Ελλαδα

Θεσσαλία: το διαχρονικό interface της χώρας μας

Πώς αποτυπώνεται η ιστορική σημασία της περιοχής στην ελληνική χαρτογραφία

Ευάγγελος Λιβιεράτος
Ευάγγελος Λιβιεράτος
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Θεσσαλία: το διαχρονικό interface της χώρας μας
Η Λάρισα σε χάρτη του 1909

Ο καθηγητής Ευάγγελος Λιβιεράτος περιγράφει την ιστορική σημασία της Θεσσαλίας όπως αποτυπώνεται στην ελληνική χαρτογραφία

Οι πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία ―με τις πολύ επίκαιρες (ίσως ως «παράπλευρη απώλεια») σοβαρές αυτοδιοικητικές αναταράξεις, στο ψυχολογικά ευαίσθητο πολιτικό υφαντό της χώρας― συντάραξαν το πανελλήνιο και έφεραν πάλι στην επικαιρότητα το σημαντικότερο διαχρονικό γεωχωρικό interface της χώρας. Tην «διεπαφή» μεταξύ Βορρά-Νότου της ελλαδικής terra firma, που διασχίζει ο ζωτικός συνδετικός άξονας των δύο πολυπληθέστερων περιφερειών της χώρας: της Αττικής και της Κεντρικής Μακεδονίας. Μαζί με τη Θεσσαλία, στο γεωγραφικό μέσον, συγκεντρώνουν το 60% του πληθυσμού της επικράτειας στο 28% της έκτασής της, με πληθυσμιακή πυκνότητα 172 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, δηλαδή υπερδιπλάσια του μέσου όρου της χώρας.

Πριν από 145 χρόνια, το 1878, οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής αποφάσισαν στο Βερολίνο τη δεύτερη εδαφική επέκταση της μέχρι τότε ελληνικής επικράτειας με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, η οποία επισημοποιήθηκε το 1881, σχεδόν μισό αιώνα μετά τη διεθνή αναγνώριση του ελληνικού κράτους. Το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Θεσσαλία εκδηλωνόταν ζωηρά μέχρι το Βερολίνο, με τις δύο επιστρατεύσεις του 1841 και του 1875 με αφορμή, αντίστοιχα, την άγονη θεσσαλική εξέγερση ―κατά τον τουρκο-αιγυπτιακό πόλεμο― και την έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου και ενδιαμέσως, το 1854, με μια εφήμερη εισβολή στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου.

Η Θεσσαλία μέσα από τη χαρτογραφία

Η Θεσσαλία με τον (και επισιτιστικά) ονειρεμένο για τους Έλληνες θεσσαλικό σιτοβολώνα ήταν η δεύτερη επέκταση ―αναίμακτη κι αυτή―, μόλις 14 χρόνια μετά την πρώτη, εκείνη των Επτανήσων, που θα έφερνε μια δυτικότροπη αύρα στο νέο κράτος, που όμως περιθωριοποιήθηκε σύντομα. Πλην του εθνικού ύμνου βεβαίως...

Στο Βερολίνο του 1878 η εκ των πραγμάτων αδύναμη διπλωματική ελληνική διεκδίκηση της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, η οποία απέδωσε μόνο τη Θεσσαλία, συνοδευόταν από μια πολύ ενδιαφέρουσα χαρτογραφική «παρουσία», για τις περιορισμένες σχετικές ελληνικές δυνατότητες της εποχής εκείνης. Την υποστήριξε ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, αλλά δεν είναι επαρκώς γνωστό αν εκείνοι οι χάρτες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο Βερολίνο ― μάλλον έπαιξαν τέτοιον ρόλο στις μετέπειτα διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Πρέβεζα και Κωνσταντινούπολη) οδηγώντας στον ορισμό των παραχωρητέων εδαφών το 1881. Οι χάρτες του 1878 σε ελληνική γλώσσα (τέσσερα φύλλα του Γενικού Επιτελείου και οκτώ του ευπατρίδη χαρτοτέχνη Μιχαήλ Χρυσοχόου ― προφητικά απαισιόδοξου περί του ελληνικού ενδιαφέροντος για τους χάρτες) στηρίζονται κυρίως στο σχετικό έργο του πολύ γνωστού Γερμανού γεωγράφου Heinrich Kiepert. Αποτελούν ένα προοίμιο του χαρτογραφικού ―και κτηματογραφικού― ενδιαφέροντος του εκσυγχρονισμού επί Χαριλάου Τρικούπη που θα ακολουθήσει σε αμιγώς στρατιωτικό περιβάλλον. Δεν εστιάστηκε όμως στη Θεσσαλία, παρά τις σχετικές ενδιαφέρουσες προσπάθειες εκεί του μηχανικού Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου (εγγονού του διάσημου) ― η συμβολή του στη χαρτογράφηση της χώρας παραμένει ευρύτερα άγνωστη…            

