Ελλαδα

Η Ελλάδα που δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων

Μερικές σκέψεις γύρω από την κηδεία του Βασίλη Βασιλικού

27005-103933.jpg
Στέφανος Δάνδολος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μερικές σκέψεις γύρω από την κηδεία του Βασίλη Βασιλικού

Βασίλης Βασιλικός (1933 - 2023): Μερικές σκέψεις για τον μεγάλο συγγραφέα και τον λιγοστό κόσμο που παρευρέθηκε στην κηδεία του

Σε οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα το πλήθος σε μια κηδεία σαν τη χθεσινή θα ήταν πέντε χιλιάδες άνθρωποι, δέκα χιλιάδες άνθρωποι, τριάντα χιλιάδες άνθρωποι. Θα έβλεπες παλιά βιβλία με φθαρμένα εξώφυλλα να ανεμίζουν στον αέρα, θα έβλεπες αμέτρητους συγγραφείς, ποιητές και ακαδημαϊκούς, θα έβλεπες αναρίθμητους ανώνυμους ανθρώπους με μνήμες σημαδεμένες από λέξεις, θα έβλεπες σύσσωμη την πολιτική ελίτ του τόπου. Με αυτόν τον τρόπο αποχαιρέτησε κάποτε η Αγγλία τον Γκράχαμ Γκριν, κι ας πέθανε στην Ελβετία, με αυτόν τον τρόπο αποχαιρέτησε κάποτε η Κολομβία τον Μαρκέζ, με αυτόν τον τρόπο αποχαιρέτησε κάποτε η Αμερική την Τόνι Μόρισον. Η κηδεία ενός μεγάλου «εθνικού» συγγραφέα είναι πάντα ένα είδος παλμογράφου για την εκάστοτε κοινωνία. Καταγράφει το κατά πόσο ζωντανή είναι αυτή η κοινωνία στα τρίσβαθα της ψυχής της, αποτυπώνει την καλλιέργειά της, την ευαισθησία της, την κουλτούρα της, ακόμα και την αντοχή της μνήμης της. Σε οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα μια κηδεία ενός ανθρώπου σαν τον Βασίλη Βασιλικό θα αποτελούσε πρώτη είδηση, και ο κόσμος θα πλημμύριζε τους δρόμους γύρω από τον Πρώτο Νεκροταφείο. Σε τούτη εδώ τη χώρα, συγκέντρωσε απλώς διακόσιους περίπου ανθρώπους, που μάλλον ένιωθαν σαν να έθαβαν όχι τον νεκρό που ύμνησε την Ελλάδα στα πέρατα της γης (αυτός θα είναι για πάντα ζωντανός μέσα από τις σελίδες του), αλλά την Ελλάδα που για άλλη μια φορά, παραζαλισμένη από τον κυνισμό της εποχής, αρνείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Φτάνοντας χθες το πρωί στο Νεκροταφείο, περίμενα ότι θα ταλαιπωρηθώ, πίστευα ότι δεν θα βρω χώρο να παρκάρω, είχα την εντύπωση ότι το πλήθος θα εμπόδιζε την πρόσβαση στο φέρετρο. Τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη. Λίγος κόσμος στην είσοδο, ο μαρμάρινος διάδρομος έξω από τον ναό έμοιαζε παγωμένος, η συννεφιά καθιστούσε την ήσυχη ατμόσφαιρα ακόμα πιο μελαγχολική. Μόλις τελείωσε η προηγούμενη κηδεία, οι συγκεντρωμένοι σκόρπισαν, μείναμε μόνο «εμείς», οι επισκέπτες του Βασίλη, κάποιος χαρακτήρισε σε ένα κείμενο την εικόνα σαν σκόρπια διαδήλωση. Δεν είχε άδικο. Έτσι έμοιαζε. Είναι δυνατόν; σκεφτόμουν. Και έλεγα στον εαυτό μου, μπα, θα έρθουν κι άλλοι, δεν γίνεται να μην έρθουν. Ελάχιστοι «κι άλλοι» ήρθαν. Η εξόδιος ακολουθία άρχισε, έξω από τον Ναό η καταχνιά γινόταν όλο και πιο πνιχτική, τέσσερις πέντε τηλεοπτικές κάμερες, ο Λαλιώτης να συζητάει με τον Λιάνη, ο Φίλης να τα λέει με διάφορους συντρόφους του, κάποιοι να κρατούν νεκρά τριαντάφυλλα, και μια ησυχία παγερή, εντελώς διαφορετική από τον θόρυβο των λέξεων του Ζ, εντελώς κρύα σε σχέση με τη φλόγα του Τρομερού μήνα Αυγούστου και του Ιατροδικαστή και του Ελικόπτερου. Πέρα από αυτή την τάξη και την ασφάλεια, που τόσο έντονα κατακεραύνωσε ο Βασίλης στα χρόνια του ’60, και αργότερα στις μέρες της δικτατορίας, ο αχός του θρήνου ζωντάνευε στα πρόσωπα της Βάσως και της Ευρυδίκης, που κοιτούσαν το γκρίζο καπέλο πάνω στο φέρετρο, καθώς και το βιβλίο που ήταν ακουμπισμένο στο πλάι, Η διήγηση του Ιάσονα, νομίζω, εκείνο το παλιό νεανικό έργο από το οποίο ξεκίνησαν όλα. Αν είχε πάρει το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο Βασιλικός (όπως θα του άξιζε να το πάρει, παρότι «δεν είναι τόσο απλό», όπως ομολογούσε ο ίδιος), αυτή η ησυχία θα έσπαγε από τα συνθήματα ενός ατελείωτου πλήθους και από τα κλικ των φωτορεπόρτερ. Δεν το πήρε όμως, και έφτασε στο τελευταίο αντίο με λίγους φίλους και γνωστούς, πράγμα που αποδεικνύει πόσο ψεύτικη είναι η εποχή μας, πόσο εύκολα και αβίαστα εναρμονισμένη με φανφαρόνικους τίτλους και υπερφίαλες τιμές. Ο ίδιος δεν τις θέλησε ποτέ αυτές τις τιμές, δεν τις κυνήγησε με λύσσα, μολονότι τις απόλαυσε όταν του τις απέτισαν, και δεν ήταν και λίγες. Παρ’ όλα αυτά, ό,τι ήταν ο Λιόσα για το Περού και ό,τι ήταν ο Καμύ για την Γαλλία, ήταν αυτός για την Ελλάδα, και η απόκριση της Ελλάδας στο φευγιό του ήταν ένα ήσυχο μελαγχολικό χειμωνιάτικο πρωινό, τίποτε παραπάνω.

