Ελλαδα

Σύγκρουση τρένων στα Τέμπη: Η επικοινωνιακή κακοποίηση μιας τραγωδίας

Το συλλογικό τραύμα, η διαχρονική πληγή της ελληνικής κοινωνίας, το σύνθημα «από θαύμα ζούμε» και η εξαιρετικά βλαβερή επιρροή που μπορεί να έχει στην κοινή γνώμη

kalamanti-sofia.jpg
Σοφία Καλαμαντή
ΤΕΥΧΟΣ 863
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σύγκρουση τρένων στα Τέμπη
© EUROKINISSI/MOTIONTEAM/ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ

Το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, η προβολή του από ενημερωτικές - ψυχαγωγικές εκπομπές στην τηλεόραση και τα social media και το συλλογικό τραύμα

Η τραγωδία στα Τέμπη έφερε ξανά στο φως με τον πιο βίαιο και αμείλικτο τρόπο σύσσωμες τις δομικές παθογένειες, τις διοικητικές ελλείψεις και τη μεταρρυθμιστική ραθυμία που βασανίζουν το ελληνικό κράτος σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Για μία μερίδα κόσμου είχε υπάρξει η ψευδαίσθηση ότι, με το πέρας της δεκαετίας της κρίσης, των μνημονίων και της λιτότητας, οι παθογένειες αυτές είχαν διαγνωστεί, αν όχι ελεγχθεί, στην πλειονότητά τους. Υπήρχε η αίσθηση ότι έχουμε εισέλθει σε μία πορεία αργής αλλά σταθερής εξυγίανσης. Η τραγική συγκυρία της νύχτας της 28ης Φεβρουαρίου, καθώς και οι λεπτομέρειες που ήρθαν στο φως, απέδειξαν ότι οι παθογένειες αυτές, ειδικά στους σιδηροδρόμους της χώρας, όχι απλώς δεν κατείχαν σπουδαία θέση στις κυβερνητικές ατζέντες των τελευταίων δύο δεκαετιών αλλά αγνοούνταν επιδεικτικά - στην πραγματικότητα αποτελούσαν ένα τόσο δαιδαλώδες ζήτημα που κατέληγε μία υπερβολικά απαιτητική εξίσωση για όλους ανεξαιρέτως τους κυβερνητικούς «λύτες».

Από εκείνο το μοιραίο βράδυ η επικαιρότητα και ο διάλογος στη δημόσια σφαίρα έχουν αλλάξει. Προηγουμένως, οι συζητήσεις -με κεκτημένης ταχύτητας προεκλογικό αέρα- αναλώνονταν σε ζητήματα εσωκομματικών αντιπαραθέσεων, οικονομικών σκανδάλων με φερόμενους ως εμπλεκόμενους τηλεοπτικούς ανθυποστάρ κ.λπ. Πλέον, η προσοχή είναι μονίμως στραμμένη σε κάθε πτυχή του φρικτού αυτού δυστυχήματος. Η παρουσίαση και ανάλυση των γεγονότων δεν επήλθε χωρίς τρομερές παραφωνίες και ατοπήματα. Τα παραδοσιακά ΜΜΕ έχουν πλέον να συναγωνιστούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία αναπαράγονται εικόνες φρίκης και συγκεχυμένες πληροφορίες, ενώ οι συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων «βράζουν» και γίνονται ως επί το πλείστον εν θερμώ, στηριζόμενες σε βιαστικά και μονοδιάστατα συμπεράσματα. Σε μια προσπάθεια ενδεχομένως να βρεθούν μπροστά από τις εξελίξεις, ορισμένες εκπομπές ενημέρωσης υποβάθμισαν έως ένα βαθμό από την πρώτη μέρα το κομμάτι του ρεπορτάζ και της ερευνητικής δημοσιογραφίας, δηλαδή το ουσιώδες και απολύτως αναγκαίο κομμάτι της κάλυψης των διαθέσιμων δεδομένων. Αντ’ αυτού, παρατηρήθηκε ένας σχολιασμός ευθυγραμμισμένος με τον άξονα πολιτικού κόστους-οφέλους, την επίδραση που θα έχει το δυστύχημα στη διαμόρφωση του εκλογικού χάρτη, ή ακόμη και τις μεταβολές που θα φέρει στο εθνικό μεταρρυθμιστικό έργο μελλοντικά. Ο προτρέχων σχολιασμός αυτού του είδους, αν και στη συνέχεια περιορίστηκε, όχι απλώς κρίθηκε άτοπος και προκλητικά κυνικός, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια ένδειξη απουσίας επαφής με την πραγματικότητα. Η απόρροια του ιδιόμορφου εθισμού και της μηχανιστικής προσκόλλησης στο κομματικό πεδίο αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού ως το μόνο αντικείμενο άξιο σημασίας και ενδιαφέροντος, που πρέπει να παραμένει πάση θυσία ψηλά στη δημόσια ατζέντα.