Από το 1881 η Θεσσαλία έγινε αμέσως το εδαφικό προκεχωρημένο φυλάκιο του ελληνικού οράματος, όχι μόνο ως το εγγύτερο έδαφος προς την ιστορική γεωχωρική περιβάλλουσα του έθνους, αλλά και ως η ιδεολογική ευκαιρία και «δοκιμή» του τότε ανερχόμενου πρώτου ελληνικού εκσυγχρονισμού. Μέγιστο το διακύβευμα οι πλούσιες γαίες της! Ο σιτοβολώνας, ως η νέα πηγή δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου· ο μαγνήτης επενδύσεων ευπόρων Ελλήνων εκτός του διευρυμένου κράτους, το άλμα προς τα εμπρός! Τότε συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη εισαγωγής νέων θεσμών και πολιτικών αξιοποίησης των εύφορων νέων γαιών και η πρόκληση της δοκιμής εφαρμογών τους στη Θεσσαλία. Ο φυσικά υδροδοτούμενος μεγάλος κάμπος, μεταξύ των πρώτων και των νέων συνόρων, φάνταζε ότι θα έβγαζε από τους κόπους και τη μιζέρια την μέχρι τότε άνυδρη επικράτεια της χώρας.

Όμως για να γίνουν όλα αυτά θα έπρεπε το κράτος να «δει» και να «γνωρίσει» τις νέες γαίες της προσδοκώμενης θεσσαλικής «γης της επαγγελίας», για τις οποίες προέκυψε και η ανάγκη προσαρμογής στο ελληνικό δίκαιο· η ερμηνεία του οθωμανικού ιδιοκτησιακού δικαίου ήταν δύσκολη και κακοφορμισμένη από τις συνέπειες των παλαιών αμαρτιών σχετικών με τις εθνικές γαίες που χρόνιζαν από την Επανάσταση. Και δεν είναι τυχαίο ότι τότε και εκεί, στη Θεσσαλία, άρχισαν για πρώτη φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους οι πρώτες επί του πεδίου ελληνικές χαρτογραφήσεις (1885-1889), αποκλειστικά από Έλληνες στρατιωτικούς χαρτογράφους (η περίπτωση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου). Τότε άρχισαν, από λίγους φωτισμένους, περί τα γεωχωρικά, Έλληνες εκσυχρονιστές, κοντά στον Τρικούπη, οι έντονες πιέσεις για το κτηματολόγιο και τις κτηματογραφήσεις· θεσμοί που η αναγκαιότητά τους είχε έντονα αμφισβητηθεί από επηρεάζοντες οικονομολόγους της εποχής, όπως π.χ. τον Σωτήρη Σωτηρόπουλο…