Μόλις ολοκληρώθηκε η τελετή, το φέρετρο φορτώθηκε στους ώμους και ταξίδεψε στα μονοπάτια κάτω από τα ψηλά δέντρα. Μα και οι συγγραφείς πού ήταν; Ναι, είδα αρκετούς. Είδα τον Χωμενίδη, τον Αριστηνό, τον Ασωνίτη, είδα την Άννα Πατάκη. Είδα κι άλλους. Αλλά σε σχέση με αυτό που είχε συμβεί την προηγούμενη μέρα στα σόσιαλ, τότε που δεκάδες πεζογράφοι και ποιητές έγραφαν για το πόσο γενναιόδωρος υπήρξε μαζί τους ο Βασίλης, η ανταπόκριση έμοιαζε τουλάχιστον θλιβερή. Ναι, δεν δίσταζε στιγμή να λέει την καλή του την κουβέντα, βοηθούσε πάντοτε τους νέους, ήταν ακομπλεξάριστος και χορτασμένος, και δεν αισθανόταν ότι μειώνεται μιλώντας για κάτι κατώτερο της δικής του αξίας, απόδειξη ότι τους πάντες στην εκπομπή του τους δεξιωνόταν ως ίσος προς ίσον. Ωστόσο, ελάχιστοι έκαναν τον κόπο να τον αποχαιρετήσουν δια της παρουσίας τους. Που σημαίνει ότι το φέισμπουκ παραμένει η μόνη κραταιά ιδεολογία της εποχής μας. Εκεί λες τα ευχαριστώ σου, εκεί πετάς τις ευχές σου, και τελείωσες. Είσαι ενεργός στην πλατφόρμα, και μέσω της πλατφόρμας αναγνωρίζεις και εξιδανικεύεις, ή το αντίθετο. Και με αυτόν τον τρόπο συνηγορείς στην έκπτωση της ουσίας, εστιάζεις απλώς στην ύπαρξη του φαίνεσθαι. Το ίδιο ισχύει και για τους πολιτικούς, και κυρίως για την Αριστερά, την οποία ο Βασίλης Βασιλικός υπηρέτησε με χαμηλούς τόνους, χωρίς ακρότητες, πάντα με το τακτ της ευγενούς ιδιοσυγκρασίας του. Παλιά Αριστερά; Νέα Αριστερά; Δεν έχει σημασία. Ελάχιστοι ήταν κι από κει. Ελάχιστοι ήταν κι απ’ τους άλλους χώρους, Δεξιά, Κέντρο. Κι όμως. Ολόκληρη η εποχή της Μεταπολίτευσης στηρίχθηκε αισθητικά από τις ελεύθερες, ανένταχτες, γενναίες λέξεις που γράφτηκαν σε δωμάτια γεμάτα καπνό, επί ατελείωτες πυρετώδεις νύχτες στη Ρώμη, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Αθήνα. Ολόκληρο το δεύτερο μισό του ελληνικού εικοστού αιώνα αποτυπώθηκε στον Γλαύκο Θρασάκη, στο Κ, στο Foco d’ amor, στον Ασβό, στα Καμάκια. Ολόκληρη η εξέλιξη της κοινωνίας μας, από τις πέτρινες μέρες του ’50, και τις ασφυκτικές μέρες του ’60, μέχρι την ελευθερία των σέβεντις, την έκρηξη του νεοπλουτισμού που έφερε η «Αλλαγή» και την ασυδοσία που επακολούθησε, καταγράφηκε, καταχωρήθηκε, αποτυπώθηκε στις σελίδες του Βασίλη. Πώς γίνεται να λείπουν χθες πολιτικοί από κάθε χώρο, βουλευτές, επίσημοι εκπρόσωποι κομμάτων; Ήταν λες και το έργο του Βασιλικού (που έτσι κι αλλιώς είναι κατεξοχήν πολιτικό στον πυρήνα του) δεν αφορά καθόλου τους σημερινούς εξηντάρηδες και πενηντάρηδες που αποφάσισαν να κάνουν καριέρα στην πολιτική. Παράξενο; Τουλάχιστον.

