Ελλαδα

Λειψανδρία, τότε και τώρα

Ωρέ, πεθαίνει η Ελλάδα; Μετά από μας «ο κατακλυσμός»;

Γιάννης Στεφανίδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας: Η ανάρτηση του Έλον Μασκ, η ιστορία του πληθυσμού μας και τα κίνητρα για τεκνοποιία

Χάρη σε μια ανάρτηση του Έλον Μασκ, το δημογραφικό μας πρόβλημα έγινε διεθνής είδηση. Η εικασία ότι αυτό έγινε σε συνεννόηση με το ΠΑΣΟΚ, που πολύ ορθά έβαλε το θέμα στο επίκεντρο των εκδηλώσεων για τα 51α γενέθλιά του, ελέγχεται ως αβάσιμη. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει»!

Τη νεότερη εποχή, από τη Βιομηχανική Επανάσταση και δώθε, η γενική τάση ήταν ο πληθυσμός να αυξάνεται. Αυτό αντέστρεψε μια πολύ ακανόνιστη πορεία που ίσχυε στο παρελθόν. Ας πάρουμε την Αρχαία Ελλάδα. H μείωση του πληθυσμού ήταν συχνό φαινόμενο σε αυτό που ορίζεται ως «κλασική Ελλάδα» (προς βορράν μέχρι τη Θεσσαλία). Για παράδειγμα, στην ελληνιστική περίοδο (συμβατικά, τους τρεις αιώνες από τον θάνατο του Μέγα Αλέξανδρου μέχρι τον θάνατο της Κλεοπάτρας, 323-30 π.Χ.), ο ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε σημαντικά. Oι εκτιμήσεις για την Αττική, λόγου χάριν, από 250-300.000 ψυχές (στην πλειονότητά τους δούλοι) την εποχή του Περικλή (450-440 π.Χ.) πέφτουν σε 150-250.000 την εποχή του Μ. Αλέξανδρου. Το ίδιο διάστημα, ο πληθυσμός της Λακεδαίμονος μειώνεται από 200-250.000 σε 150.000 (από τους οποίους, χάρη στο τύπου apartheid πολιτικό σύστημα, μόλις χίλιοι λογίζονταν Σπαρτιάτες πολίτες). Η πληθυσμιακή κάμψη εντάθηκε στη ρωμαϊκή περίοδο. Την εποχή του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου (27 π.X. - 14 μ.Χ.), ο πληθυσμός της Αττικής εκτιμάται ότι δεν ξεπερνούσε τους 100-120.000.

Αν πιστέψουμε τους αρχαίους συγγραφείς, ρόλο για τις αιτίες του φαινομένου της μείωσης του πληθυσμού έπαιξαν οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και τα ήθη

Ως προς τις αιτίες του φαινομένου αναφέρονται οι κλασικές... συχνοί πόλεμοι, βαρβαρικές εισβολές, επιδημίες, μετανάστευση ή η συρρίκνωση της μικρής προς όφελος της μεγάλης ιδιοκτησίας γης. Ωστόσο, αν πιστέψουμε τους αρχαίους συγγραφείς, ρόλο έπαιξαν και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και τα ήθη. Ίσως το χαρακτηριστικότερο σχόλιο για το φαινόμενο προέρχεται από κείμενο του Πολύβιου, ιστορικού του 2ου π.Χ. αιώνα: «Στην εποχή μας, ολόκληρη η Ελλάδα έχει υποστεί χαμηλό ποσοστό γεννήσεων και γενική μείωση του πληθυσμού, εξαιτίας των οποίων οι πόλεις έχουν ερημώσει και η γη έχει πάψει να δίνει καρπούς, παρόλο που δεν υπήρξαν συνεχείς πόλεμοι ούτε επιδημίες. […] Διότι, καθόσον οι άνθρωποι είχαν περιέλθει σε τέτοια κατάσταση οίησης, πλεονεξίας και οκνηρίας, ώστε δεν ήθελαν να νυμφευτούν, ή αν νυμφεύονταν [δεν ενδιαφέρονταν] να μεγαλώσουν τα παιδιά που γεννήθηκαν, ή το πολύ κατά κανόνα μόνο ένα ή δύο από αυτά, ώστε να τα αφήσουν στην ευημερία και να τα αναθρέψουν για να σπαταλήσουν την περιουσία τους, το κακό αυξήθηκε γρήγορα και ανεπαίσθητα». (Ιστορίες, 36/17)

Ως προς τις πολιτικές συνέπειες του φαινομένου, η «λειψανδρία» συνδέεται με την υποδούλωση της κλασικής Ελλάδας σε μια σειρά από ξένους κυρίαρχους, με αποκορύφωμα, βέβαια, τη μακραίωνη υποταγή της στο ρωμαϊκό imperium.

Ζούμε σήμερα μια ανάλογη φάση στη δημογραφική μας εξέλιξη; Το βέβαιο είναι ότι ο γενικός πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται. Από το 2011 μέχρι το 2024, η μείωση αγγίζει το -4,4%, o δε δείκτης γεννήσεων ανά γυναίκα έχει πέσει από το 1,5 το 2009 στο 1,3 περίπου. Την ίδια στιγμή, απαιτείται δείκτης 2,1 για να συγκρατηθεί ο πληθυσμός στα τρέχοντα επίπεδα.