Η Θεσσαλία είναι πλέον στο επίκεντρο του γεωχωρικού ενδιαφέροντος της χώρας, ως η εδαφική διεπαφή (interface) μεταξύ του ελληνικού κράτους και της Ηπείρου–Μακεδονίας. Τα τότε εκσυγχρονιστικά αιτήματα ήταν συνυφασμένα με τη δύσκολη προσπάθεια πίεσης του ελληνικού πολιτικού συστήματος να περάσει από την ευκολία και κατάχρηση του «λέγειν» και «νομοθετείν» στα στενόχωρα και επίπονα πεδία ωριμότητας του «πράττειν» και «εφαρμόζειν». Την ευκαιρία έδινε η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και οι τεχνολογικές (και άλλες συνακόλουθες) αναπτυξιακές προοπτικές που προσέφερε ο μεγάλος θεσσαλικός κάμπος στην (πάντα) φιλόδοξη Ελλάδα. Όμως η Θεσσαλία, αντί να αποτελέσει την ευκαιρία αλλαγής παραδείγματος προς αναπλήρωση των ελλειμμάτων της χώρας λόγω της απουσίας της από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση και των δυσκολιών εισόδου υπό κανονικές συνθήκες στη δεύτερη, κατέληξε να γίνει το θέατρο του δράματος του 1897. Εδώ πλέον το «λέγειν» συνεχίζει ακάθεκτο, το «νομοθετείν» έχει τα όριά του και το «πράττειν» και «εφαρμόζειν» παραμένει μετέωρο, αδρανές ή αναποτελεσματικό. Τα προβλήματα των γαιών και οι ασυμμετρίες στην εκμετάλλευσή τους, όπως και τα απαιτούμενα τεχνικά έργα υποδομής, αποτελούν πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης διχάζοντας τους αγρότες. Η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει να εφαρμόσει πρόγραμμα κρατικής χαρτογράφησης και κτηματολογίου, ώστε να μπει τάξη στον έλεγχο και τη διαχείριση της γης με βάση την τεκμηριωμένη καταγραφή και απεικόνισή της. Η ευδιάκριτη απόκλιση από το ευρωπαϊκό πρότυπο γεωχωρικής διαχείρισης που παγιώθηκε από το 1821 παρέμενε ακόμη αναλλοίωτη.

Ο τρικουπικός εκσυγχρονισμός στα θέματα των γαιών, παρά τις ευγενείς προθέσεις και τις γενναίες προσπάθειες, δεν μπόρεσε τελικά να επιβληθεί· ίσως οι Έλληνες με τις εμπειρίες τους από το δράμα των εθνικών γαιών, μετά το 1821, δεν είχαν κανένα πλέον ενδιαφέρον για τη νομική και γεωμετρική τεκμηρίωσή τους, εφόσον φαίνεται να υπήρχαν «άλλοι τρόποι» ιδιοποίησης της γης. Και μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, οι άυλες, μη ορατές στους πολλούς γεωδαιτικές, τοπογραφικές και χαρτογραφικές εργασίες, αλλά και το κτηματολόγιο, δεν εννοούνται στην Ελλάδα ως πολιτικά δημόσια έργα. Δεν μπορούσαν να γίνουν εύκολα κατανοητά ως τεχνικά έργα σε μια τεχνολογικά καθυστερημένη χώρα, με τα περί των γαιών σύνδρομα, ούτε στο πολιτικό σύστημα ούτε στην κοινωνία, όπως άλλωστε ίσχυε από την ίδρυση του κράτους και πριν από αυτήν.

Για την κατανόηση της ιδιόρρυθμης νεοελληνικής νοοτροπίας, που αποβαίνει εις βάρος της χώρας είναι ιδιαίτερα διδακτική ―ακόμη και σήμερα― η μελέτη της χαρτογραφικής ιστορίας της, όπως εξελίχθηκε κυρίως στη Θεσσαλία, από την ενσωμάτωσή της μέχρι το 1889. Παρά τις δυσκολίες και τις παλινδρομήσεις, κατά τα τέλη της πρώτης «θεσσαλικής δεκαετίας», ο τρικουπικός εκσυγχρονισμός οδηγήθηκε στο τέλος του 1888 στην οργάνωση στρατιωτικής υπηρεσίας για τη σύνταξη κτηματολογίου και τη χαρτογράφηση, κατά το αυστριακό πρότυπο που εφαρμόζονταν στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Με την επίσημη εκπαιδευτική, οργανωτική και επιχειρισιακή καθοδήγηση και εποπτεία της Βιέννης θα οργανωθεί για πρώτη φορά στρατιωτική υπηρεσία το 1889 (πρόδρομος της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας Στρατού, της μετέπειτα γνωστής μέχρι σήμερα Γεωγραφικής) της οποίας το έργο ―κυρίως λόγω της πολιτικής αστάθειας και των ανταγωνισμών στο στράτευμα― δεν θα προφτάσει να καταλήξει σε χαρτογραφική παραγωγή μέχρι το 1897, που η χώρα θα οδηγηθεί «χωρίς χάρτες» σε καταστροφικό πόλεμο στη Θεσσαλία...