Η διαχείριση του θέματος από τις ψυχαγωγικές εκπομπές δεν ήταν διόλου καλύτερη αφού, έχοντας πρακτικά μη λόγο ύπαρξης, οι διάφοροι τηλεπαρουσιαστές των άλλοτε ανυπόφορα ανάλαφρων πάνελ χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αναλώθηκε -με εντυπωσιακά ομολογουμένως αντανακλαστικά- στην αναπαραγωγή σπαρακτικών σκηνών από το τοπίο της τραγωδίας, μέσω της συνεχούς προβολής συγγενών των θυμάτων και αγνοουμένων. Προωθήθηκε η δήθεν καλοπροαίρετη ταμπέλα του «ανθρώπινου δράματος» και των «ανθρώπινων ιστοριών» που αξίζει να μαθευτούν και να συγκινήσουν, ανεξαρτήτως αν κανείς δεν μπορεί να προσεγγίσει στο ελάχιστο τη βαναυσότητα ενός τέτοιου πένθους, αν δεν το βιώσει, και η τηλε-εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης οδύνης σύρθηκε απογυμνωμένη στο φως της δημοσιότητας. Η δεύτερη κατηγορία παρουσιαστών ήταν εκείνη που ανέλαβε την αυτάρεσκη ιδιότητα του «τηλε-κήρυκα». Οι διάφοροι τηλε-κήρυκες διατράνωσαν με πομπώδη οργή από τον τηλεοπτικό άμβωνα τις απλουστευτικές και εν πολλοίς λαϊκιστικές τους θέσεις για το δυστύχημα, αφειδώς και αφιλτράριστα - ημιμάθεια, συνωμοσιολογικά υπονοούμενα και εύκολα συμπεράσματα καταλήγουν να ευνοούν τα αντισυστημικά άκρα, περιθωριοποιώντας κάθε ψύχραιμη φωνή, πλαισιώνοντάς την ως ένα ακόμη «σκουριασμένο γρανάζι» του συστήματος.

Προφανώς η λύπη, η οργή, το σοκ είναι απολύτως δικαιολογημένα και φαίνεται να εκφράζουν την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Το ίδιο το συμβάν λαμβάνει διαστάσεις συλλογικού τραύματος, πρωτίστως λόγω του αδιανόητα τραγικού τρόπου με τον οποίο νέοι στην πλειονότητά τους άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Αλλά και επειδή έστρεψε τα βλέμματα όλων σε μία πτυχή της ελληνικής δημόσιας σφαίρας που συνιστά διαχρονική πληγή, παραμένοντας αφημένη να κακοφορμίζει μέχρι που προκάλεσε τελικά τα σημερινά φρικιαστικά αποτελέσματα. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα από τα συνθήματα που κυριάρχησε στο διαδίκτυο και τις πλατείες ως απόρροια της τυφλής αγανάκτησης, το «από θαύμα ζούμε», χρειάζεται να αξιολογηθεί για την εξαιρετικά βλαβερή επιρροή που μπορεί να έχει στην κοινή γνώμη.

Ο μιζεραμπιλισμός σε όλες του τις εκφάνσεις, δηλαδή η απόλυτη πεποίθηση πως κάποιος διαβιεί σε ένα αποτυχημένο κράτος (“failed state”), είναι κατά πρώτον αναληθής στην προκειμένη περίπτωση, αφού καμία σχέση δεν έχει η Ελλάδα με τις αναπτυσσόμενες χώρες, χώρες που μαστίζει η φτώχεια, η τρομοκρατία ή ο πόλεμος. Κατά δεύτερον, είναι και απολύτως αντιπαραγωγική στάση για  οποιαδήποτε συζήτηση χρειάζεται να ξεκινήσει από εδώ και εμπρός, αφού απονομιμοποιεί τη δομική κριτική ως ένα χαμένο παιχνίδι και ιδεολογικοποιεί τη μηδενιστική οπτική, εξοβελίζοντας εν θερμώ τον –πιο αναγκαίο από ποτέ– ορθολογισμό στο περιθώριο. Για να μπορέσουμε  να προχωρήσουμε έστω και ένα βήμα θα πρέπει αυτή τη φορά να κατορθώσουμε να κοιταχτούμε στον εθνικό μας καθρέφτη χωρίς υπεκφυγές και εύκολες δικαιολογίες, όπως είναι η βεβαιότητα της προεξοφλημένης αποτυχίας, που αντιμάχεται υπογείως τη δυνατότητα για εξέλιξη και πρόοδο. Στην τελική, η φασαρία αυτή αποτελεί ύβριν προς την εκκωφαντική σιωπή που σκεπάζει ασφυκτικά τα σπίτια των οικογενειών των θυμάτων. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