και έγινε μύθος
Έχει καταδικαστεί σε κάθειρξη 35 ετών
Ο άνδρας μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο νοσοκομείο
Η Μαρία Καρυστιανού και οι αγρότες έχουν μια μεγάλη και δυσάρεστη ομοιότητα
Ανήλικοι και νεαροί ενήλικες παγίδευαν άνδρες μέσω εφαρμογών και τους λήστευαν σε απομονωμένα σημεία
Έκκληση από την οικογένειά του
Ασθενοφόρο μετέφερε τον άνδρα στο «Τζάνειο» νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του
Η ανακοίνωση της ΣΤΑΣΥ
Ο 50χρονος αναβάτης εργαζόταν σε κτηνοτροφική μονάδα
Αποκαλύψεις για το κύκλωμα ναρκωτικών με τους ανήλικους μαθητές
«Δεν υπάρχει το σενάριο να ”καταπλακώθηκε” από εμάς», λέει μητέρα του μωρού
Νοσηλεύεται σε σοβαρή κατάσταση
Τι έδειξε η έρευνα της Opinion Poll για το αγαπημένο γλυκό των Χριστουγέννων
Η συνειδητή επιλογή της καλοσύνης δεν είναι αδυναμία, είναι δύναμη
Οι ξενοδόχοι κάνουν λόγο για πτώση που σε πολλές περιοχές αγγίζει ή και ξεπερνά το 50%
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.