Εκεί άρχισε από το 1898 το «κανονικά θεσμικό» ελληνικό χαρτογραφικό έργο, μετά τα «μαθήματα» του 1897 και την ανασυγκρότηση και αναδιοργάνωση της σχετικής στρατιωτικής υπηρεσίας που ακολούθησε, υπό αμιγώς ελληνική διοίκηση. Σε αυτό είναι σαφής ο ρόλος της τότε συνετούς πολιτικής διακυβέρνησης και ιδιαίτερα η θετική συμβολή του Γεωργίου Θεοτόκη στο υπουργείο των Στρατιωτικών. Με συστηματική και επίπονη εργασία πεδίου σε όλη τη Θεσσαλία, επώνυμοι άριστοι στρατιωτικοί χαρτογράφοι επιτέλεσαν σπουδαίο έργο, το οποίο ολοκληρώνονταν με την έκδοση εξαιρετικών χαρτών ―και από αισθητική άποψη― στα προηγμένα αυστριακά στρατιωτικά χαρτογραφικά εργαστήρια. Στη Βιέννη, μετά από σχετική διμερή συμφωνία, οι Έλληνες αξιωματικοί συμμετείχαν στην πολύμηνη επιμελή συνθετική εργασία και την έκδοση της σειράς των περίφημων «θεσσαλικών» φύλλων-χάρτη, σε τέτοια σμίκρυνση ώστε το ένα εκατοστό στον χάρτη να αντιστοιχεί σε 750 μέτρα στο έδαφος. Ήταν η κατηγορία του «Ειδικού Χάρτη» (Spezialkarte) της πρωτοποριακής αυστριακής στρατιωτικής χαρτογραφίας.

Τα φύλλα αυτά, αποτελούν μέχρι σήμερα εξαιρετικές απεικονίσεις του εδαφικού αναγλύφου και ιδιαίτερων φυσικών χαρακτηριστικών, όπως είναι το ―μέχρι σήμερα― ευαίσθητο και πολύπλοκο θεσσαλικό υδροφόρο δίκτυο. Άρχισαν να εκδίδονται στις αρχές του 20ού αιώνα με πρώτα τα φύλλα «Κονίσκος–Ελασσών» και «Τρίκκαλα» που τυπώθηκαν το 1908 στη Βιέννη και αξίζει να σημειωθεί ότι τα διέθετε στην Αθήνα το βιβλιοπωλείο «Ελευθερουδάκη»! Μέχρι το 1914 ―τότε διακόπηκε η συνεργασία με τη Βιέννη, λόγω της έναρξης του Μεγάλου Πολέμου― εκδόθηκαν τα φύλλα που κάλυπταν σχεδόν ολόκληρη τη Θεσσαλία, ενώ η μεγάλη εμπειρία των Ελλήνων στρατιωτικών χαρτογράφων, που είχε αποκτηθεί στη Θεσσαλία και τη Βιέννη φάνηκε σε όλα τα μετέπειτα πεδία των μαχών και κυρίως στη σημαντική χαρτογραφική παρουσία τους στη Μικρά Ασία.

Ο καθηγητής Ευάγγελος Λιβιεράτος περιγράφει την ιστορική σημασία της Θεσσαλίας όπως αποτυπώνεται στην ελληνική χαρτογραφία
Έντουαρντ Ληρ_ Θέα του Ολύμπου από τη Θεσσαλία (Μητροπολιτικό Μουσείο, Νέα Υόρκη)

Θεσσαλία: Το πρότυπο στο αγροτικό ζήτημα της Ελλάδας

Η Θεσσαλία αποτέλεσε επίσης ένα ιδιότυπο πρότυπο στο αγροτικό ζήτημα της χώρας, συνδεδεμένο με το περί των γαιών πατρογονικό διακύβευμα. Η ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα έφερε στο φως τα προβλήματα τα οποία δημιουργούσε εκεί το εκτεταμένο καθεστώς των τσιφλικιών· αντιμετωπίστηκε μετά από μια γενιά, το 1911, με τον θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Το θεσσαλικό πρότυπο χρησιμοποίησε ο βενιζελικός εκσυχρονισμός όταν λίγο περισσότερο από ένα μήνα πριν την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης του 1917, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος με ιστορική ομιλία του γενίκευσε σε όλη την επικράτεια την αναγκαστική απαλλοτρίωση, στο πλαίσιο της νέας αγροτικής πολιτικής, μόλις της δεύτερης μετά την πρώτη απόπειρα του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, μισό αιώνα νωρίτερα. 

