Ελλαδα

Όχι άλλοι φόνοι γυναικών

Να κάνουμε την έμφυλη βία πραγματικό θέμα μέχρι τα φαινόμενα να υποχωρήσουν

Λεωνίδας Καστανάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το παγκόσμιο φαινόμενο της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας - Γιατί ο δυτικός μας πολιτισμός απέτυχε στο συγκεκριμένο ζήτημα 

Ο δολοφόνος της Γεωργίας στη Θεσσαλονίκη είχε στην πλάτη του 9 εγκλήσεις, 4 καταδικαστικές αποφάσεις και 5 χρόνια φυλακή με αναστολή. Και φυσικά κυκλοφορούσε ελεύθερος. Χτυπούσε συστηματικά την προηγούμενη σύζυγό του, τις προηγούμενες συντρόφους του και είχε κακοποιήσει και βιάσει την αδελφή του. Καυγάδιζε, απειλούσε κι έδερνε. Περνούσε από την μια πίστα στην άλλη ώσπου τα κατάφερε. Δολοφόνησε. Όχι γενικώς. Έσφαξε τη σύντροφό του που ήταν και έγκυος. Ο τύπος είναι αυτός που είναι. Ένας σκληρός, βίαιος, αδίστακτος άνθρωπος. Υπάρχουν χιλιάδες παρόμοιοι άγνωστοι εκεί έξω. Αλλά αυτόν ο νόμος τον ήξερε. Τον είχε δικάσει και καταδικάσει. Αλλά τον είχε αφήσει ελεύθερο. Για να ολοκληρώσει την αποστολή του πάνω στη Γη.

Εδώ ο δυτικός πολιτισμός αποτυγχάνει. Διότι ένα από τα μεγάλα που έχει κατακτήσει μέσα στους αιώνες είναι και το συγκεκριμένο νομικό σύστημα. Σε άλλους διπλανούς πολιτισμούς η γυναίκα είναι κτήμα του ανδρός. Την άλλη την μαστιγώσανε επειδή δεν φόραγε μαντήλα. Αλλού η «μοιχός» λιθοβολείται από τον όχλο. Αλλά εδώ σ'' εμάς τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η ελευθερία επιβάλλεται, η αυθαιρεσία απαγορεύεται. Γυναίκες και άνδρες έχουν τα ίδια δικαιώματα. Υπάρχουν νόμοι. Αλλά δεν λειτουργούν πάντα. Και το ερώτημα είναι γιατί δεν λειτουργούν; Γιατί υπάρχουν παράθυρα; Γιατί απέναντι στη βία είμαστε ελαστικοί; Μήπως τελικά διαμορφώνουμε μια κουλτούρα όπου ο φόνος είναι αποδεκτός αρκεί να μην αφορά εμάς και το στενό μας περιβάλλον; Ο δολοφόνος θα δικαστεί και θα καταδικαστεί και θα εκτίσει επιτέλους την ποινή του. Μικρή ή μεγάλη, δεν ξέρω. Σάμπως όταν βγει θα είναι σωφρονισμένος; Αλλά η Γεωργία έφυγε και μαζί και το έμβρυο που είχε στη μήτρα της. Μαχαιρωμένη, μέσα σε σεντούκι, πεταμένη στην ερημιά. Διά ασήμαντον αφορμή.

Η βία κατά των γυναικών και η ενδοοικογενειακή βία είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Αναζητείται η αντίδραση της οργανωμένης πολιτείας απέναντι σ’ αυτήν. Μήπως είναι ένα φαινόμενο που δεν καταδικάζεται επαρκώς και δημόσια και μάλιστα από υπεύθυνα χείλη; Όχι απλά από τα ΜΜΕ ή την αρθρογραφία. Όχι για λόγους εντυπωσιασμού ή ακροαματικότητας. Όχι όποτε συμβαίνει κάποιος εντυπωσιακός φόνος. Όχι απλά με κάποια διαδήλωση που θα περάσει στα ψιλά της ειδησεογραφίας για να ξεχαστεί μέχρι να έρθει ο επόμενος. Αλλά συστηματικά ωσάν να αποτελεί κοινωνικό άγος και δημόσιο κίνδυνο. Διότι και άγος είναι και κίνδυνος.

