- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τι κάνει πραγματικά τη διαφορά στη σχολική επιτυχία;
Εκπαίδευση με βάση τα επιστημονικά δεδομένα
Πώς μπορεί το σχολείο να επηρεάσει τη ζωή των παιδιών και τι συμβαίνει με την ελληνική εκπαίδευση
Στον δημόσιο διάλογο για την εκπαίδευση, συχνά θεωρούμε σχεδόν αυτονόητο ότι η σχολική επιτυχία των παιδιών καθορίζεται κυρίως από το κοινωνικοοικονομικό τους υπόβαθρο: το εισόδημα της οικογένειας, το μορφωτικό επίπεδο των γονιών, το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν. Αυτοί οι παράγοντες παίζουν αναμφίβολα ρόλο.. Όμως μια μεγάλη και πρόσφατη επιστημονική μελέτη από το Ηνωμένο Βασίλειο δείχνει ότι η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη — και ίσως πιο αισιόδοξη απ’ όσο συχνά πιστεύουμε.
Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα από το UK Millennium Cohort Study, μία από τις μεγαλύτερες μακροχρόνιες έρευνες για παιδιά στην Ευρώπη. Οι ερευνητές Michael O’Connell και Gary N. Marks από το University College Dublin ανέλυσαν δεδομένα από περισσότερα από 8.000 παιδιά, τα οποία παρακολουθήθηκαν από τη γέννησή τους μέχρι την εφηβεία. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί δεν μας δείχνει απλώς πώς τα πήγαν τα παιδιά σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά πώς εξελίχθηκαν μέσα στον χρόνο και ποιοι παράγοντες συνδέονται σταθερά με τη σχολική τους πορεία.
Τα αποτελέσματα ήταν σαφή: δύο παράγοντες προβλέπουν τη σχολική επίδοση πιο ισχυρά ακόμη και από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο. Ο πρώτος είναι η γνωστική ικανότητα — δηλαδή η ικανότητα κατανόησης, σκέψης και επίλυσης προβλημάτων. Ο δεύτερος είναι η ευσυνειδησία, ένα χαρακτηριστικό που έχει να κάνει με το πόσο οργανωμένο, συνεπές και επίμονο είναι ένα παιδί, αλλά και με το πόσο αναλαμβάνει ευθύνη για τη μάθησή του.
Τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη; Ότι το σχολείο έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη να επηρεάσει τη ζωή των παιδιών απ’ όσο συχνά πιστεύουμε. Αν θέλουμε πραγματικά να μειώσουμε τις εκπαιδευτικές ανισότητες, δεν αρκεί να στηριζόμαστε μόνο σε κοινωνικά μέτρα στήριξης. Αυτά είναι απαραίτητα, αλλά από μόνα τους δεν φτάνουν. Η εκπαίδευση μπορεί —και πρέπει— να καλλιεργεί τη σκέψη, την επιμονή, την αυτορρύθμιση και τις στρατηγικές μάθησης όλων των παιδιών.
Εδώ αναδεικνύεται και μια βασική αρχή που συχνά λείπει από τον δημόσιο διάλογο: η εκπαίδευση πρέπει να είναι evidence-based, δηλαδή να βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Τα παιδαγωγικά δεν είναι απλώς θέμα καλών προθέσεων ή προσωπικών απόψεων. Είναι επιστήμη, που μελετά συστηματικά τι λειτουργεί, για ποιον και κάτω από ποιες συνθήκες. Όπως δεν θα εμπιστευόμασταν μια ιατρική πρακτική χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση, έτσι δεν θα έπρεπε να οργανώνουμε το σχολείο με βάση τη συνήθεια ή την ιδεολογία.
Για την ελληνική εκπαίδευση, των επιστημονικών ευρημάτων είναι ξεκάθαρο: αν θέλουμε να μειώσουμε τις ανισότητες, χρειάζεται να επενδύσουμε σε πρακτικές που ξέρουμε ότι δουλεύουν. Λιγότερη έμφαση στην αποστήθιση και περισσότερη στη διαδικασία της μάθησης και στην καλλιέργεια της ευσυνειδησίας. Γιατί η ευσυνειδησία δεν είναι κάτι αφηρημένο — αντανακλάtai στην καθημερινότητα: στο αν το παιδί ολοκληρώνει τις εργασίες του, αν συνεχίζει να προσπαθεί όταν δυσκολεύεται, αν μπορεί να οργανώσει τον χρόνο του και να θέσει στόχους. Και το σημαντικό: σύμφωνα με τα επιστημονικά ευρήματα αυτές οι δεξιότητες δεν είναι «έμφυτες» ούτε αμετάβλητες. Μπορούν να καλλιεργηθούν μέσα από το σχολείο.
Ίσως, τελικά, το πιο δίκαιο σχολείο να μην είναι εκείνο που προσπαθεί απλώς να εξισώσει τις αφετηρίες, αλλά εκείνο που βασίζεται στη γνώση και βοηθά κάθε παιδί να αναπτύξει τις δυνατότητές του στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Και αυτό δεν είναι προσωπική άποψη — είναι συμπέρασμα που στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα.