Κοινωνια

Αντώνης Δαγκλής: Ο κατά συρροή δολοφόνος των σεξεργατριών

Οι φόνοι του προκάλεσαν τον τρόμο πάνω από τρία χρόνια στην Αθήνα

Μιμή Φιλιππίδη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Αντώνης Δαγκλής και η εξιχνίαση της υπόθεσης: Η σκοτεινή ιστορία του πιο διαβόητου σίριαλ κίλερ σεξεργατριών της Ελλάδας

Λένε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν κατά συρροή δολοφόνοι - σίριαλ κίλερ - όπως υπάρχουν στις ΗΠΑ. Σύμφωνα όμως με τον ορισμό, έτσι αποκαλείται ένα άτομο που έχει δολοφονήσει τουλάχιστον τρεις ανθρώπους σε διάστημα άνω του ενός μήνα, με τις δολοφονίες να διαπράττονται σε τρία ή περισσότερα ξεχωριστά περιστατικά. Σε διεθνείς λίστες - όχι τόσο λόγω του αριθμού των θυμάτων του, αλλά εξαιτίας της φρικιαστικής μεθόδου που ακολουθούσε - συγκαταλέγεται ο Αντώνης Δαγκλής. Είναι ο Έλληνας σίριαλ κίλερ που έμεινε γνωστός ως «ο δολοφόνος των σεξεργατριών». Θεωρώ ότι δεν ήταν ο μοναδικός, αφού και ο Κυριάκος Παπαχρόνης ο «Δράκος της Δράμας» υπήρξε επίσης σίριαλ κίλερ.

Το φορτηγάκι που εκεί μέσα δολοφονούσε τις σεξεργάτριες, ο Αντώνης Δαγκλής

Ο Αντώνης Δαγκλής, ένας από τους πιο αινιγματικούς και τρομακτικούς εγκληματίες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, είναι γνωστός όχι μόνο για την αποτρόπαια δράση του, αλλά και για την παράξενη προσωπικότητά του, που ακόμη και σήμερα προκαλεί συζητήσεις και ερωτηματικά. Η ζωή του ξεκίνησε με μια παιδική ηλικία γεμάτη παραμέληση και εγκατάλειψη. Γεννημένος το 1963, μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου η φτώχεια και οι δυσκολίες της καθημερινότητας ήταν κυρίαρχα στοιχεία. Παρά την ενδεχόμενη κακομεταχείριση από τους γονείς του, ο Δαγκλής κατάφερε να προσαρμοστεί, αλλά στην πορεία εμφάνισε τα σημάδια μιας σκοτεινής προσωπικότητας. Ένιωσε από μικρός την κοινωνική αδικία, την απογοήτευση και την αίσθηση του αδιέξοδου στη ζωή του. Ένιωθε παρίας, περιθωριοποιημένος. Αυτή η «αρρωστημένη» ψυχολογία οδήγησε σταδιακά σε μια σειρά από εγκλήματα, που άφησαν την κοινή γνώμη σοκαρισμένη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Αντώνης Δαγκλής άρχισε να σπέρνει τον τρόμο στην Αθήνα.

Η εγκληματική πορεία του ξεκίνησε γύρω στο 1993, όταν άρχισε να στρέφεται ενάντια στις σεξεργάτριες που εργάζονταν σε δρόμους και περιοχές με μεγάλη συχνότητα πελατών, κυρίως γύρω από την Ομόνοια και την πλατεία Βάθη. Ο Δαγκλής αντί να αναζητήσει μια σχέση ή έναν φυσιολογικό τρόπο ζωής με μια γυναίκα, στράφηκε στις σεξεργάτριες που έβλεπε ως αντικείμενα με σκοπό να τις εξαλείψει αφού τις θεωρούσε αναλώσιμες και «παράσιτα».

Παρακολουθούσε τα θύματά του για κάποιο διάστημα πριν επιτεθεί. Επέλεγε τις γυναίκες που βρίσκονταν πιο απομονωμένες, χωρίς κοινωνική υποστήριξη και χωρίς δύναμη να αντισταθούν. Η αίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας τον ώθησε σε αυτά τα εγκλήματα και του επέτρεψε να βιώσει έναν είδος «εκδίκησης» για τη δική του προσωπική απογοήτευση από τη ζωή. Οι πρώτες δολοφονίες του ήταν μεμονωμένα περιστατικά, χωρίς να υπάρχει έντονη σύνδεση μεταξύ τους για κάποιο χρονικό διάστημα. Η αστυνομία δεν είχε ακόμα καταλάβει ότι τα εγκλήματα συνδέονταν.

Το 1994 και 1995, ο Δαγκλής άρχισε να κλιμακώνει τις επιθέσεις του. Τα θύματα του ήταν κυρίως σεξεργάτριες και τα εγκλήματα έγιναν πιο βίαια και μεθοδευμένα. Ο τρόπος δράσης του ήταν υπολογιστικός και εξαιρετικά οργανωμένος, αφήνοντας λίγα ίχνη πίσω του. Αυτό επέτρεψε στον ίδιο να συνεχίσει χωρίς να εντοπιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το μοτίβο της δράσης του άρχισε να γίνεται σαφές: τα θύματα είχαν συνήθως κοινά χαρακτηριστικά, ήταν γυναίκες που εργάζονταν ως σεξεργάτριες και ζούσαν σε καθεστώς περιθωριοποίησης. Οι δολοφονίες ήταν ιδιαίτερα βίαιες και διαπράττονταν με μέθοδο, κάτι που έδειχνε την ψυχρή και αδίστακτη προσωπικότητα του δράστη.

Από το 1996 και μετά, οι δολοφονίες του Δαγκλή έγιναν ολοένα και πιο συχνές. Σε αυτό το σημείο, οι αρχές άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι τα εγκλήματα δεν ήταν τυχαία. Οι αστυνομικοί άρχισαν να συνδέουν τις δολοφονίες μεταξύ τους και να εντοπίζουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως τη χρήση ασφυξίας και την εντοπισμένη περιοχή δράσης. Η φρικιαστική φύση των εγκλημάτων, η οποία περιλάμβανε την άγρια κακοποίηση των θυμάτων, προκάλεσε ανησυχία στην κοινή γνώμη και στις αρχές. Μετά τους φόνους, ο Αντώνης Δαγκλής επέφερε μεταθανάτιους τραυματισμούς στα σώματα των θυμάτων, προέβαινε σε μεταθανάτια ακρωτηρίαση/διαμελισμό, κυρίως στα άκρα, τεμάχιζε τα πτώματα και πετούσε κομμάτια τους σε διάφορα σημεία της Αττικής μέσα σε σακούλες. Η κακοποίηση είχε σαδιστικό και μισογυνικό χαρακτήρα, σύμφωνα με την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της εποχής.

Τα ΜΜΕ κάλυπταν εκτενώς το θέμα, ενώ οι αστυνομικοί άρχισαν να θεωρούν ότι η δράση του δολοφόνου συνδεόταν με την καταστροφή των «παρασιτικών» στοιχείων της κοινωνίας. Η αστυνομία αδυνατούσε να τον εντοπίσει και παρά τις καταθέσεις μαρτύρων και την αυξανόμενη πίεση από τα ΜΜΕ, ο δολοφόνος παρέμενε αόρατος. Ο Δαγκλής δεν έκανε λάθη και φρόντιζε πάντα να αφήνει πίσω του ελάχιστα στοιχεία. Η αστυνομία άρχισε να συνδέει τις επιθέσεις και το πρώτο κρίσιμο στοιχείο που εντόπισαν ήταν το μοτίβο της ακριβούς ώρας και της ίδιας μεθόδου εκτέλεσης. Μέχρι το 1997, η αστυνομία είχε φτάσει αρκετά κοντά στην αναγνώριση του δολοφόνου, αλλά η σύλληψη του δεν ήρθε εύκολα.

Το 1997, ο Δαγκλής διέπραξε τη 8η δολοφονία του. Αυτό το έγκλημα προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην αστυνομία που άρχισε να επικεντρώνεται στους πιθανούς υπόπτους και να αναλύει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράττονταν οι φόνοι. Η τελική σύλληψη του Αντώνη Δαγκλή έγινε το 1997, μετά από μια επίμονη και συντονισμένη προσπάθεια των αρχών, όταν μια επιζήσασα απόπειρας δολοφονίας κατάφερε να τον αναγνωρίσει. Η αστυνομία, αφού συνέδεσε τα εγκλήματα και έκανε τη σύνδεση με το προφίλ του Δαγκλή, προχώρησε στη σύλληψή του. Η επιτυχία των αρχών στην αναγνώριση του δράστη ήρθε ύστερα από μήνες ερευνών και ανάλυσης του τρόπου δράσης του, καθώς και του σημείου που εκτελούνταν οι δολοφονίες. Η σύλληψη του Δαγκλή έκλεισε έναν κύκλο τρόμου που είχε διαρκέσει πάνω από 3 χρόνια στην Αθήνα. Όμως, η ακριβής ημερομηνία σύλληψής του παραμένει ασαφής, καθώς η αστυνομία δε δημοσιοποίησε όλες τις λεπτομέρειες της έρευνας. Ωστόσο, η σύλληψη σήμανε το τέλος της δράσης του και την αρχή μιας δικαστικής διαδικασίας που θα άφηνε το αποτύπωμά της στην ελληνική δικαιοσύνη.

Όταν ο Αντώνης Δαγκλής έφτασε στο δικαστήριο, η κοινή γνώμη είχε ήδη σχηματίσει μια σαφή εικόνα για τον τύπο του ανθρώπου που είχε μπροστά της. Η δίκη του ήταν μια από τις πιο παρακολουθούμενες στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και η κοινωνία καταδίκασε τις πράξεις του ως ακραία εγκληματικές και ανήθικες, όχι μόνο λόγω της αποτρόπαιας φύσης τους, αλλά και επειδή τα εγκλήματά του είχαν πραγματοποιηθεί σε ένα περιβάλλον όπου οι πιο αδύναμοι άνθρωποι - οι σεξεργάτριες - ήταν τα κύρια θύματα. Η σχέση του Αντώνη Δαγκλή με τη μητέρα του ήταν πολύ προβληματική και αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο στο ψυχολογικό του προφίλ. Ο ίδιος δήλωσε στο δικαστήριο πως «έβλεπε τη μητέρα του στο πρόσωπο των σεξεργατριών» που δολοφονούσε, το μίσος του για τις γυναίκες αυτές, σύμφωνα με τον ίδιο, πήγαζε σε μεγάλο βαθμό από την εικόνα της μητέρας του. Η μητέρα του εργαζόταν σε μπαρ και, όπως κατέθεσε στη δίκη, δεν είχε αποκαλύψει στον γιο της τον τρόπο ζωής της, κάτι που τον τραυμάτισε βαθιά.

Η μητέρα του Αντώνη Δαγκλή, καταθέτει στο Δικαστήριο

Ο Δαγκλής καταδικάστηκε στις 23 Ιανουαρίου 1997 σε 13 φορές ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη για τον φόνο των εννέα σεξεργατριών και για μια σειρά από άλλες εγκληματικές πράξεις.

Η καταδίκη του δεν έφερε ανακούφιση στην κοινωνία, καθώς η απορία για το πώς και γιατί είχε φτάσει να γίνει αυτό το τέρας παρέμεινε αναπάντητη. Η υπόθεση του Δαγκλή παραμένει μια από τις πιο φρικτές και αινιγματικές εγκληματικές ιστορίες στην ελληνική κοινωνία, καθώς αναδεικνύει όχι μόνο τη στυγερότητα του δράστη, αλλά και τις κοινωνικές και ψυχολογικές συνθήκες που τον οδήγησαν να προχωρήσει σε τέτοια αποτρόπαια εγκλήματα. Για χρόνια, τα ονόματα των θυμάτων του παρέμειναν παραμελημένα και ξεχασμένα, καθώς η δημόσια προβολή συγκεντρωνόταν κυρίως στον ίδιο τον δολοφόνο.

Πέθανε στις 2 Αυγούστου 1997, όταν βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού.

→ Ακούστε εδώ τα Podcast Criminal minds | Διάσημα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα και τον κόσμο

Η μητέρα του Αντώνη Δαγκλή προσπαθεί να τον συνεφέρει, όταν κατέρρευσε στο άκουσμα της ποινής του