Θα πρέπει να φύγουμε από την περιπτωσιολογία. Η γυναικοκτονία δεν είναι ιδιωτική υπόθεση. Δεν είναι ζήτημα που αφορά τον θύτη και το θύμα. Είναι κοινωνική πληγή. Και ένας από τους λόγους που την διευκολύνουν είναι η υποχώρηση του υγιούς φεμινιστικού κινήματος. Ειδικά στη χώρα μας στην πρώιμη μεταπολίτευση, το φοιτητικό αλλά και πολιτικό κίνημα της εποχής με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αριστερής χροιάς, επέβαλε με τον τρόπο του την ισότητα των δύο φύλων. Κυρίως στη νεολαία, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία τουλάχιστον των μεγάλων πόλεων. Χωρίς ακραίες εκδηλώσεις, χωρίς τις υπερβολές της σημερινής αναδυόμενης woke κουλτούρας, χωρίς να το κάνει θέμα. Η αριστερή κουλτούρα της εποχής θεωρούσε αυτονόητη τη θέση της γυναίκας ως ισότιμή δίπλα στον άνδρα. Αυτό επίδρασε σημαντικά και στην ουσία διαπαιδαγώγησε άτυπα και αθόρυβα εκείνη τη νεολαία. Αγόρια και κορίτσια. Όχι μόνο στην καθημερινή ζωή, στο σχολείο, στη δουλειά στις κοινωνικές συναναστροφές, αλλά και στις προσωπικές ερωτικές σχέσεις.

Τη δεκαετία του '70 η Ελλάδα, βγαίνοντας από την επτάχρονη δικτατορία, άφηνε πίσω της όχι μόνο την πολιτική ανελευθερία αλλά και κάποια από τα κοινωνικά στερεότυπα της παλιάς Ελλάδας. Και ένα από αυτά ήταν και το «η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα». Οι νέοι της εποχής μάθαιναν με έναν άτυπο τρόπο να σέβονται τη γυναίκα. Και ο σεβασμός είναι το πρώτο και βασικότερο βήμα. Από τότε όμως κύλησε πολύ νερό κάτω από τα γεφύρια μας. Και ενώ θα περίμενε κανείς αυτός ο σεβασμός να βαθύνει, μαζί με τη δημοκρατία, την οικονομική ανάπτυξη και την διάδοση της πληροφορίας, τα πράγματα τράβηξαν άλλο δρόμο.

Ο φεμινισμός καταναλώθηκε, φθάρθηκε, ατόνησε, υποχώρησε. Περιορίστηκε σε κάποιους γραφικούς, θεωρήθηκε δεδομένος και κοινότυπος, έπαψε να είναι μια βασική αρχή κάθε νέου και νέας που τελείωναν το σχολείο και έβγαιναν στη ζωή. Ακόμα και η τέχνη έστρεψε αλλού την προσοχή της. Άνθισε ένα είδος λαϊκής μουσικής, το λεγόμενο «καψουροτράγουδο», στο οποίο η γυναίκα είναι συνήθως η άπιστη, η αφιλότιμη, η ασυναίσθητη και ο άνδρας το θύμα του έρωτά του γι’ αυτήν. Η κοινωνία έγινε βιαιότερη, η δικαιοσύνη χαλάρωσε, η καθημερινότητα επιτάχυνε, η ελευθερία νοήθηκε από ολοένα και περισσότερους ως ασυδοσία και οι παλιές συνήθειες της διάκρισης και της ανισότητας των φύλων επέστρεψαν. Μαζί τους και η έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία. Η γυναίκα μπορούσε να διοικεί πολυεθνική, να διδάσκει στο πανεπιστήμιο, ή να υπηρετεί στα σώματα ασφαλείας, αλλά στο σπίτι της συναντούσε ολοένα και συχνότερα, την απαξίωση και τη βία από τον σύντροφό της.