Ίσως όμως όχι και τόσο. Τελικά ζούμε στη χώρα που δεν εντυπωσιάζεται από θανάτους μεγάλων συγγραφέων. Η Ελλάδα έχει πάψει προ πολλού να ασχολείται με οτιδήποτε πνευματικό, και αν το κάνει πότε πότε, είναι επειδή δεν μπορεί να το αποφύγει, επειδή είναι τόσο ισχυρό το ρεύμα του «φαίνεσθαι». Η κοινωνία ολόκληρη είναι έτσι. Απορροφημένη στις μικρές ασήμαντες διενέξεις της. Να ασχολείται με τον Κασσελάκη (που αν μη τι άλλο έδωσε το παρόν χθες), να ασχολείται με τα reality, με το αν ένα τραγούδι πρέπει να περιέχει τον όρο «χοντρή», με τα πρωινάδικα, με τους Ράδιο Αρβύλα. Ίσως δεν πρέπει να έχουμε περισσότερες προσδοκίες από μια τέτοια χώρα, αυτή η στάμνη τούτο το γάλα βγάζει. Σε οποιοδήποτε πολιτισμένο κράτος, η χθεσινή κηδεία θα ήταν ηχηρή, θα ήταν περήφανη, θα είχε κάτι από τον χαμένο πολιτισμό μας, θα αναγνώριζε τον άνθρωπο που άφησε πίσω του σπουδαίο, αθάνατο έργο. Όχι σε αυτό το κράτος. Διακόσιοι περίπου άνθρωποι ήμασταν, και πάλι μάλλον πολλοί.   

Δεν ήταν μόνο ο μεγαλειώδης, υπέροχος συγγραφέας του Ζ, και του Ιατροδικαστή, και της Τριλογίας και του Τρομερού μήνα...

Posted by Stefanos Dandolos on Thursday, November 30, 2023

*Το καινούργιο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου θα κυκλοφορήσει την άνοιξη του 2024.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