Κάνοντας αυτήν την στοχευμένη αναδρομή στον ρόλο της Θεσσαλίας ως γεωχωρικής διεπαφής της επικράτειας, με αφορμή την πρόσφατη τραγική περιπέτειά της και τον ρόλο που καλείται να παίξει η περιφερειακή της αυτοδιοίκηση στην ανασυγκρότηση, σκέπτομαι ότι ίσως θα ήταν χρήσιμο ―και για τους ιστορικούς λόγους που αναφέρθηκαν εδώ, αλλά και για τις ιδιαίτερες γεωχωρικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει― να είναι η Θεσσαλία η πρώτη περιφέρεια της χώρας που θα αποκτήσει, ως βιώσιμο θεσμό, ένα «γραφείο χαρτογραφίας» ή μια «μονάδα χαρτογραφίας» (ή γεωχωρικής απεικονιστικής) απαραίτητα υπαγόμενη στον περιφερειάρχη, ή οποία κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα και κατάλληλα εκπαίδευση θα συνέλεγε ―σε πρώτη φάση― όλη τη «γεωχωρική απεικονιστική μνήμη» της περιφερειακής επικράτειας, κυρίως τους υπάρχοντες παλαιούς χάρτες από την ίδρυση του κράτους μέχρι σήμερα.

Είμαι βέβαιος ότι αυτού του είδους «μνήμη» θα ήταν πολύ χρήσιμη για την απόκτηση της σημαντικής γεωχωρικής εποπτικής αντίληψης, που λείπει από τη χώρα. Είναι χρήσιμη στη διαμόρφωση και άσκηση της γεωχωρικής πολιτικής, στον σχεδιασμό και την αντιμετώπιση τεχνολογικών επεμβάσεων. Εκεί όπου η «απεικονιστική μνήμη» μπορεί να παίξει μέχρι και επεμβατικό ρόλο σε συγκριτικό συνδυασμό με τις σύγχρονες ad-hoc απεικονίσεις, όπως είναι π.χ. οι τηλεπισκοπικές εικόνες και εκείνες από τα drones, χρήσιμες αλλά στερούμενες «μνήμης»... Η ευρωπαϊκή εμπειρία έχει δείξει ότι όταν μια περιφέρεια αρχίσει κάτι τέτοιο με σοβαρότητα, σύστημα, υπομονή και πίστη στην χρησιμότητά του, θα ακολουθήσουν και άλλες, για να καταλήξει το πείραμα στη θεσμική, βιώσιμη και γενικευμένη καθιέρωσή του.

Και ας σκεφτούμε επιτέλους ότι κάποιοι από τους συναφείς με την ιστορία και τα θέματα της Θεσσαλίας δημόσιοι οργανισμοί που συνωστίζονται ανώφελα και χωρίς ιστορικές ρίζες στην πρωτεύουσα της χώρας, θα μπορούσαν εύκολα να μετακομίσουν στη Λάρισα, στο μέσον του interface της χώρας και πάνω στον δυναμικό άξονα  Αθηνών–Θεσσαλονίκης. Θα αποτελούσε έναν βαθύτατα εθνικό συμβολισμό που δικαιούται η Θεσσαλία, ιδιαίτερα μετά τη σημερινή μεγάλη καταστροφή.  

Και αν πάλι μερικοί αποστρέψουν το πρόσωπο στην αναφορά και χρήση του παρελθόντος, αντί της πιο ευχάριστης «φυγής προς τα εμπρός» ή του επικού «πηδήματος του βατράχου» χωρίς την κατάλληλα αρχειοθετημένη γεωχωρική απεικονιστική μνήμη, θα τους υπενθύμιζα ότι και η ολλανδική εταιρεία, εντεταλμένη επισπεύδουσα για τον σχεδιασμό της επούλωσης των γεωχωρικών τραυμάτων της Θεσσαλίας, το έτος της ίδρυσής της προβάλλει πρώτα και πάνω από όλα τα διαπιστευτήρια των προσόντων της: το 1879, ένα μόλις έτος μετά την απόφαση στο Βερολίνο για την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