Ας δούμε τα στοιχεία αυτά συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης. Η Ελλάδα δεν φιγουράρει στην πρώτη εικοσάδα κρατών με τη μεγαλύτερη δημογραφική κάμψη από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μέχρι σήμερα. Οι χώρες αυτές βρίσκονται στο σύνολό τους στην Ανατολική-Κεντρική Ευρώπη, ανήκαν δηλαδή στο πρώην Ανατολικό Μπλοκ, τη Σοβιετική Ένωση και τη Γιουγκοσλαβία. Η δημογραφική τους κάμψη (που κυμαίνεται από το -31% για τη Μολδαβία έως το -2% για τη Ρωσία, ενώ η γειτονική Βουλγαρία καταγράφει -21%) δεν είναι άσχετη με την εμπειρία τους υπό καθεστώς υπαρκτού σοσιαλισμού και κλειστής, διευθυνόμενης οικονομίας, καθώς και στην τραυματική τους μετάβαση σε κάτι που μοιάζει με οικονομία της αγοράς, με ή χωρίς δημοκρατικές διαδικασίες.

Θα ήταν κάπως απλουστευτικό να αποδοθεί η μείωση των γεννήσεων μόνο στην εμπειρία των «μνημονίων». Άλλωστε, το φαινόμενο είχε παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1980.

Η Ελλάδα δεν βίωσε την εμπειρία του «υπαρκτού» ή τη σοβιετική/ρωσική (επι)κυριαρχία – λόγοι για τους οποίους στη χώρα μας επιβιώνει τόση συμπάθεια και για τα δύο. Ωστόσο, περάσαμε μία δεκαετία κρίσης, τα απόνερα της οποίας εξακολουθούν να μουσκεύουν τις ζωές μας. Θα ήταν κάπως απλουστευτικό να αποδοθεί η μείωση των γεννήσεων μόνο στην εμπειρία των «μνημονίων». Άλλωστε, το φαινόμενο είχε παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1980: Σύμφωνα με τα Macrotrends, από 2,23 παιδιά ανά γυναίκα το 1980, διολισθήσαμε στα 1,5 το 1987, κάμψη που συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια. Στην εποχή της «αστακομακαρονάδας» σημειώθηκε μια μικρή ανάκαμψη: από 1,23 το 1999 σε 1,5 το 2008. Από εκεί και πέρα, η τάση είναι καθοδική, η δε μείωση του συνολικού πληθυσμού αντισταθμίστηκε χάρη στην είσοδο μεταναστών. Ωστόσο, από την έναρξη της κρίσης χρέους, υπολογίζεται ότι εγκατέλειψαν τη χώρα περίπου 600.000 Έλληνες, κατά μεγάλο μέρος νέοι με υψηλή μόρφωση. Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα οδυνηρό ποιοτικό στοιχείο, που διαφοροποιεί τη μετανάστευση της «εποχής των μνημονίων» με περιόδους του απώτερου παρελθόντος, όταν μετανάστευαν κυρίως αγρότες και ανειδίκευτοι εργάτες. Μεταξύ άλλων, στερεί την οικονομία από δυσεύρετο παραγωγικό δυναμικό (που δεν είναι βέβαιο ότι η οικονομία αυτή είναι σε θέση να αξιοποιήσει) και επιβαρύνει το χρέος της χώρας, στο μέτρο που οι κυβερνήσεις δεν εισπράττουν αρκετές εισφορές για να πληρώνουν συντάξεις και μισθούς στο Δημόσιο.

Απλουστεύοντας, υπάρχουν δύο τρόποι, συμπληρωματικοί, που θεωρητικά υψώνουν ανάχωμα στη φθίνουσα πορεία του πληθυσμού αλλά και της οικονομικής υγείας ενός κράτους: Πρώτον, κίνητρα για την τεκνοποιία, όπως επιδόματα, φοροαπαλλαγές, διευκόλυνση της απόκτησης στέγης, μέτρα για τη στήριξη της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας. Αυτά κοστίζουν και οι διαθέσιμοι πόροι σπανίζουν. Μια ιδέα θα ήταν ένα τέλος ατεκνίας. Δεύτερον, μια στοχευμένη πολιτική προσέλκυσης ανθρώπινου δυναμικού από το εξωτερικό.

Παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες, φαίνεται ότι ακόμα βρισκόμαστε στην αφετηρία. Αλλά και να παρθούν τα μέτρα, μένει ένα ακόμα ερώτημα που δεν επιδέχεται εύκολης απάντησης: Πώς ικανοποιούμε τις (ανεβασμένες σε σχέση με τις αμέσως προηγούμενες γενιές) ανάγκες και προσδοκίες μας, χωρίς να απονεκρώνουμε το ένστικτο της αναπαραγωγής; Θα αντιδράσει το «έξυπνο γονίδιό» μας (της συντήρησης του είδους); Ή αυτάρεσκα θα δηλώσουμε: «Après moi, le déluge»;