Φρονώ ότι το σχολείο έχει μερίδιο στην εξέλιξη αυτή. Το μεικτό σχολείο της μεταπολίτευσης δεν ασχολήθηκε με τις σχέσεις των δύο φύλων. Δεν άνοιξε ποτέ τη συζήτηση επί της ουσίας, τη θεώρησε κοινότυπη και ανώφελη. Θεώρησε και θεωρεί τα δικαιώματα δεδομένα. Ενώ από κάτω και στο ημίφως της καθημερινής τριβής οι έμφυλες ανισότητες καλά κρατούν. Τα κορίτσια και τα αγόρια μας κάθονται στο ίδιο θρανίο, λύνουν μετά μανίας τις ίδιες εξισώσεις και κάνουν από κοινού όνειρα για την επόμενη βαθμίδα των σπουδών τους αλλά δεν αφουγκράζονται τις διαφορετικότητές τους και αποφεύγουν να συζητούν γι’ αυτές. Και οι δάσκαλοι αφήνουν το κεφάλαιο αυτό πάντοτε αδίδακτο. Διότι «δεν είναι μέσα στην ύλη». Αυτή είναι μια παράπλευρη απώλεια του γεγονότος ότι το σημερινό σχολείο δεν σε προετοιμάζει για την πραγματική ζωή, δεν σε εξοπλίζει ώστε να αντιμετωπίσεις τους κινδύνους της. 

Οι ταγοί θα πρέπει να πάρουν θέση και κυρίως να μιλήσουν. Αν για τους γάμους των ομοφύλων οι πολιτικοί έχουν άποψη και νομοθετούν σχετικά, για τη γυναικοκτονία η Βουλή των Ελλήνων πρέπει να κάνει ειδική συνεδρίαση σε πανελλήνια ζωντανή μετάδοση. Πρωθυπουργός και πολιτικοί ηγέτες πρέπει να τοποθετηθούν, να περιγράψουν την κατάσταση, να προτείνουν μέτρα και δράσεις. Να δείξουν σε όλους τους Έλληνες ότι το θέμα είναι σοβαρό και αυτοί νοιάζονται. Να το κάνουν θέμα. Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης δεν μπορούμε να κάνουμε ότι κοιμόμαστε όταν ο άλλος δέρνει τη γυναίκα του για την «πλάκα» του κυριολεκτικά. Σε μια εποχή που υστερικοί, ιδεοληπτικοί τύποι επιβάλουν λογοκρισία σε έργα τέχνης του προηγούμενου αιώνα για έναν χαρακτηρισμό ή μια ερωτική σκηνή, εμείς δεν μπορούμε να καταπίνουμε την κάμηλο. Και να αφήνουμε τη βία κατά των γυναικών να γίνεται οικεία.

Ένα μεγάλο κακό που κάνει η woke κουλτούρα με τις ακρότητές της είναι ότι ασχολείται πολύ με ανούσια και αθώα πράγματα στα πλαίσια της πολιτικής ορθότητας και παραμερίζει έτσι τα πραγματικά δράματα και τις αιτίες τους. Προσπαθεί να εντυπωσιάσει τα πλήθη, αναζητώντας τον διάβολο που δήθεν κρύβεται στις λεπτομέρειες, ενώ ο ελέφαντας είναι μέσα στο δωμάτιο. Ο κόσμος αγανακτεί από την υπερβολή και μετά είναι δύσκολο να τον πείσεις για το κίνδυνο που διατρέχει η αδελφή του ή η κόρη του στις καθημερινές τους σχέσεις. Πάντοτε υπήρχαν θέματα ταμπού για τα οποία κανείς δεν μιλούσε. Σήμερα μπορεί τα περισσότερα να είναι ανοικτά, ο δημόσιος διάλογος να ασχολείται με τα πάντα, η πληροφορία να τρέχει, ωστόσο ο αθέατος κόσμος του κακού συνεχίζει να ζει ανάμεσά μας. Καθήκον μας είναι να σπάσουμε το σπυρί. Να κάνουμε την έμφυλη βία πραγματικό θέμα μέχρι τα φαινόμενα να υποχωρήσουν.